Της ΑΡΙΑΔΝΗΣ ΧΑΤΖΗΓΙΩΡΓΗ
Όταν πήγαιναν οι μανάδες με τα πούλμαν στην Πόλη για να δουν την Αγιά Σοφιά – και να ψωνίσουν ανοησίες από το καπαλί τσαρσί – τα προοδευτικά παιδιά τους περιφρονούσαν την Τουρκία, γιατί είχε δικτατορία, καταπατούσε τα δικαιώματα των μειονοτήτων – και των Τούρκων φυσικά – αλλά και γιατί πήγαιναν οι μανάδες τους και γυρνούσαν τόσο πολύ ευχαριστημένες. Ας γίνει η Τουρκία πολιτισμένη χώρα και βλέπουμε!
Όταν οι μάνες είχαν πια γεράσει και δεν τους κρατούσαν τα πόδια τους για εκδρομές με πούλμαν στις γειτονικές χώρες, πήγα και γω στην Πόλη, όχι από κέφι, αλλά για δουλειά. Δεν είχε αρχίσει ακόμα η μεγάλη δυτική επανάσταση και οι νεόπλουτοι δεν έκαναν παντού αισθητή την παρουσία τους, όπως οι αστυνομικοί με τα πολιτικά που δεν άφηναν τους Έλληνες να πάρουν ανάσα.
Στη φυσική ομορφιά της Πόλης, που δεν συγκρίνεται με τίποτα στο δυτικό κόσμο, στον καλλιτεχνικό της πλούτο και στην ανθρωπιά που σε κατακλύζει, με τις καλύτερες έως τις χειρότερες εκφράσεις της, κορόνα στο κεφάλι της στέκεται η Αγιά Σοφιά, η ανυπέρβλητη.
Είχανε δίκιο οι γριές. Άμα δεν πας στην Αγιά Σοφιά, τίποτα δεν είδες!
Έχει δίκιο και ο θρασύς ανατολίτης, που χτύπησε ίσα στην καρδιά. Δεν χάνει τον καιρό του. Γιατί, τι κάνει τη ζωή ν’ αξίζει να τη ζεις, αν δεν γεύεσαι πότε πότε το μεγαλειώδες;
Μεγαλειώδης είναι κι η πίστη και η υψηλή τέχνη, μεγαλειώδης κι η ιστορική συνέχεια, κι αυτό το τελευταίο πρέπει να το λέμε κρυφά μην μας ακούσουν κι έχουμε συνέπειες. Μεγαλειώδης είναι η Αγιά Σοφιά που θα την πάρουν για δεύτερη φορά για να μας δείξουν πού γράφουν τους χριστιανούς και τον πολιτισμό τους.
Γιατί, τι αξία έχει η αγάπη μπροστά στη μάχαιρα;
Mόνο σε κάποιους μύθους ο ποιητής μερεύει τα λιοντάρια, συνήθως τον τρώνε και μετά πέφτουν για ύπνο με καταματωμένα στόματα.
Ας στρωθούν τα χαλιά της προσευχής, ας πέσουν οι καλύπτρες να κρύψουν τα άγια πρόσωπα να μην τα ντρέπονται, ας μπούνε κι άλλα χωρία του κορανίου με αραβική γραφή γραμμένη με γιαταγάνι στο φτερό, να κρύψουν τα μάρμαρα, να κόψουν το φως από το θόλο, να μη σε τραβάει τόσο ψηλά, να μη σε θέλγει ο ουρανός.
Πολλοί δικοί μας ψοφοδεείς βρίσκουν ένα δίκιο στον ανατολίτη. Σαν να είναι ζυμάρι η χώρα του που φουσκώνει και ξεχειλίζει από τη σκάφη.
Γιατί να μην πιάσει και τη λεκανίδα της Μεσογείου, κι όπου πέσει το ζυμάρι, ας μείνει εκεί. Τι μας πειράζει εμάς; Μια χούφτα νησιώτες, που πληρώνουν από την τσέπη τους τα ελικόπτερα σε ώρα ανάγκης, που ξέχασαν να ψαρεύουν και θα πεινάσουν όταν αισθανθούν ανησυχία οι τουρίστες.
Τι μας πειράζει, ας δίνουμε με δόσεις, ένα σύμπλεγμα τώρα, κανένα μεγαλύτερο νησί λίγο αργότερα, ας ταΐζουμε το σκύλο να τον κρατούμε ήσυχο, μέχρι να αγριέψει στα σοβαρά, θα έχει περάσει η δικιά μας γενιά και θά’χουμε πεθάνει. Ας κάνουνε καλά οι άλλοι, όσοι θα έχουν απομείνει από μας, με ελληνικά της κακιάς ώρας με προφορά σαν ρωσίδας οικιακής βοηθού, δεν θά’χει και μεγάλη σημασία τότε.
Όλοι θα είμαστε ένα, φαγωμένοι από το τίποτα.
Δεν μου αρέσουν οι τόσο πρόθυμοι να δουν το δίκιο του άλλου, όταν δεν δέχονται να δουν το δίκιο το δικό μας.
Δεν μου αρέσουν όσοι αγαπούν όλον τον κόσμο, όταν δεν αγαπούν ούτ’ έναν εδικό τους.
Μου φαίνεται...
παράξενο πολύ, ο φύλακας που κρατάει το ραβδί μπροστά στον ξένο σκύλο να αμφιβάλλει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου