"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


25η ΜΑΡΤΙΟΥ: Γιορτάζοντας άλλοτε και τώρα

Του Γιώργου Ι. Κωστούλα
gcostoulas@gmail.com


Ο τίτλος που θα προτιμούσα γι’ αυτό το κείμενο είναι η φράση: "Δαρμένος και ευχαριστημένος". Θα ήταν όμως (φαινομενικά) ασυγχώρητα αποπροσανατολιστικός και κραυγαλέα αναντίστοιχος προς το περιεχόμενό του. Η φράση, ωστόσο, δεν πήγε χαμένη. Βρήκε τη θέση της, εν είδει καθάρσεως, ως κατακλείδα του κειμένου.

Στο θέμα μας, τώρα: Κάθε χρόνο και χειρότερα, είναι κάποιες δεκαετίες τώρα που καταγράφεται μια όλο και περισσότερο υποτονική έως απαξιωτική αδιαφορία, πολιτείας και λαού, για τους εορτασμούς των εθνικών μας εορτών. Η ανάρμοστη και δυσοίωνη αυτή καταγραφή παραμένει αμείωτη ακόμα και φέτος - έτος εορτασμού των 200 χρόνων από το ‘21.

Τι απέγινε το σφρίγος και το ρίγος της λαϊκής συμμετοχής στους εορτασμούς της 25ης Μαρτίου άλλων εποχών;

Όπως, καλή ώρα, στον εορτασμό μιας 25ης Μαρτίου, επτά δεκαετίες περίπου πριν. 

Ας μου επιτραπεί η παρακάτω διήγηση, προσωπικού χαρακτήρα, κυρίως για το άρωμα και το ήθος της εποχής που αναδίδει.

Η σκηνή από επίσκεψή μου στο γενέθλιο χωριό, πριν από λίγα χρόνια. Στο τέλος του εκκλησιασμού, την ώρα του αντίδωρου και των όμορφων στιγμών που ακολουθούν, με το εκκλησίασμα να ξεσπά σε εκείνο το βουητό από κοινωνικά επιφωνήματα χαράς, με τις χαιρετούρες, τις αγκαλιές, τα ανταμώματα να δίνουν και να παίρνουν, διακρίνω να κάθεται, αγέρωχη, ακόμα στο στασίδι της η Αικατερίνη Τσ.-Λ., γηραιά συγχωριανή μου δέσποινα.

Την πλησιάζω για να τη χαιρετίσω και να υποβάλω τα σέβη μου. Κι ακόμα για να αναθυμηθώ μαζί της κάτι από τα παλιά που μας συνέδεαν. Αφού χορτάσαμε ο ένας τον άλλον, καθώς την αποχαιρετούσα, με κράτησε. Μη φεύγεις, είπε, έχω να σου θυμίσω κάτι.

Τι μου θύμισε;  

Με δικά μου λόγια: Ήταν η εποχή, που με την πληθώρα των παιδιών στα χωριά και τις ειδικές κοινωνικές και εθνικές συνθήκες, ανθούσαν οι σχολικές παραστάσεις κατά τις εθνικές εορτές. Πυρήνας αυτών των παραστάσεων, τα πατριωτικά ποιήματα.

Κάθε 25η Μαρτίου και 28η Οκτωβρίου, το κάθε παιδί έπρεπε να μάθει και να απαγγείλει κάποιο  ποίημα επίκαιρου περιεχομένου, ενώπιον του πολυπληθούς κοινού γονέων και συγγενών. Όμως, πολλά τα παιδιά, λιγοστά τα ποιήματα. Με τα ίδια ποιήματα, εναλλάσσοντάς τα, τη "βγάζαμε" κάθε χρόνο.

Προφανώς, οι δάσκαλοί μας έβρισκαν μερικά ποιήματα σε σχετικά βοηθήματα που τους προμήθευε το Υπουργείο Παιδείας, συνήθως κάποιες ποιητικές ανθολογίες  ή συλλογές κλέφτικων δημοτικών τραγουδιών και με αυτά εξοικονομούσαν την κατάσταση κάθε χρόνο.

Εμείς, άρχισε τη διήγησή της η Αικατερίνη, είχαμε στο σπίτι μας, μια παρόμοια συλλογή ποιημάτων. Ήρθες, λοιπόν συνέχισε, και μας ζήτησες το βιβλίο για να βρεις σ’ αυτό κάποιο (περιπόθητο) ποίημα, να το πεις στην εορτή της 25ης Μαρτίου που πλησίαζε.

Όμως, το βιβλίο, κατά αυστηρή παραγγελία του πατέρα της Αικατερίνης, δεν γινόταν να βγει από το σπίτι, μήπως και χαθεί! Έπρεπε να αποστηθίσω το ποίημα επί τόπου. Πράγμα που έκανες, θυμόταν η Αικατερίνη, μέσα σε λίγη ώρα. Κι αυτό, παρά τη θορυβώδη ομήγυρη των αρκετών μελών της οικογένειας στον ίδιο χώρο.

Εντυπωσιασμένη από το επίτευγμά μου, εκείνη η ομήγυρη θα ήταν και το ακροατήριο, από το οποίο θα αποσπούσα το πρώτο μου χειροκρότημα, μετά από επιτόπια, υποχρεωτική, ιδιωτική απαγγελία.

Αυτά, επτά δεκαετίες πίσω. Όταν εγώ ήμουν περίπου  δεκαετής και η Αικατερίνη μια νεαρή δεσποινίς, περίπου της παντρειάς.

Η Αικατερίνη θυμόταν ακόμα και ποιο ήταν το ποίημα. Ήταν το κλέφτικο, "Βαρέθηκα μανούλα μου τους Τούρκους να δουλεύω".

Όλα αυτά, συγκινητικά το δίχως άλλο, που τόσο κρυστάλλινα θυμόταν η Αικατερίνη, εμένα δε μου θύμιζαν τίποτα. Παρόλο που τα συμβάντα της παιδικής ηλικίας δύσκολα ξεχνιούνται.

Προφανώς, είχα και εγώ, με τα χρόνια, προσβληθεί για τα καλά από τη μόλυνση της  περιρρέουσας επετειακής εορταστικής ραθυμίας των τελευταίων δεκαετιών, για την οποία μίλησα στην αρχή. Κι αυτό...

 

 σε αντίθεση με την Αικατερίνη, η οποία είχε καταφέρει  να παραμείνει, αξιοθαύμαστα, αλώβητη.

Ένιωσα πολύ άσχημα, κάποιος άλλος να θυμόταν κάτι που με αφορούσε απολύτως -και μάλιστα τέτοιας φύσεως- και εγώ να το έχω διαγράψει από τη μνήμη μου.  

Χαιρέτησα την Αικατερίνη με σκυμμένο το κεφάλι και απομακρύνθηκα: Δαρμένος και ευχαριστημένος.

Υ.Γ. Η Αικατερίνη  άφησε, τη χρονιά που μας πέρασε, το στασίδι της στην εκκλησία κενό. Εν είδει μνημοσύνου, της αφιερώνω αυτό το κείμενο. 




Δεν υπάρχουν σχόλια: