Διαβάζω στον τύπο ότι η Λεπέν κατηγορεί τον Μακρόν για νεοφιλελευθερισμό, ρατσισμό, αστυνομοκρατία και αυταρχικά μέτρα επί της πανδημίας. Καθώς προσπαθώ να θυμηθώ πού αλλού τα έχω ακούσει αυτά συνειδητοποιώ για άλλη μια φορά ότι ο ευρωπαϊκός «τραμπισμός» είναι εδώ. Το αν εμφανίζεται με αριστερό ή δεξιό προσωπείο είναι απλώς θέμα τοπικής παράδοσης.
Το 2010 η οικονομική κρίση φούσκωσε τα πανιά του και σε κάποιες χώρες τον έφερε στην κορυφή.
Σήμερα επανέρχεται με σημαία ευκαιρίας την πανδημία και υπόσχεται -τι άλλο!- ελευθερία και λύτρωση από τα δεσμά της Χούντας.
Ο εγχώριος τραμπισμός διεκδικεί την επανάληψη της ιστορίας. Σίγουρα βέβαια ως φάρσα.
Η Ελλάδα εδώ και δύο μήνες ταλανίζεται από μικρά και ήσσονος σημασίας προβλήματα που διανθίζουν την υγειονομική κρίση καθώς αυτή οδηγείται βασανιστικά στο τέλος της μέσω του εμβολιασμού.
Μικρά στιγμιότυπα που στον μικρόκοσμο των κοινωνικών δικτύων μεγεθύνονται και παράγουν μικρές ή μεγαλύτερες κρίσεις, υπό το κράτος βέβαια των περιοριστικών μέτρων και του εκνευρισμού που αυτά προκαλούν. Ξεκινήσαμε με το που έφαγε ο Μητσοτάκης στην Ικαρία, για να περάσουμε στη δυσώδη και ζοφερή υπόθεση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου και το αίτημα της παραίτησης Μενδώνη, για να κυλίσουμε γλυκά στο προσφιλέστερο των θεμάτων μας, την πολιτική βία. Το ότι δεν θρηνήσαμε νεκρό αστυνομικό είναι μάλλον τυχαίο. Η Ελλάδα αποδεικνύει ακόμα μια φορά τη δυσκολία της να απογειωθεί. Η ιστορία την τραβά απ’ το μανίκι.
Η υπόθεση της απεργίας πείνας του ισοβίτη Δ. Κουφοντίνα ξανάφερε δυστυχώς στην επιφάνεια τη μνήμη της δολοφονικής τρομοκρατίας την οποία η Ελλάδα ήθελε να ξεχάσει.
Όχι όλη. Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών δεν έδειξε να συμμερίζεται το αίτημα, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια κάτι για την ουσία της δικαστικής απόφασης. Ακούστηκαν και γράφτηκαν και πάλι ανατριχιαστικά πράγματα από όλες τις πλευρές που ξανάφεραν στην επιφάνεια την στάση της πολιτικής Αριστεράς απέναντι στην αριστερή τρομοκρατία, ένα ακανθώδες θέμα που όμως δεν έχει θέση στη σύγχρονη Ελλάδα. Η Ευρώπη το έχει ξεχάσει εδώ και πολλά χρόνια, εμείς το ανακαλούμε σε κάθε ευκαιρία. Δυστυχώς ανασκαλεύτηκαν μνήμες, συγγενείς των θυμάτων αναγκάστηκαν να μιλήσουν και πάλι δημόσια, εντυπωσίασε η παρέμβαση της Ντόρας Μπακογιάννη, έγιναν επιθετικές δηλώσεις και αθόρυβες αναδιπλώσεις και όλα αυτά γιατί;
Ο εμφύλιος μέσα μας.
Μπορεί να υπάρχει στην Αριστερά μια συνιστώσα που πολιτεύεται ακόμα μηρυκάζοντας τον εμφύλιο πόλεμο, αλλά το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα έχει καθήκον να μην της δίνει ευκαιρίες. Οι κρατικές υπηρεσίες ξέρουν ότι ο Κουφοντίνας δεν είναι ένας τυχαίος κρατούμενος και ως εκ τούτου δεν υπάρχει λόγος να δίνονται λαβές για «γεγονότα». Μπορούσαν να τον είχαν φέρει εξ αρχής στον Κορυδαλλό και να μην είχε γίνει θέμα. Εκ των υστέρων βέβαια όλοι είμαστε προφήτες, πλην όμως θέλει τέχνη και προνοητικότητα η ήπια διακυβέρνηση ειδικά σε μια εποχή που τα νεύρα είναι τεντωμένα. Διότι η ένταση κάνει κακό στη δημοκρατία. Και η αδυναμία κατανόησης της Αριστεράς κάνει κακό στην κυβέρνηση.
Και ενώ το κλίμα έχει ζεσταθεί με υπόρρητες απειλές, «χούντες» και καθημερινές διαδηλώσεις από τη μία και κραυγές αγανάκτησης και καταβρέγματα από την άλλη, σκάει ο ξυλοδαρμός πολίτη από αστυνομικό στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, διά ασήμαντον αφορμή, και ανάβει το πάρτι της βίας.
Καλώς ήρθατε στον όμορφο βάλτο μας.
Η αστυνομική υπέρβαση καθήκοντος είναι δίχως άλλο κατακριτέα, συμβαίνει και στις καλύτερες αστυνομίες του κόσμου, δηλώνει ερασιτεχνισμό και απώλεια αυτοελέγχου, μόνο που εδώ αδειάζει έναν κουβά λάδι σε μια φωτιά που ήδη έχει ανάψει και η Νέα Σμύρνη του αγαπημένου μου Πανιώνιου μετατρέπεται σε πεδίο μάχης.
Τριάντα άτομα ρίχνουν κάτω έναν αστυνομικό και τον βαράνε. Ευτυχώς, και μόνο από τύχη, τραυματίζεται σοβαρά και δεν σκοτώνεται.
Τα πράγματα παίρνουν άλλη τροπή και ο ανώνυμος μπάχαλος παίρνει κεφάλι στα γεγονότα. Ο όχλος. Η πολιτική που αβαντάρει τη χαμηλής έντασης βία γκρεμίζεται μονομιάς και αναγκάζει το ΣΥΡΙΖΑ σε «απερίφραστη καταδίκη της βίας». Θετικό. Η εργαλειοποίηση του μπάχαλου για πρόσκαιρο πολιτικό κέρδος μάς τέλειωσε. Προς το παρόν βέβαια. Διότι η ψυχή βγαίνει, το χούι δεν βγαίνει. Ειδικά όταν δεν καταλαβαίνεις ότι η φωτιά τους καίει όλους.
Η βία των ημερών προκαλεί έντονους διαξιφισμούς πάνω στο δίπολο Αριστερά - Δεξιά και πάλι με προβολή στον εμφύλιο πόλεμο από τον οποίο η σύγχρονη Ελλάδα δεν μπορεί να απαλλαγεί, με κύρια βέβαια την ευθύνη της Αριστεράς. Η σκηνή με τους αντάρτες να μπαίνουν στην «πλατεία Κουφοντίνα» (πρώην Συντάγματος) το 2021 προσπαθεί να επαναφέρει μνήμες κομμουνισμού 20ού αιώνα και καταλήγει φυσικά σε φάρσα, μιας και δεν τίθεται πια κανένα τέτοιο δίλημμα παγκοσμίως. Όμως είναι ένας φαντασιακός ριζοσπαστισμός, που όπως γράφει και ο Γ. Βούλγαρης, δεν είναι αβλαβής. Γιατί παράγει εχθροπάθεια, πόλωση και διχασμό σε μια εποχή που απαιτεί εθνική ομοψυχία.
Οι υπερβολικές καθημερινές συγκρούσεις και οι θεατρικές αναφορές στο παρελθόν δεν μπορούν να κρύψουν τον μεγάλο τους στόχο που είναι η πορεία της χώρας διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση και ένα χρόνο μετά την πανδημία. Ο εκνευρισμός και η αστάθεια στα πολιτικά στρατόπεδα μαρτυρούν το μέλλον των μεγάλων μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα. Η διαρκής σύγκρουση, η συνεχής επιστροφή στο παρελθόν και οι μικρές τρικυμίες έχουν στόχο τις προσδοκώμενες μεγάλες αλλαγές. Και σε πολεμικό κλίμα μεγάλες μεταρρυθμίσεις ούτε συζητιούνται σοβαρά αλλά ούτε προχωρούν. Ειδικά αυτές που έχουν ανάγκη ευρύτερες συναινέσεις τόσο από την αντιπολίτευση όσο και από τα συνδικάτα. Ένα ικανό μέρος των πολιτών, σίγουρα μικρότερο από το 2012, καθοδηγούμενο από την Αριστερά θα αντισταθεί μέχρι τέλους στις «νεοφιλελεύθερες επιλογές». Δηλαδή σε στοιχειώδεις αλλαγές αστικού εκσυγχρονισμού που όμως φαντάζουν ως καινοτομίες ή και ως εξωφρενικές προκλήσεις στο ελληνικό σύμπαν.
Το πολιτικό σύστημα ξέρει ότι, αν η Ελλάδα αλλάξει μέσα από βαθιές τομές στη δημόσια διοίκηση, την εκπαίδευση και την οικονομία, υποχωρεί το πελατειακό κράτος και κινδυνεύει η κορπορατική παράδοση. Μειώνεται η πολιτική του ισχύ και η παραθεσμική του ικανότητα να εξουσιάζει με κάθε τρόπο τη χώρα. Και γι’ αυτό, με αιχμή την άφρονα αριστερά...
που νομίζει ότι έτσι πολεμά τον καπιταλισμό και από κοντά ένα μέρος της πονηρής δεξιάς, προσπαθεί με κάθε τρόπο να αναστείλει τις όποιες αλλαγές που κυοφορούνται.
Ένα τέτοιο μεγάλο θύμα της πόλωσης είναι οι αλλαγές στην Εκπαίδευση γενικώς. Με το 80% των εκπαιδευτικών, τα συνδικάτα, όλες τις συνδικαλιστικές παρατάξεις και σύσσωμη την αντιπολίτευση κατά της αυτοαξιολόγησης των σχολικών μονάδων απορώ τι περιμένει να δει το Υπουργείο στη συνέχεια. Ειδικά σε ένα θέμα που από τον νόμο απαιτείται η συμμετοχή του συλλόγου των διδασκόντων. Φιλοδοξεί δηλαδή να κάνει και αξιολόγηση εκπαιδευτικών; Πολύ φοβάμαι ότι η σύγκρουση θα συμπαρασύρει και άλλες ουσιαστικότερες μεταρρυθμίσεις όπως αυτές των προγραμμάτων σπουδών και της αξιολόγησης των μαθητών τις οποίες έχει ανάγκη το σχολείο για να ανταποκριθεί στη νέα εποχή που ξεπροβάλει. Ίσως ο βαθύτερος στόχος να είναι αυτές. Το σημερινό προσχηματικό σχολείο εξυπηρετεί πολλούς και ως εκ τούτου είναι πολλοί αυτοί που δεν θέλουν να αλλάξει.
Το άσυλο της ανομίας των πανεπιστημίων καταργήθηκε πλην όμως υπάρχουν καταλήψεις πρυτανειών από ομάδες που διαμαρτύρονται για τις αλλαγές στα ΑΕΙ. Και οι καταληψίες υποστηρίζονται από βουλευτές κομμάτων της αριστερής αντιπολίτευσης που αντιδρούν κυρίως για την παρουσία της αστυνομίας στα ΑΕΙ. Κάποιοι είχαμε επισημάνει ότι είναι πολύ δύσκολο να ξεριζώσεις με ένα νόμο και ένα άρθρο παραδόσεις 40 χρόνων. Αλήθεια σκέφτεται κανείς να μεταβάλει τις πρυτανείες σε πεδία μάχης; Μπορεί να σηκώσει το πολιτικό μας κλίμα τραυματισμούς ή και νεκρούς και μάλιστα γι’ αυτό το λόγο; Είναι έτοιμη η κυβέρνηση να αναλάβει ένα τέτοιο το ρίσκο; Προφανώς και εδώ χρειάζεται ψυχραιμία και αναζήτηση μιας κάποιας λύσης, πράγμα που όμως δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Δεν θέλω να φαντάζομαι τι θα ακολουθήσει την εγκατάσταση αστυνομικών δυνάμεων στον χώρο των πανεπιστημίων.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο κόσμος δεν τσιμπάει στους μικρούς πολιτικούς τιτανικούς. Με τέτοια events δεν κερδίζεις ψήφους. Οι αναφορές σε Χούντα δεν είναι σοβαρές. Όταν η δημοκρατία δέχεται επίθεση, προφανώς και θα αντιδρά με τη νόμιμη όμως βία, όχι την παράνομη, ούτε την υπερβολική. Η μεσαία τάξη παραμένει παγερά αδιάφορη, έχει άλλες έγνοιες, υγειονομικού και οικονομικού περιεχομένου. Ωστόσο, δείχνει να αποδέχεται τον τρόπο που η κυβέρνηση διαχειρίζεται την πανδημία και να στηρίζει τις βασικές επιλογές της. Μεγάλο μέρος της έχει καταλάβει ότι η πατρίδα πρέπει να αλλάξει. Με τη μεσαία τάξη στο σπίτι και όχι στον δρόμο η κοινωνία δεν έχει να φοβάται επανάληψη του 2008. Εξάλλου αν συνεχίσουμε να καλλιεργούμε ένα τέτοιο πολεμικό κλίμα, θα μας παρακαλούν οι ξένοι να επενδύσουν στην Ελλάδα. Αλλά σε υλικό πολέμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου