“Ο χώρος πίσω από τα παραβάν που κλεινόμαστε για να ψηφίσουμε είναι μόνο για ένα άτομο, πολύ μικρός για να μας χωρέσει” (1)
«Όσοι άνδρες και γυναίκες συντάχθηκαν με τους Ισοπεδωτές στα τέλη της δεκαετίας του 1640 (στη διάρκεια της Αγγλικής Επανάστασης) πέρασαν στη λήθη με την εδραίωση της μεσοβασιλείας του Κρόμγουελ. Δεν χάθηκε όμως και το πολιτικό τους ιδεώδες για “μια συμφωνία του λαού αποδεκτή από τη γενική θέληση”», όπως παρατηρεί ο Χ. Ν. Μπραίηλφορντ. «Διέσχισε τον Ατλαντικό… και έφερε ώριμους καρπούς. Ηττημένη στην Ευρώπη, η Αγγλική Επανάσταση θριάμβευσε και κορυφώθηκε στην Αμερική».
Είχε λοιπόν βαθιές ρίζες η Αμερικανική Επανάσταση. Μάλιστα απαλλαγμένοι από τα φεουδαρχικά δεσμά και τις αριστοκρατικές κοινωνικές δομές της Ευρώπης που τροχοπεδούσαν την πολιτική της εξέλιξη, οι έποικοι της Αμερικής, συγκροτούσαν τοπικές συνελεύσεις στις συνοικίες και στις κωμοπόλεις μέσω των οποίων είχαν άμεση ενεργή συμμετοχή στην αυτοδιοίκηση.
Μετά την επικύρωση του συντάγματος όμως όσα ακολούθησαν αναιρούσαν αυτές τις πολιτικές κατακτήσεις.
Ο Τόμας Τζέφερσον, ο τρίτος πρόεδρος των ΗΠΑ, ήταν αυτός που κατανόησε τη σημασία του προβλήματος. Προς το τέλος της σταδιοδρομίας του, πρότεινε να χωριστούν οι κομητείες σε συνοικίες σε «στοιχειώδεις δημοκρατίες» στις οποίες ο ίδιος ο λαός, όχι μόνον οι αντιπρόσωποί του, θα μπορούσε να εκφράσει τη δημόσια ελευθερία του.
Αυτό δεν ήταν πρωτοφανής καινοτομία για την Αμερική, όπως προαναφέρθηκε.. Οι περιγραφές του συστήματος των συνοικιών που έκανε, άρχιζαν πάντα υπενθυμίζοντας πώς το σθένος της επανάστασής στο ξεκίνημά της οφειλόταν στις «μικρές Δημοκρατίες», πώς είχαν «ωθήσει ολόκληρο το έθνος σε ενεργητική δράση» και πώς, αργότερα, είχε νιώσει «τα θεμέλια της κυβέρνησης να τρίζουν κάτω από τα πόδια του από τους δήμους της Νέας Αγγλίας». Η «δυναμική αυτής της οργάνωσης» ήταν τόσο μεγάλη, ώστε «δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος στις Πολιτείες των δήμων αυτών που το σώμα του να μην παρασύρεται σε δράση από αυτή την ορμή». Εν τούτοις απέτυχε να δημιουργήσει εκείνους τους πολιτικούς θεσμούς μέσω των οποίων θα ασκούσαν αυτή την ελευθερία οι μελλοντικές γενιές.
Τί ακολούθησε;
Θα πρέπει να διαβάσει κανείς το πρόσφατο βιβλίο των Στίβεν Λεβίτσκι και Ντάνιελ Ζίμπλατ, διδασκόντων στο Χάρβαρντ “Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες” για να αντιληφθεί πώς απεμπόλησαν οι ΗΠΑ τις πολιτικές κατακτήσεις απαξιώνοντας βαθμιαία τη δημοκρατία.
Οι κανόνες, γράφουν, που θα οδηγούσαν στην ομαλή λειτουργία της αμερικανικής δημοκρατίας και στην εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία ήταν απόρροια αντιδημοκρατικών ρυθμίσεων. Διαμορφώθηκαν σε συμφραζόμενα αποκλεισμού ολόκληρων μερίδων του πληθυσμού και περιορισμού των πολιτικών δικαιωμάτων. Οφειλόταν στον συμβιβασμό του 1877 μεταξύ των δύο κομμάτων που μετέτρεψε τους Αφροαμερικανούς του Νότου σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας στερημένους από το δικαίωμα της ψήφου και από άλλα πολιτικά δικαιώματα. Διότι ο συμβιβασμός ήταν ενάντια στον Νόμο για την Ανασυγκρότηση και τη 15η Τροπολογία του Συντάγματος, με τα οποία απαγορεύτηκε ο αποκλεισμός της ψήφου με φυλετικά κριτήρια, επειδή θα ανέτρεπε τους συσχετισμούς στις Πολιτείες του Νότου, όπου υπερείχαν πληθυσμιακά οι μαύροι. Η συμμαχία των δύο κομμάτων έκλεισε τον κύκλο της με την ψήφιση του Civil Rights Act του 1964 και του Voting Rights Act του 1965 με τους οποίους έγιναν μεγάλα βήματα στον εκδημοκρατισμό του Νότου. Από τότε ξεκίνησε η πολιτική πόλωση που οξύνονταν διαρκώς για να κορυφωθεί σήμερα. Γιαυτό η εισβολή στο Καπιτώλιο δεν θα πρέπει να αποδοθεί σε ένα πρόσωπο αλλά στα αδιέξοδα του πολιτικού συστήματος που επιδεινώνονται. ραγδαία.
Υπήρξαν βέβαια και άλλοι παράγοντες που συνέτειναν στην αποδυνάμωση της δημοκρατίας.
Η διάλυση της ΕΣΣΔ εξάλειψε το αντίπαλος δέος που ανάγκαζε τη Δύση να δώσει έμφαση στη δημιουργία ενός κοινωνικού και δημοκρατικότερου κράτους. Όπως διαπιστώνει ο Eric Hobsbawm στην “Εποχή των άκρων”: στην περίοδο της ειρήνης μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ΕΣΣΔ «ανάγκασε τη Δύση να αυτομεταρρυθμιστεί για ν’ ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της συστημικής αντιπαράθεσης καπιταλισμού – σοσιαλισμού».
Παράλληλα η εκθετική ανάπτυξη της τεχνολογίας έδωσε φρενήρη δυναμική στις κοινωνικές εξελίξεις εκτινάσσοντας την ανισότητα. Ο Ντάρον Ατζέμογλου, καθηγητής στο ΜΙΤ, σε πρόσφατη συνέντευξη του σε αθηναϊκή εφημερίδα ήταν σαφής: «Αν με ρωτούσατε πριν από 12 χρόνια από ποιον κινδυνεύουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, θα αναφερόμουν στην ελίτ του χρηματοπιστωτικού τομέα. Και κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση είδαμε την αποκρουστική αλήθεια του πόσο ισχυροί ήταν». Σήμερα, όμως, σύμφωνα με τον ίδιο, η καρδιά του προβλήματος δεν βρίσκεται στη Wall Street. «Η μεγαλύτερη απειλή σήμερα είναι η ελίτ της Σίλικον Βάλεϊ», λέει. Ο Ατζέμογλου έχει ασχοληθεί εις βάθος με τις παθογένειες της αμερικανικής οικονομίας που έχουν επιτρέψει στους τιτάνες της τεχνολογίας να κερδοσκοπούν ιλιγγιωδώς με επιχειρηματικά μοντέλα που βασίζονται ολοένα και περισσότερο στην αυτοματοποίηση και την αντικατάσταση της εργασίας από το κεφάλαιο που εκτοξεύει ανισότητες και ανεργία.
Η διαπίστωση είναι ότι σε αυτές σε επιταχυνόμενες κοινωνικές μεταβολές η κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν μπορεί να ανταποκριθεί ως έχει.
Η ψήφος έχει τον χαρακτήρα εκχώρησης λευκής επιταγής χωρίς ενεργό συμμετοχή στη διαμόρφωση των αποφάσεων, με τον πολίτη θεατή.
Γιαυτό ίσως...
το κεφάλαιο και η κοινοβουλευτική δημοκρατία, συρρικνωμένη στην εκλογική διαδικασία, πάνε μαζί.
Η κοινοβουλευτική δημοκρατία έδινε απαντήσεις σε μια κοινωνία αργά εξελισσόμενη.
Σήμερα απαιτείται μια ανώτερη έκφρασή της για να δίνει απαντήσεις στις κοινωνικές εξελίξεις. Ίσως οι σκέψεις του Τζέφερσον είναι η απάντηση. Η τεχνολογία μπορεί να βοηθήσει σε αυτή την κατεύθυνση, με τη συμμετοχή όλων.
(1) Richard Bernstein “Γιατί πρέπει να διαβάζουμε Χάνα Άρεντ”, Εκδ. Επίκεντρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου