Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΛΟΥΧΟΥ
Το φετινό καλοκαίρι δεν έδωσε, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, εντυπωσιακές τηλεοπτικές εικόνες όπως το περσινό, με ερευνητικά τουρκικά να κόβουν βόλτες στο Αιγαίο και με τους στόλους των δύο κρατών παρατεταγμένους σε διαρκείς διατάξεις μάχης. Ετσι, κάποιοι ίσως έχουν μείνει ακόμα με την εντύπωση ότι είναι ένα «ήσυχο καλοκαίρι», όπως προ μηνών διαφημίστηκε.
Ομως, η πραγματικότητα είναι η ακριβώς αντίθετη. Οχι μόνον δεν είναι ήσυχο, αλλά, αντιθέτως, το θερμόμετρο εκτοξεύθηκε μετά την επίσκεψη Ερντογάν στα κατεχόμενα της Κύπρου. Τόσο, που όχι απλώς θορύβησε τη διεθνή κοινότητα οδηγώντας ακόμα και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να πάρει άμεσα θέση, αλλά, πιο σημαντικό, όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις να κάνουν το ίδιο.
Εκεί, υπήρξε περίπου ομόθυμη καταδίκη της τουρκικής στάσης. Με μία μεγάλη παραφωνία: αυτή της Γερμανίας. Που αν και χρησιμοποίησε, όπως πάντα, διπλή γλώσσα, επί της ουσίας έστειλε το μήνυμα «αφήστε ήσυχη την Τουρκία». Τώρα το ότι οι κινήσεις αυτές παραβιάζουν ωμά τον Καταστατικό Χάρτη και τις σχετικές αποφάσεις του ΟΗΕ, ότι επεκτείνουν την επί μισό αιώνα παράνομη κατοχή τμήματος χώρας – μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της ευρωζώνης, αλλά και το ότι προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των πάντων, όλα αυτά, δεν «συγκίνησαν» το Βερολίνο. Και σε αυτή την κλιμάκωση η Τουρκία βρήκε στη Γερμανία για μία ακόμα φορά έναν ισχυρό σύμμαχο. Που απονεύρωσε άμεσα κάθε δυνατότητα της Ευρώπης να αντιδράσει ως θα όφειλε και όπως πολλές χώρες της ήθελαν. Από αυτή την άποψη ο Ερντογάν κατήγαγε μία ακόμα νίκη.
Ομως όσο κι αν αυτό είναι πρόβλημα (ίσως περισσότερο για την ίδια την Ευρώπη και τη δήθεν υπερεθνική ολοκλήρωσή της παρά για την ίδια την Κύπρο), η νίκη δεν τού είναι αρκετή. Κάθε άλλο μάλιστα. Οταν τα πράγματα σκουρύνουν αληθινά, το τι κάνει η Γερμανία δεν θα έχει τόσο μεγάλη σημασία όσο άλλες χώρες, όπως, φυσικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γαλλία, ή και το Ισραήλ και, πιθανώς και η Ρωσία, που όμως παραδοσιακά κρατάει αποστάσεις ασφαλείας από τις εξελίξεις τόσο στα ελληνοτουρκικά όσο και στην Κύπρο.
Ολα αυτά έχουν φανεί ξεκάθαρα πολλές φορές. Και ιδίως στις μεγάλες κρίσεις άλλων τραγικών για τον ελληνισμό καλοκαιριών με τους Τούρκους: η Μικρασιατική Καταστροφή έγινε καλοκαίρι, όπως και ο Αττίλας το ίδιο – και τα Σεπτεμβριανά της Κωνσταντινούπολης μόλις λίγες ημέρες μετά το τέλος του. Αυτό είναι φυσικά απλώς μια σύμπτωση, δεν σημαίνει τίποτα. Εκείνο όμως που σημαίνει τα πάντα είναι το γεγονός ότι όλα εκείνα τα μοιραία καλοκαίρια, η στάση των πραγματικά σημαντικών Μεγάλων Δυνάμεων έναντι της Ελλάδας και της Τουρκίας βρισκόταν στον απόλυτο αντίποδα της σημερινής.
Και η Ελλάδα είχε ευθύνη γι’ αυτό. Εκανε το ένα βαρύ λάθος πάνω στο άλλο, χωρίς να κατανοεί και να υπολογίζει το διεθνές περιβάλλον, σε ένα ζήτημα που της ήταν αδύνατο να το δει στις πλήρεις και πραγματικές διαστάσεις του. Και τυφλωμένη από αυτή της την αδυναμία έκανε χωρίς να το αντιλαμβάνεται ουσιαστικά ότι μπορούσε για να σπρώξει την Τουρκία στην αγκαλιά των Μεγάλων Δυνάμεων και για να βρεθεί η ίδια στρατηγικά απέναντί τους. Δυστυχώς, τα κατάφερε μια χαρά.
Επίσης το ίδιο έκανε, για μεγάλο διάστημα, και...
η νεαρή Κυπριακή Δημοκρατία, που κάποτε ιστορικοί ηγέτες της είχαν φτάσει να τη χαρακτηρίσουν υπερήφανοι ως μία «Κούβα της Ευρώπης».
Ευτυχώς σήμερα όλα αυτά δεν υπάρχουν πια. Η πολιτικότητα του σχήματος Ελλάδα – Κύπρος – Τουρκία – Μεγάλες Δυνάμεις έχει, επιτέλους, αλλάξει εντελώς.
Αυτό δεν έγινε εύκολα. Ούτε γρήγορα. Και δεν θα είχε επιτευχθεί εάν ο Ερντογάν δεν είχε περιέλθει σε διαρκή κατάσταση νεοαυτοκρατορικής μεγαλομανίας, την οποία ευτυχώς και συντηρεί με τον πιο επίμονο τρόπο.
Η Τουρκία δεν είναι πια ο πολύτιμος σύμμαχος της Δύσης του Ψυχρού Πολέμου. Παραμένει μία χώρα που προσεγγίζεται με μεγάλη προσοχή, όμως, πλέον, με ακόμα μεγαλύτερη καχυποψία και με θεμέλιο την απόλυτη αναξιοπιστία της. Για τη Δύση δεν είναι πια λύση. Είναι πρόβλημα. Οξύ. Που συνεχώς μεγαλώνει. Και καθίσταται όλο και πιο επικίνδυνο.
Αυτό κάνει την κρίσιμη διαφορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου