"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΠΛΗΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Τι διαβάζει το παιδί;


 Του ΚΩΣΤΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ

Ανήκω σε μια γενιά που μεγάλωσε στην επαρχία σε δύσκολους καιρούς, ως έφηβος που επιζητούσε, όπως και πολλοί συνομήλικοί μου, γνώση. Για πολλούς από μας, παιδιά υπαλλήλων ή τεχνητών ή μικροεμπόρων δεν υπήρχε άλλη προοπτική ζωής και επιβίωσης από το δίλημμα, ή να ακολουθήσουμε τη δουλειά του πατέρα μας ή να σπουδάσουμε μιαν επιστήμη. Πολλοί αξιόλογοι συμμαθητές μου ακολούθησαν το πατρικό επάγγελμα, κυρίως τα παιδιά εμπόρων ή μεταπρατών. Αυτονόητα τα παιδιά γιατρών, δικηγόρων, μηχανικών, φαρμακοποιών, εκπαιδευτικών (όπως κι εγώ) φιλοδοξούσαμε να σπουδάσουμε, είτε για να διαδεχτούμε τον πατέρα μας σε ένα γραφείο, ιατρείο ή εργαστήριο, είτε να επιλέξουμε άλλον επιστημονικό κλάδο που θα μπορούσε να καλύψει επιστημονικά κενά στην πόλη μας ή σε γειτονικές κωμοπόλεις ή ακόμη και σε κοντινά χωριά.

Θυμάμαι ότι κάποιοι συμμαθητές μου έγιναν νομικοί για να εξελιχθούν, είτε σε δικαστές, είτε σε συμβολαιογράφους. Στις αρχές του ’50, μετά τη λήξη του Εμφυλίου και την αμερικανική οικονομική βοήθεια οργίασε η οικοδομή και το εισαγωγικό εμπόριο, χρυσές δουλειές για τους συμβολαιογράφους που, συχνά, έχοντας έδρα την πρωτεύουσα του νομού, διατηρούσαν και γραφείο με υπάλληλο και στις γύρω κωμοπόλεις, ώστε να καλύπτουν τις συμβολαιογραφικές υπηρεσίες σε μια κοινωνία που αναπτυσσόταν γοργά και, βέβαια, άτσαλα.

Στην ελληνική επαρχία, εκείνα τα χρόνια του ’50 και του ’60, εκτός από την κρατική ραδιοφωνία, δεν υπήρχε περίπτωση ένας νέος, φανατικός για γράμματα, να δει θέατρο, να μελετήσει σε μουσεία, να επισκεφθεί εκθέσεις ζωγραφικής, να σπουδάσει χορό ή θέατρο. Μόνο μέσα από τις αξέχαστες, μορφωτικές εκπομπές του ραδιοφώνου. Απ’ αυτή την άποψη ήταν μια τυχερή γενιά, όσοι από αυτήν είχαν ανακαλύψει τις εκπομπές για το βιβλίο, το θέατρο, τη φιλοσοφία, την ιστορία. Θυμίζω ότι στις διευθυντικές θέσεις του μοναδικού, κρατικού ραδιοφώνου πρόσφεραν τη σοφία και τα γούστα τους ο Αλέξης Σολομός, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Νίκος Γκάτσος, ο Ντίμης Αποστολόπουλος (φιλοσοφία), ο Ανδρέας Καραντώνης (βιβλίο) και ο Αχιλλέας Μαμάκης (θεατρική ενημέρωση). Ενα κανονικό λαϊκό Πανεπιστήμιο που μας γαλούχησε.
 

Επίσης, κάθε βράδυ, γύρω στις 11, και ο κρατικός σταθμός και αυτός των Ενόπλων Δυνάμεων μετέδιδε, με αναγνώστες σπουδαίους ηθοποιούς (Παξινού, Κωτσόπουλος, Παρασκευάς, Κατσέλη, Αρώνη κ.ά.) λογοτεχνικές σελίδες από τον Ροΐδη, τον Βιζυηνό και τον Παπαδιαμάντη ως τον Τερζάκη και τον Βενέζη. Μορφωθήκαμε ως έφηβοι, κρεμασμένοι στο ράδιο, από τη «Φόνισσα», το «Αμάρτημα της μητρός μου», την «Πάπισσα Ιωάννα», τους «Μαυρόλυκους» του Πετσάλη και τη «Μεγάλη Χίμαιρα» του Καραγάτση.

Στο μοναδικό βιβλιοχαρτοπωλείο της πόλης μας έρχονταν, συνήθως, ένα ή δύο αντίτυπα από τα βιβλία των λίγων τότε, αλλά ιστορικών εκδοτικών οίκων. Ετσι στις βιτρίνες εκτίθεντο Ντοστογιέφσκι, Μπαλζάκ, Πιραντέλο, Στάινμπεκ και θεατρικά του Σαίξπηρ (στη μετάφραση του Ρώτα) και Ιψεν (σε μετάφραση Λ. Κουκούλα), αλλά και Χάμσουν (στις έξοχες μεταφράσεις του Δασκαλάκη). Το έχω κι άλλες φορές γράψει το έξοχο…. τραύμα της εποχής, να αγοράζουμε με συμμαθητές, φανατικούς για λογοτεχνία, ρεφενέ τον «Ηλίθιο», λ.χ., του Ντοστογιέφσκι και, από τη μανία για ανάγνωση, να διαλύουμε το βιβλίο και να μοιραζόμαστε δεκαεξασέλιδα! 

Αλλά και οι σοβαρές, όπως χαρακτηρίζονταν τότε, εφημερίδες φιλοξενούσαν σε τακτικές στήλες επιφυλλίδες του Παπανούτσου, του Τσάτσου, του Τερζάκη, του Μελά, του Ανδρόνικου, του Δημαρά.

Οταν τελειώσαμε το Λύκειο και πολλοί συμμαθητές εγγραφήκαμε, ύστερα από αυστηρές τότε εξετάσεις, στα δύο τότε Πανεπιστήμια, και στο Πάντειο και στην Ανωτάτη Εμπορική, είμαστε θεμελιωδώς ενήμεροι για την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, την αμερικανική και, ιδιαιτέρως, την πεζογραφία και την ποίηση. Δεν υπήρχε, θυμάμαι, συμπολίτης μου φοιτητής του Πολυτεχνείου ή των Οικονομικών ή των Πολιτικών Επιστημών να μην έχει διαβάσει δύο ή τρία μυθιστορήματα του Νίκου Καζαντζάκη, τη «Γαλήνη» του Βενέζη, την «Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ» του Τερζάκη, τον «Γιούγκερμαν» του Καραγάτση και να μην έχει ανατρέξει συχνά στην «Ανθολογία Ποίησης» του Ρένου Αποστολίδη.

Μαθητές ακόμη, τουλάχιστον δέκα που αργότερα σπουδάσαμε, άλλος Αρχιτεκτονική, άλλος Φυσική, άλλος Οικονομικά και άλλος Φιλολογία, να μαζευόμαστε σε ένα δασάκι της πόλης μας και να διαβάζουμε φωναχτά Αναγνωστάκη, Καρούζο, Κακναβάτο, Θέμελη, Λειβαδίτη, Ρίτσο, Παπαδίτσα, Σαχτούρη, Φραγκόπουλο, Κατσαρό από την «Ανθολογία» των Γεωργούδη – Γεννατά.

 Κάντε ένα τεστ σήμερα, οι αναγνώστες μου μαθητές Λυκείου και ρωτήστε...

 

 τους νέους φιλολόγους σας να δείτε πόσοι έχουν διαβάσει έστω και έναν από τους ποιητές αυτούς.

Οταν βραβεύτηκε ο Σεφέρης με το Νομπέλ δίδασκα σε ιδιωτικό σχολείο στου Ζωγράφου και ο αφελής μπήκα στην τάξη με τα «Απαντα» του Σεφέρη να διαβάσω στους εφήβους των 17 ετών τον «Βασιλιά της Ασίνης» (ψωμοτύρι στα χρόνια μας). Εβαλαν τα γέλια και κάγχασαν οι μαθητές μου. 

Παραιτήθηκα την άλλη ώρα.



Δεν υπάρχουν σχόλια: