"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Απομυθοποίηση του Άη Βασίλη του Μάρκετινγκ

Της Ευαγγελίας – Αγγελικής Πεχλιβανίδου

Ήρθες και φέτος Άη Βασίλη
Βιάστηκες όπως πάντα πριν την ώρα σου
Μέρες θα τριγυρνάς
Θα επαναλαμβάνεσαι
Και θα ξεφτίζεις
Οι μπότες πεταμένες στα σκουπίδια
Κι ο σκούφος και τα γένια λερωμένα
Θα παραμείνουνε στο μαυσωλείο της ψυχής
Να ανέβουν πάλι στο θεατρικό σανίδι
Ρούχα ραμμένα από εύφλεκτα, ακρυλικά υλικά
Με τσέπες αδειανές από αγάπη
Και βρώμικες απ’ τα Ευρώ.

Ήρθες! Κι εγώ φορώντας τα γυαλιά
Της αχρωματοψίας
Ξεκίνησα και πάλι να σε βρω
Όπως κάθε χρονιά κρατώντας το μπαστούνι
Της αλήθειας.
Έψαξα να σε βρω στους δρόμους
Που δεν έχουν ανάσα.
Στις ατέλειωτες κόρνες των αυτοκινήτων
Που κόβουν το νήμα της ειρήνης του νου
Στις ρόδες που αφήνουν πίσω τρίζοντας
Καθηλωμένα πόδια και μάτια και ψυχές
Στο κυνήγι του χρόνου που πληγώσαμε
Χωρίζοντάς τον σε άπειρες στιγμές
Ρυπαρής ευχαρίστησης.
Σε ψάχνω στα φανάρια τα χρωματιστά
Που δεν έχουν στοπ και φρένο
Καθώς κολλήσαν στην κραιπάλη της ζωής.

Σε έψαξα σ’ ένα πιάτο άδειο από ευλογία
Στις ψυχές που δε χωρούσαν
Λίγη αμασκάρευτη αγάπη
Στις ταβέρνες και τα κλαμπς που μύριζαν
Ιδρωμένες εισπνοές ελπίδων
Στα ιδρύματα τα αδειανά
Από δεσμούς και κόμπους αισθημάτων
Στις ναυαγισμένες οικογένειες
Απ’ τις βιτρίνες , τις γαλοπούλες και τις πρίζες,
Στα Χριστούγεννα που χάθηκαν στο χρόνο
Που μας παγιδεύει στη γρήγορη ροή του
Και μας συνθλίβει.
Στα ψεύτικα φιλιά και στις ευχές
Χωρίς αντίκρισμα αγάπης.

Πήγα μέσα στα καταγώγια της ντροπής
Για να βρω σημάδι της αγάπης σου.
Μα οι πόρτες ήταν κλειστές στο κάλεσμά σου.
Σ’ έψαξα μέσα στα συντρίμμια του τσουνάμι
Που άρπαξαν τη γενιά των αγγέλων
Μέσα απ’ τα φιλήδονα μπράτσα του διαβόλου
Που ταξίδεψε αναζητώντας Γη της Αλητείας.
Πενήντα χιλιάδες άγγελοι, άγιε μου,
Γύρισαν πίσω την πορεία τους
Ν’ αναζητήσουν τη μορφή σου την ασκητική
Στον ουρανό
Μέσα στο οργισμένο κύμα
Που τους τίναξε να κουρνιάσουν
Στην αγνότητα της φωλιάς σου.
Σ’ έψαξα μες στις αρρώστιες του χάους
Μες στη βιβλική παλάμη
Που πάταξε τα χέρια που έπνιξαν
Τα όνειρά σου.
Κυνήγησα τα γέρικα ζωντανά
Να βρω τις φωλιές τους
Και τα είδα να χάνονται
Απ’ τη χαρά της καταδίωξης
Που κουβαλάει το ανθρώπινο γένος.
Είδα περιστέρια να ξεψυχούν
Από το λιγοστό αέρα.

Χρειάζομαι, Άγιε. την αλήθεια σου.
Θέλω να ακούσω το χτύπο του ραβδιού σου
Ανάμεσα στην ταχύτητα και τη νωθρότητα
Τακ - τακ – τακ
Ανάμεσα στα λαμπιόνια και την κενότητα.
Τακ – τακ – τακ
Λαχταρώ να δω το ασκητικό σου αντερί
Να λάμπει γαλήνη
Μέσα στα φώτα που αναβοσβήνουν στα μπαλκόνια
Και τις στολισμένες με χρωματισμένα μπαλόνια
Λεωφόρους της ψυχής μας.
Νοστάλγησα να σε δω
Με το φτωχό το Γιάννη το βλογημένο
Να μοιράζεσαι τη Βασιλόπιτα
Με τις ψυχές τις άδολες.
Χάθηκαν οι Βλογημένοι απ’ τη ζωή μας
Και χρόνος δεν απόμεινε για ψάξιμο.
Έλα να πάρεις το κομμάτι της ψυχής μας
Ευλόγησε το φτωχικό μας πλούτο της αγάπης
Εσύ ο λιπόσαρκος Αη Βασίλης
Mε τα βαθουλωμένα μάτια
Τα καθάρια από τη θεόραση
Και τη βαθουλωμένη ψυχή
Από τη λύπη για όσα βλέπει.
Εσύ ο εκ της Καισαρείας Άγιος Βασίλειος
Όχι ο Σάντα Κλάους και o κάθε μάους
Του παγκοσμιοποιημένου εμπορίου.
Ούτε ο γέρων Χρόνος κι ο κάθε «κλώνος»
Άγιος Βασίλης της απομυθοποιημένης εποχής
Που ’χει κατακλύσει τα αδηφάγα μυαλά
Παιδιών αγχωμένων και γονιών απελπισμένων
Όπλο του μάρκετινγκ ,
Των αρνητικών καταφάσεων
Και των θετικών αρνήσεων
Περιδιαβαίνει και περιχαράζει τις ψυχές
Σε εκατομμύρια κάλπικα αντίτυπα
-Θύμα κι αυτός της κακοποιημένης εποχής μας-
Προσφέροντας δώρα σ’ όσους ήδη έχουν
Απογοήτευση σ’ όσους δε μπορούν να τα έχουν
Φώτα και λαμπιόνια
Φωνές και χειροκροτήματα
Φαγητά και μεθύσια
Βάζοντας διαχωριστικά στο έχω και στο δίνω
Στο ζω και ελπίζω
Στο αύριο που έτσι κι αλλιώς θα ξημερώσει
Και στο αύριο το παντοτινό
Που αρνούμαστε να δούμε

Προσπάθησα, Άγιε Βασίλειε, να σε βρω
Στη φάτνη από όπου κλέψαν το Χριστό
Αφήνοντας τις Παναγιές ολομόναχες
Ν’ αναζητούν τα φωτοστέφανα των αστεριών τους
Ανάμεσα στα «χόρτα» που καίνε,
Μέσα στα χνώτα των επώνυμων
Και ανώνυμων θηρίων.

Προτίμησες να μείνεις στις αναμνήσεις μας
Για να μην πεθάνεις
Απ’ τις αναθυμιάσεις του τρελλοκομείου
Της ματαιότητας.

Γύριζα όλη την Πρωτοχρονιά να σε βρω
Στους κήνσορες των απλών στιγμών μας
Στις ένστολες εφημερίδες
Στα πλανηφόρα περιοδικά
Στις ψυχοβόρες βιτρίνες
Στις μάγαρες ακτές της Ταυλάνδης
Και της Ινδονησίας
Στα λαμπιόνια που στολίζουν τα μπαλκόνια
Του θλιμμένου κόσμου
Κρύβοντας τις αγωνίες και τα άγχη
Μέσα απ’ τα παραθυρόφυλλα
Δίπλα στα ψεύτικα χριστουγεννιάτικα δέντρα

Δε σε βρήκα
Έψαξα τις Ιερουσαλήμ σ’ όλο τον κόσμο
Τα σαραντάρια όρη χάθηκαν
Απ’ τις ψυχές των ανθρώπων.

Προτιμήσαμε τις βιτρίνες της κενότητας ,
Τα κοσμηματοπωλεία του θεαθήναι
Τα ακριβά αμάξια των ταχυτήτων της αλλαγής.
Δε νηστέψαμε
Δεν μεταλάβαμε
Των αχράντων Δωρεών
Της Γαλήνης,
Της Ειρήνης,
Της Οικογένειας,
Της Ψυχής.
Δεν ψάξαμε εκκλησιές
Να λειτουργήσουμε
Και να λειτουργηθούμε.

Είδα χιλιάδες Αη Βασίληδες
Να σχίζουν τους θόλους του ουρανού
Έξω από τα σπίτια τα φωτισμένα
Και τα τζάκια που άχνιζαν ζέστη
Και πλούσια φαγητά
Κι έψαχνα Εσένα, Εκείνον
Και τα αληθινά χαρούμενα πρόσωπά
Των ανθρώπων.
Οι φουσκωτές κοιλιές και τα παχουλά μάγουλα
Μου θύμισαν χορό αποκριάτικο.
Είδα να βράζουν τα κύματα τις διαφθορές
Και να καταπίνουν τις μορφές τις εξαϋλωμένες
Τις αξίες τις εξαγνισμένες
Και είδα τους χοντροκόκκινους
Ψευτοαηβασίληδες
Να σελαγίζουν
Καβαλώντας τα αφροκύματα τα ετοιμοθάνατα
Ξεγελώντας τους αστούς
Που παλεύουν ολομόναχοι τη μοναξιά
Στα ατέλειωτα καμένα δάση
Τα γεράκια που πεθαίνουν της πείνας
Και τα ψαροπούλια που κρώζουν
Με φτερά παγιδευμένα
Στην πίσσα της ανθρώπινης αδιαφορίας.

Ήρθες και φέτος Άγιε Βασίλειε
Και πόνεσες
Κύριέ μου ! Μη γυρίσεις την πλάτη και φύγεις.
Μείνε κι ανάστησε την ειρήνη
Στη φάτνη της γής που καταποντίζεται
Στη φάτνη της ψυχής μας
Που γκρεμίζεται.

Δεν υπάρχουν σχόλια: