Ό καιρός για την οριστική “διευθέτηση” του Κυπριακού διαφαίνεται εγγύς.
Το 2021 θα είναι το έτος του σύγχρονου Κυπριακού, μπορεί όχι των οριστικών εξελίξεων, αλλά σίγουρα των μεγάλων αποφάσεων περί αυτού. Και δεν ομιλώ περί …«επίλυσης», αλλά χρησιμοποιώ τον όρο «διευθέτηση», καθόσον «επίλυση» παρόμοιων μακρόχρονων και ιδιαίτερα πολυπαραγοντικών και γεωπολιτικώς κρίσιμων εκκρεμών ζητημάτων του διεθνούς συστήματος μπορεί και πρέπει να αφορά βιώσιμες και οριστικές λύσεις που επιφέρουν ηρεμία σε ένα λαό, διασφαλίζουν την ειρηνική συνύπαρξη με τις όμορες χώρες (και λαούς) και κυρίως του εξασφαλίζουν την απαιτούμενη βιώσιμη ασφάλεια ώστε να μπορέσει να διασφαλίσει τις ελάχιστες απαιτούμενες προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί με ειρήνη και ομαλότητα (εσωτερική και εξωτερική) και εντέλει να ευημερήσει.
Δυστυχώς, η διαφαινόμενη “διευθέτηση”, απότοκος του εγχειρήματος του “προταθέντος” αλλά, ευτυχώς, απορριφθέντος από τον κυπριακό Λαό, Σχεδίου Αννάν (2004), δεν προορίζεται από τους εμπνευστές της να λειτουργήσει ευεργετικά και κυρίως λυτρωτικά για ολόκληρο τον Κυπριακό λαό, δηλαδή και για τις επιμέρους μεγαλύτερες ή μικρότερες κοινότητές του.
Ο λαός της Κύπρου, μετά τη “διευθέτηση” που οσονούπω επέρχεται, θα βυθιστεί ακόμη περισσότερο, διαγράφοντας μια ακόμη σπείρα στη μακραίωνη γεωπολιτική ομηρία που μοιραία συνοδεύει τον πανέμορφο, αλλά τραγικό αυτό τόπο από τα βάθη της ιστορίας, καθόσον οι όροι της διαμορφώνονται από την εξαιρετικά – και διαχρονικά – κρίσιμη γεωγραφική του θέση. Μια γεωγραφική θέση που καλώς ή κακώς ευνόησε στοιχεία της ανάπτυξης και της ευημερίας του κυπριακού λαού, αλλά παράμεινε εξίσου διαχρονικά κρίσιμο εξισορρόπημα στον αέναο κύκλο δυναμικής γεωπολιτικής ανακατανομής ισχύος μεταξύ Υπερσυστημικών και περιφερειακών Πόλων Ισχύος για χιλιετηρίδες.
Στην παρούσα φάση, το σύγχρονο διακύβευμα του διεθνούς Συστήματος είναι η επαναχάραξη νέων δικτυακών Υποσυστημάτων ισχύος εμπεριεχόντων νέων – δημιουργουμένων οσημέραι – πρωτοβαθμίων και δευτεροβαθμίων διεθνών δρώντων σε νέα πλαίσια δυναμικών ισορροπιών. Κατά την νέα αυτή γεωστρατηγική δυναμική γενικού επανασχεδιασμού από την Ουάσιγκτον (του Λονδίνου σε ρόλο “μικρο-στρατηγικού” εξωευρωπαϊκού ρυθμιστού, του Βερολίνου σε εναγώνιο ρόλο ευρωπαϊκού ρυθμιστού αντιτιθέμενο με την αφυπνιζομένη Γαλλία), η Τουρκία αποτελεί ένα από τα πλέον κρίσιμα (περιφερειακά μεν, αλλά με παγκόσμιες προεκτάσεις) «ζητήματα» προς διευθέτηση, ειδικά για το Ευρωατλαντικό σκέλος του. Μια προσπάθεια που η νέα διακυβέρνηση Μπάιντεν – Χάρις φρόντισε να κάνει ευρέως και σαφέστατα γνωστό από τις πρώτες ημέρες.
Η σύγχρονη Τουρκία ως εθνοφυλετική και εθνοθρησκευτική οντότης “πρέπει” να επανεγγραφεί στο πλαίσιο του Ατλαντικού γεωπολιτικού συμπλόκου με όλες τις χαρακτηριστικές υπευθυνότητες και υποχρεώσεις της. Διαφορετικά θα “επανεξετασθεί” ως Μικρασιατικός Χώρος και θα εγγραφεί στον Aναχωματικό Ευρωατλαντικό Δακτύλιο κατατεμαχισμένη σε Νέες Εθνοκρατικές οντότητες, ταυτοτικώς προσδιορισθείσες από την Ουάσιγκτον. Οι επιδιωκομένη από τον κο Ερντογάν γεωστρατηγική τουρκική “επιτήδεια ουδετερότης” δεν αποτελεί σε καμμία περίπτωση επιλογή του κου Μπάϊντεν και των Δημοκρατικών στρατηγικών σχεδιαστών του.
Το Νέο Μεσογειακό Παλίμψηστο δεν θα εμπεριέχει τέτοιου είδους “κείμενον αρχών” το οποίον να ορίζει και ρωσσικούς γεωπολιτικούς παίκτες εις την Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Ξαναγράφεται στον 21ον αιώνα για να τους αποκλείσει ολοσχερώς.
Αναφέρομαι στο τετράγωνο της κρίσιμης περιοχής της Ανατολικής -Νοτιο-ανατολικής Ανατολίας (Τουρκία), της Βορειοδυτικής, Βορείου και Βορειο-ανατολικής Συρίας, και του Βορείου Ιράκ (ημιαυτόνομη κουρδική επαρχία του Β. Ιράκ) και του βορειοδυτικού Ιράν. Τη διευθέτηση δηλαδή του σύνθετου Κουρδικού και του κουρδο-Συριακού ζητήματος. Επίσης, και την ανάδυση του εθνοτικού ζητήματος του επι χρόνια διωκομένου και γενοκτονηθέντος Ασσυριακού έθνους, για το οποίο πρέπει να έχουν αρχίσει να ενδιαφέρονται εις την Ουάσιγκτον.
Στην Κύπρο όμως, η σθεναρή γερμανική και βρετανική στήριξη ενθαρρύνει την Τουρκία να απαιτεί ως μεγίστη απαίτηση τα “δύο ξεχωριστά κράτη” και ως ελαχίστη την “συνομοσπονδία” (η οποία θα “βαπτισθεί” Ομοσπονδία) δύο ανεξαρτήτων, κατά τα λοιπά, κρατών με “πολιτική ισότητα” την οποία η Άγκυρα έχει ερμηνεύσει ως “κυριαρχική ισότητα”.
Τί χαρά!: Δια του τρόπου αυτού οφελούνται όλοι οι συμπλέοντες! Τοιουτοτρόπως, οι Τουρκοι και οι Βρετανοί – ως μη μέλη της ΕΕ – θα δύνανται μέσω του χυλοειδούς αυτού “κυπριάζοντος” μορφώματος να τηλεκατευθύνουν όλες τις ευρωπαϊκές αποφάσεις που απαιτούν ομοφωνία στα αντίστοιχα θεσμικά ευρωπαϊκά όργανα όπως και οι γερμανοί το ίδιο. Και αυτό θα το επιτυγχάνουν πιέζοντες αναλόγως – μέσω και πάλιν του ιδίου χυλοειδούς μορφώματος – το σύνολο των Ευρωπαϊκών χωρών. Το “άνοιγμα” των Βαρωσίων και οι βερμπαλιστικές αντιδράσεις του ΣΑ/ΟΗΕ όπως και της ΕΕ καταδεικνύουν στην Τουρκία τα εκτενή όρια των εκνόμων φιλοδοξιών της. Η Αθήνα όμως και η Λευκωσία δεν αντιδρούν πρακτικώς και μάλιστα στον Τομέα της Σκληρής ισχύος, απευθυνόμενες προς την Γαλλία. Το επόμενο κείμενο του γράφοντος θα έχει ακριβώς αυτό για αντικείμενο.
Η Αθήνα δεν μπορεί να δεχθεί καμμία ανάλογη “ιφιγενοποίηση” της Κυπριακής Δημοκρατίας θεωρώντας ουτοπικώς ότι θα εξασφαλίσει δήθεν “ειρηνικές ελληνο-τουρκικές σχέσεις” είτε, έτι χειρότερον και ειδεχθέστερον, απλώς “ήρεμο θέρος”.
Η διαχείριση του θέματος από πλευράς (και) δημοσίας διπλωματίας.
Η Τουρκία δημιουργεί ένα υψηλότατο τείχος απαιτήσεων για να προκαλέσει την Ελληνική, Κυπριακή και διεθνή πλευρά. Όταν αυτό συμβεί και αφού η κατάστασις εκτραχυνθεί μεταξύ των ενδιαφερομένων πλευρών για την άρση της απαιτήσεως των “Δύο Κρατών” η Τουρκία, μετά από “έντονες παρεμβάσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ” θα… “υποχωρήσει” (!) εις την “λύσιν της συνομοσπονδίας δύο κρατών με κυριαρχική ισότητα” και θα φανεί ότι είναι “σώφρων” και “διαλλακτική” (!) και μάλιστα “σεβομένη την απαίτηση για διεθνή τάξη και ειρήνη (!)… έχοντας ταυτοχρόνως κυριολεκτικώς “καταπιεί” (με την συνέργεια του ΟΗΕ, της ΕΕ και του κυβερνητικού διπόλου Αθηνών και Λευκωσίας) τα διεθνή εγκλήματα της Εισβολής και της Κατοχής, της καταστροφής των χριστιανικών πολιτισμικών μνημείων, των αγνοουμένων, των βιασμών, του παράνομου εποικισμού, του σφετερισμού των ελληνικών περιουσιών, κτλ !
Φαίνεται ότι το κακόηθες, πρωτόγονο, ευτελές και εύηθες διπλωματικό αυτό παίγνιον της Τουρκίας, αρχίζει να “καταναλώνεται” από την Αθήνα εφόσον υπάρχουν χειροπιαστά δείγματα περί αυτού.
Παρατηρώ τις σχετικές δηλώσεις του έλληνος Πρωθυπουργού, οι οποίες και επιβεβαιώθησαν και με τη δέουσα λεπτομέρεια δια χειλέων του κου Ν. Δένδια, σε συνέντευξή του σε Αραβικό Μέσο Ενημερώσεως και μάλιστα στην αραβική διεθνή εφημερίδα «Asharq Al Aswat», εις το φύλο της, της 18ης Ιουλίου 2021 («Μήνυμα Δένδια σε Τουρκία: Δεν υπάρχει «λύση δύο κρατών» στην Κύπρο»)[1]. Εκεί, ο έλλην ΥΠΕΞ έκρινε σκόπιμο να απαντήσει στις τουρκικές μεθοδεύσεις που απορρέουν από τη γνωστή πρακτική του ανωτέρω περιγραφέντος τουρκικού «παζαριού». Η ρητή απόρριψη Δένδια της προτεινομένης (έστω και εμφανώς προσχηματικά, δεδομένου ότι μια τέτοια λύση αντίκειται κατά μείζονα λόγο στα γεωπολιτικά συμφέροντα της Τουρκίας, της Βρετανίας και των ΗΠΑ) λύσεως των δύο κρατών, στη πράξη δύναται να “οριοθετήσει” και την στάση της Αθήνας κατά την προϊούσα και ανορθολογικώς διεξαγομένη και άκαιρη διαπραγμάτευση -υπό τις παρούσες τουρκικές βάρβαρες- προκλήσεις για το Κυπριακό. Το μαξιμαλιστικό τουρκικό αίτημα (δηλ. τα δύο κράτη) μεν δεν συζητείται, αλλά (ή, μήπως, άρα) “δυνάμεθα να αποδεχθούμε την Ομοσπονδία (Συνομοσπονδία) δύο κρατών με πολιτική (βλ. “κυριαρχική”) ισότητα και να οδηγήσομε σε πλήρη ομηρία από την Τουρκία το σύνολο του κυπριακού Ελληνισμού, εάν εσείς στην Άγκυρα… προσποιηθείτε ότι… υποχωρείτε!”
Άλλωστε, σε επίπεδο «διορθωτικής» διαμόρφωσης της κοινής γνώμης και δημόσιου διαλόγου μπορούν να ενεργοποιηθούν σχετικά “πρόθυμα δίκτυα” με μεθοδεύσεις οι οποίες είναι ήδη μάλλον εμφανείς εδώ και καιρό, από συγκεκριμένα – γνωστά – Ιδρύματα/ΜΚΟ χρηματοδοτούμενα από πρεσβείες διεθνών δυνάμεων και διεθνείς “φιλανθρώπους” ή προσωπικότητες επηρεασμού/διαμόρφωσης της κοινής γνώμης (opinion leaders/makers) προσκείμενα εις τους ιδίους “κορβανάδες”, είτε σε επίπεδο πρακτικής, με τη δρομολόγηση καταστάσεων ή τετελεσμένων σε επιχειρησιακό, διπλωματικό, ή και επιχειρησιακό επίπεδο (π.χ. μείζονα ή ελάσσονα μεθοριακά επεισόδια, θέματα με τη μειονότητα, αναζωπύρωση των ήδη υφιστάμενων διμερών σημείων τριβής[2], όπως παραβάσεις, παραβιάσεις, ζητήματα Ε-Δ, αιτιάσεις περί της αποστρατικοποίησης αποκλειστικά ελληνικών νήσων του Αιγαίου, ναυτικά περιστατικά με αλιευτικά, εμπορικά ή πολεμικά πλοία[3], ναυτικές διεκδικήσεις στο ενεργειακό πεδίο, κλπ.), που προορίζονται να δημιουργήσουν ένα υπόβαθρο επιπρόσθετης πίεσης ή αντιπερισπασμού της κοινής γνώμης, ή και του κρατικού μηχανισμού ώστε να μην έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί απρόσκοπτα και να αποφασίζει ψύχραιμα περί των εξελίξεων ως προς το Κυπριακό. Η δε τουρκική πλευρά θα διασφαλίσει ότι θα επικοινωνήσει στον τουρκικό λαό τότε, και μόνον τότε, την πραγματική επιτυχία της τουρκικής διπλωματίας εξασφαλίζουσα δια το καθεστώς Ερντογάν, μια ανηφορική πορεία στους φθίνοντες μέχρι σήμερα, δημοσκοπικούς δείκτες.
Η επίσκεψη του Προέδρου της Τουρκίας Ρ.Τ. Ερντογάν στα κατεχόμενα της Κυπριακής Δημοκρατίας και οι δηλώσεις του για την περιοχή “ειδικού καθεστώτος” της Αμμοχώστου, όπως και η ευρύτερη πολυετής συστηματική πολιτική επιδιώξεων της Τουρκίας για εργαλειοποίηση των μειονοτικών ζητημάτων τόσο στην Κύπρο, όσο και στην Ελλάδα, εμφανίζει ανησυχητικό σημείο κορύφωσης και προκαλεί για την συνδυαστική μελέτη συναφών περιπτώσεων ενεργοποιήσεως μειονοτικών αξιώσεων (θεμιτών ή μη) στο γεωπολιτικό σύμπλοκο της Ευρώπης – Ανατολικής Μεσογείου.
Τούτο δε να εξετασθεί αφενός
1) για το Υποσύστημα της περιοχής μας, αλλά και
2) το ευρύτερο γεωπολιτικό Σύμπλοκο (Ευρώπη – Ανατ. Μεσόγειος – Εύξεινος Πόντος).
Πολλώ δε μάλλον είναι υποχρεωτικώς αναγκαία, κατά το μέτρο όπου θα απαιτηθεί η εν λόγω ανάλυση να αποτελέσει την απαιτουμένη βάση για την κατάρτιση μιας συγκεκριμένης γεωπολιτικής εκτιμήσεως αφορώσης την περίπτωση του Μεσογειακού Ελληνισμού, δηλαδή αφενός της μείζονος κρατικής συνιστώσας (της Ελληνικής Δημοκρατίας), αφετέρου της αντιστοίχου ελάσσονος (της Κυπριακής Δημοκρατίας), αλλά και των θεμελιωδών ταυτοτικών ανθρωπολογικών στοιχείων[4] δηλαδή των ταυτοτικώς ελληνικών (ελληνογενών ελληνοφώνων πληθυσμών όπως των κοινωνικών πληθυσμιακών ομάδων με αμιγή ή λανθάνουσα, πρωτογενή ή μη, εθνική ελληνική συνείδηση) που είτε ως «μειονότητες» (δηλαδή ως νομικώς αναγνωρισμένα διεθνή υποκείμενα)[5], είτε ως μειονοτικές ομάδες/πληθυσμοί (μη αναγνωρισμένες μεν ως νομικά διακρινόμενες εκ του γενικού πληθυσμού, αλλά ως διακριτές κοινωνικές ομάδες, που πληθυσμιακά είναι υποσύνολο του γενικού πληθυσμού του λαού ενός κράτους, με συγκεκριμένα διακριτά ταυτοτικά ανθρωπολογικά ή κοινωνικο-πολιτισμικά χαρακτηριστικά) κατοικούσες μονίμως εδώ και γενεές σε πολλές από τις χώρες της περιοχής αυτής.
Από τα ανωτέρω, συνάγονται τα ακόλουθα δύο μείζονα σημεία προσοχής της Ελλαδικής και Κυπριακής εξωτερικής πολιτικής:
(α) το ζήτημα της υποστηρίξεως τρίτων (κρατικών και μη κρατικών φορέων) επί του ζητήματος της αναγνωρίσεως, προσφέρει νομιμοποιητική υποστήριξη, ή και νομιμοποιεί άμεσα, αντίστοιχα αιτήματα ταυτοτικών μειονοτήτων υπαρχουσών σε πολλά κράτη του κόσμου και δη της εξεταζόμενης περιοχής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, η προβολή τους, αν αυτή καθοριστεί σε αντίστοιχη έκβαση με αυτή του Κοσόβου, να θέτει προφανή ζητήματα που θίγουν τη διεθνή τάξη και ασφάλεια. Μάλιστα, η ταυτόχρονη έγερση τους θα λειτουργήσει ενισχυτικά των όποιων αρνητικών επιπτώσεων εις βάρους των εμπεριεχόντων αυτές κρατών, και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να σταθμιστεί ιδιαίτερα από όσες δυνάμεις φιλοδοξούν να διατηρήσουν, ή και να αναλάβουν ρόλο ηγεμονικής δύναμης στα μελετώμενα σύμπλοκα.
(β) Ειδικά για την περίπτωση της Ελλάδας, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η θέση της στο ζήτημα της αναγνωρίσεως του Κοσόβου, τόσο σε άμεσο επίπεδο, όσο και έναντι τρίτων, θα πρέπει να σταθμιστεί με ιδιαίτερη σπουδή. Η Ελλάδα, ως μητροπολιτικό κρατικό υποκείμενο (εγγυήτρια δύναμις) του Μείζονος και Ελάσσονος ελληνισμού, πρέπει να λάβει υπόψη της τόσο τις αντιστοιχίες των συναφών με την υπόθεση του Κοσόβου ημέτερων μειονοτικών ζητημάτων, όσο και αντίστοιχων μειονοτικών ζητημάτων που εγείρουν συναφείς αιτιάσεις αυτονομήσεως (που ενδέχεται να οδηγήσουν ακόμη και σε ανεξαρτητοποίηση) άλλων κρατικών δρώντων του εγγύς ή και ευρύτερου διεθνούς συστήματος, με τις οποίες η Ελλάδα διατηρεί είτε σχέσεις σύμπλευσης και συνεργασίας (άμεσης ή έμμεσης), είτε σχέσεις ανταγωνιστικές ή και αντιπαλότητας, είτε και ουδέτερες σχέσεις.
Ως εκ τούτου...
και μόνη η επίκληση του Ευρωπαϊκού κεκτημένου στα Κράτη-μέλη των εν λόγω Οργανισμών, εξασφαλίζει αδιαμφισβητήτως και υπερτέρως κάθε άλλης επιμέρους μειονοτικής προστασίας την πλήρη και αδιάκριτη προστασία των δικαιωμάτων των μελών των μειονοτήτων από το κράτος «τους», αλλά ταυτοχρόνως θωρακίζει νομικώς (με όρους απολύτου νομικής στεγανότητας και πολιτικής αρτιότητας) το κράτος από κάθε έγερση αξιώσεων που συνοδεύονται (σχεδόν, αν όχι πάντα) με αμφιλεγόμενες ή …ύποπτες προοπτικές που δύνανται στο άμεσο ή απώτερο μέλλον να θίξουν την εθνική κυριαρχία του κράτους. Πέραν αυτών όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι θίγουν το αντίστοιχο δικαίωμα της άσκησης αυτοδιαθέσεως του υπόλοιπου πλειονοτικού τμήματος του Λαού της χώρας, καθόσον ενδεχόμενη απόσχιση τμήματος της επικράτειάς τους, θα τους αποστερεί από το συναφές αγαθό που συνδέεται με την προστασία της εθνικής ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας της χώρας τους. Εξέλιξη δηλαδή που είναι διττώς προβληματική από πλευράς Διεθνούς Δικαίου.
Κατόπιν λοιπόν όλων αυτών, για όλες αυτές τις περιπτώσεις, και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο γεωπολιτικός χρόνος αφορά εξελίξεις κατά το έτος 2021, και έχοντας κατά νου το βαθμό εξελίξεως του νομικού μας πολιτισμού, όπως αυτός διαμορφώνεται και διασφαλίζεται από τους συναφείς πολιτικούς και νομικούς Ευρωπαϊκούς θεσμούς, η λύση που σαφώς προκρίνεται για την αντιμετώπιση κάθε μειονοτικού ζητήματος στο χώρο της ΕΕ και του ΣοΕ είναι η πιστή και απαρέγκλιτη εφαρμογή του Ευρωπαϊκού κεκτημένου. Έτσι, κάθε μειονότητα ή κοινότητα θα έχει τα μέλη της προστατευμένα, όπως ακριβώς και οι υπόλοιποι πολίτες του κράτους ή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, αλλά και τα ίδια τα κράτη θα νιώθουν την άνεση να παρέχουν σε όλους τους πολίτες τους την προστασία που τους αρμόζει χωρίς να θεωρούν ότι αυτή συνιστά κίνδυνο, ή εν δυνάμει κίνδυνο, και μάλιστα υπαρξιακό, τουτέστιν για την ασφάλειά τους και την ασφάλεια των υπόλοιπων πολιτών τους.
Όλα τα άλλα είναι φτηνά φληναφήματα και μάλιστα εκ του πονηρού…. Εκ του πολύ πονηρού….
[2] Βλέπε ενδεικτικά την απόφαση της Άγκυρας, της 6ης Οκτωβρίου 2020, να «ανοίξει» την ακτογραμμή στην κατεχόμενη περιοχή της Αμμοχώστου.
[3] Ενδεικτικό το περιστατικό των προειδοποιητικών βολών από τουρκική ακταιωρό σε σκάφος του κυπριακού Λιμενικού της, που έλαβε χώρα στα ανοιχτά του Κάτω Πύργου Τηλλυρίας, στα βορειοδυτικά της Κύπρου. Βλ. Βασίλης Νέδος, «Επεισόδιο στην Κύπρο πριν τη φιέστα Ερντογάν: Προειδοποιητικές βολές από τουρκική ακταιωρό σε σκάφος του κυπριακού Λιμενικού» Καθημερινή, 17/07/2021 (https://www.kathimerini.gr/politics/561436648/epeisodio-stin-kypro-prin-ti-fiesta-erntogan/).
[4] Βλέπε τη σχετική ανθρωπολογική γεωπολιτική παράμετρο του συναφούς πρωτογενούς γεωγραφικού «ανθρωποχώρου».
[5] Ο (προσδι)ορισμός του όρου αντλείται από την επιστημονική σκοπιά του Διεθνούς Δικαίου.
[6] https://www.icj-cij.org/public/files/case-related/141/141-20100722-ADV-01-00-FR.pdf.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου