ΕΜΦΥΛΙΟΣ - ΙΣΤΟΡΙΚΑ: Τα αναπάντητα ερωτήματα του Ελληνικού Εμφυλίου Η τελευταία πράξη στο Γράμμο, το κομβικό 1948 και γιατί η 29η Αυγούστου δεν έγινε ποτέ επίσημη αργία, δεν έγινε ποτέ εθνική επέτειος
Γράφει το EMO TEAM
Οι μάχες στους ορεινούς όγκους του Γράμμου και του Βίτσι τον Αύγουστο του 1949 ήταν η τελευταία πράξη στο δράμα του εμφυλίου πολέμου που σπάραζε την Ελλάδα από τις αρχές του 1946 και που ο σπόρος του είχε φυτευτεί τον Δεκέμβριο του 1944 ή ακόμη και το 1943 μέσα στην Κατοχή.
Ο Ελληνικός Εμφύλιος θεωρείται παγκοσμίως από τους ιστορικούς, ως η πρώτη πράξη του Ψυχρού πολέμου που ακολούθησε και διήρκησε μισό αιώνα.
Σημείο έναρξης του θεωρήθηκε εκ των υστέρων η επίθεση των πρώην ανταρτών του ΕΛΑΣ υπό τον Αλέξη Ρόσιο, στον Σταθμό Χωροφυλακής Λιτοχώρου Πιερίας την νύχτα της 30ης Μαρτίου 1946, ήτοι την παραμονή των Εθνικών Εκλογών, στις οποίες το ΚΚΕ είχε επιλέξει την «ΑΠΟΧΗ».
Σύμφωνα με κάποιους άλλους ιστορικούς, ο Εμφύλιος του 1946-49, είναι στην πραγματικότητα ο «τρίτος γύρος», η τρίτη φάση του Εμφυλίου Πολέμου που ξεκίνησε στα χρόνια της κατοχής, με τις ένοπλες συγκρούσεις των αντιστασιακών οργανώσεων, που «κονταροχτυπήθηκαν» για την μεταπολεμική επικράτηση στην εξουσία του ελληνικού κράτους.
Το τέλος του 1947 βρήκε την Ελλάδα στο μέσον του Εμφυλίου Πολέμου. Είχαν προηγηθεί στη διάρκεια της άνοιξης του ίδιου έτους η «μεταβίβαση» της Ελλάδας από τη βρετανική στην αμερικανική σφαίρα επιρροής μετά την εξαγγελία του δόγματος του Αμερικανού προέδρου Χάρι Τρούμαν για την παραχώρηση οικονομικής βοήθειας σε Ελλάδα και Τουρκία, αλλά και οι σκληρές ένοπλες αναμετρήσεις ανάμεσα στη νόμιμη κυβέρνηση και τον στρατό των ανταρτών.
Ο ΔΣΕ είχε αποφασίσει στις 12 Σεπτεμβρίου στο πλαίσιο της 3ης Ολομέλειας, την υλοποίηση του στρατιωτικού επιχειρησιακού σχεδίου «Λίμνες», που προέβλεπε τη δημιουργία τακτικού στρατού προσδοκώμενης δύναμης 50.000-60.000 ανδρών σε μια προσπάθεια ολοκληρωτικής αντιπαράθεσης. Μπαίνοντας στο 1948, ήταν δεδομένο ότι το σχέδιο αυτό επρόκειτο να δοκιμαστεί και να κριθεί στην πράξη.
Η αποτίμηση των εξελίξεων κατά τη διάρκεια του κομβικού έτους 1948 γίνεται σε τρία διαφορετικά επίπεδα:
Το πρώτο, το αμιγώς στρατιωτικό αναφέρεται στη συνέχιση και την επέκταση των στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Το δεύτερο σχετίζεται με τη μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση της περιόδου, τη μαζική μετακίνηση παιδιών από το ΚΚΕ στις Ανατολικές Χώρες,
Το τρίτο επικεντρώνεται στις διεθνείς διαστάσεις του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου.
Όσον αφορά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, το βασικό τους στοιχείο υπήρξε η γενίκευση των συγκρούσεων και η επέκτασή τους σε ολόκληρη σχεδόν την ηπειρωτική Ελλάδα. «Οι μικρές πινέζες που έδειχναν τις θέσεις των ανταρτών στους επιχειρησιακούς χάρτες του στρατού σχημάτιζαν συμπαγείς μαύρες εκτάσεις», παρατηρούσε ο Βρετανός Geoffrey Chandler που υπηρέτησε στην Ελλάδα ως μέλος της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής.
Ωστόσο, φαίνεται πως καμία από τις δύο πλευρές, ούτε ο Εθνικός Στρατός, δεν διέθετε το στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου, γεγονός που τους υποχρέωνε σε καταδρομικές, κατά βάση, ενέργειες.
Μοιραία οι δύο πλευρές σημείωναν επιτυχίες και αποτυχίες, ενώ οι απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο.
Αποφασιστική για τις εξελίξεις υπήρξε η άφιξη των Αμερικανών και το σχέδιο αναδιοργάνωσης του Εθνικού Στρατού, υπό την ηγεσία του Αμερικανού στρατηγού James van Fleet, το οποίο άρχισε σταδιακά να αποδίδει καρπούς, με αιχμή του δόρατος τις νεοσυσταθείσες Μοίρες Ορεινών Καταδρομών αλλά και την ενίσχυση των δυνάμεων της Εθνοφρουράς.
Στην άλλη πλευρά, η αναδιοργάνωση των ανταρτικών μονάδων σε καθαρά στρατιωτικά πρότυπα συναντούσε δυσκολίες, τόσο λόγω της δυστοκίας εύρεσης πεπειραμένων στρατιωτικών στελεχών όσο και λόγω προβλημάτων στις επικοινωνίες ανάμεσα στις κατά τόπους μονάδες.
Από τις ένοπλες συγκρούσεις αξίζει κανείς να αναφερθεί στον βομβαρδισμό από τους αντάρτες της Θεσσαλονίκης στις 10 Φεβρουαρίου, που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο ενός Βρετανού στρατιώτη, αλλά με ελάχιστες υλικές ζημιές και στην αποτυχημένη επιχείρηση του Εθνικού Στρατού στο όρος Μουργκάνα λίγο αργότερα.
Την άνοιξη του 1948, στο πλαίσιο της επιχείρησης «Χαραυγή», ξεκίνησαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού στην περιοχή της Ρούμελης, ωστόσο οι αντάρτες διέφυγαν προς την περιοχή των Αγράφων.
Το καλοκαίρι του ίδιου έτους το σκηνικό μεταφέρθηκε στο Γράμμο (σχέδιο «Κορωνίς»), όπου αρχικά οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού εγκλωβίστηκαν, αλλά τελικά διέφυγαν περνώντας παράτολμα προς το Βίτσι, ενώ λίγο αργότερα επανακατέλαβαν τις αρχικές τους θέσεις.
Ήταν μια επιτελική αποτυχία του Εθνικού Στρατού, που οδήγησε σε αλλαγές στα ανώτατα κλιμάκια της στρατιωτικής ηγεσίας και την τοποθέτηση του Αλέξανδρου Παπάγου στη θέση του Αρχηγού του ΓΕΣ στις αρχές του επομένου έτους. Τέλος, στο πολιτικό επίπεδο πρέπει να αναφερθεί η δολοφονία, την 1η Μαΐου, στο κέντρο της Αθήνας του υπουργού Δικαιοσύνης Χρήστου Λαδά.
Το επόμενο έτος, οι συνθήκες έχουν αλλάξει, οι συσχετισμοί είναι σαφώς υπέρ του Εθνικού Στρατού και στις 29 Αυγούστου του 1949, το πολεμικό σκέλος του Εμφυλίου φτάνει στο τέλος του, όταν και το οχυρό του Γράμμου «πέφτει» στις δυνάμεις του Εθνικού Στρατού από τους αντάρτες του ΔΣΕ που το υπερασπίζονται.
Η κύρια επιχείρηση ξεκίνησε στις 10 Αυγούστου και ονομάστηκε «Πυρσός Β’». Ο κυβερνητικός στρατός υπερίσχυε σε δυνάμεις και μέσα σε έξι μόλις ημέρες κατάφερε να καταλάβει το Βίτσι. Οι αντάρτες διέφυγαν -για ακόμη μία φορά- προς τον Γράμμο, όπου ο στρατός επιτέθηκε στις 25 Αυγούστου. Η αντίσταση κάμφθηκε στις 29 Αυγούστου μετά από σφοδρό βομβαρδισμό, στον οποίο χρησιμοποιήθηκαν και βόμβες «Ναπάλμ».
Στις 15 Οκτωβρίου η εξόριστη «Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση» των ανταρτών έδωσε τέλος στις εχθροπραξίες με την ακόλουθη ανακοίνωση, που μεταδόθηκε σε ραδιοφωνικό σταθμό του Βουκουρεστίου:
«Ο ΔΣΕ δεν κατέθεσε τα όπλα, μονάχα τα έθεσε παρά πόδα. Υποχώρησε μπροστά στην τεράστια υλική υπεροχή που συγκέντρωσαν οι ξένοι καταχτητές ενισχυμένοι απ’ την τιτοϊκή αποστασία και προδοσία που τον χτύπησε πισώπλατα. Μα ο ΔΣΕ δεν λύγισε και δεν συντρίφτηκε. Παραμένει ισχυρός με ακέραιες τις δυνάμεις του. Σταμάτησε την αιματοχυσία για να σώσει την Ελλάδα από την ολοκληρωτική εκμηδένιση και τα συμφέροντα του τόπου τα έβαλε πάνω απ’ όλα. Οι δυνάμεις μας στο Βίτσι και το Γράμμο σταμάτησαν τον πόλεμο για να διευκολύνουν την ειρήνευση στην Ελλάδα. Αυτό δεν σημαίνει συνθηκολόγηση. Σημαίνει απόλυτη προσήλωση στο συμφέρον της πατρίδας, που δε θέλαμε να δούμε ολοκληρωτικά κατεστραμμένη. Η μαύρη περίοδος του εμφύλιου τερματίζεται και οι ηττημένοι περνάνε από στρατοδικεία, οι φυλακές γεμίζουν με χιλιάδες φυλακισμένους και οι μαζικές εξορίες ξεκινούν».
Ο Εθνικός Στρατός πανηγυρίζει για τη νίκη του και το επιτακτικό ζήτημα για την πολιτική ηγεσία της χώρας γίνεται η «επόμενη μέρα”.
Όμως μελετώντας κανείς τα ιστορικά γεγονότα, από όλες τις πλευρές, τις μαρτυρίες και τις «κλίσεις» των συγγραφέων, έρχεται αντιμέτωπος με πολλά βασικά, πολλές φορές και στοιχειώδη ερωτήματα, στα οποία δεν έχει δοθεί ως σήμερα πειστική ή ορσιτική απάντηση, κάποια εκ των οποίων παραθέτουμε ενδεικτικά:
-Το ΚΚΕ επέλεξε την ένοπλη σύγκρουση ή παρασύρθηκε σε αυτήν και μάλιστα τρεις φορές;
-Ποιος ήταν ο πραγματικός ρόλος του Γεωργίου Παπανδρέου και ποιος ο ρόλος των Γιουγκοσλάβων πριν την έναρξη των Δεκεμβριανών;
-Γιατί ο Ζαχαριάδης το 1945 έφτασε εσπευσμένα στην Ελλάδα μετά τη νίκη των συμμάχων και μάλιστα με πτήση της RAF;
-Πόση και ποια ήταν τελικά η υλική βοήθεια του ανατολικού μπλοκ προς τον ΔΣΕ;
-Πως κατάφεραν να διαφύγουν η ηγεσία μαζί με χιλιάδες μαχητές του ΔΣΕ από το Γράμμο προς την Αλβανία και από εκεί στις λοιπές σοσιαλιστικές χώρες, από τη στιγμή που η υπεροχή του Εθνικού Στρατού στην τελευταία φάση του πολέμου ήταν κολοσσιαία και οι δυνάμεις του χρησιμοποιούσαν και το αλβανικό έδαφος στις επιχειρήσεις τους;
-Γιατί ο Ζαχαριάδης επέλεξε να θέσει τα όπλα «πάρα πόδα» και να μην τερματίσει οριστικά και αμετάκλητα την περίοδο των εχθροπραξιών;
Κι αν σε αυτά τα ερωτήματα μπορεί να δοθεί η μία ή η άλλη απάντηση, υπάρχουν κι άλλα, που όντας υποθετικά, θα παραμείνουν για πάντα ερωτηματικά. Παραδείγματος χάριν:
-Θα μπορούσε να είναι διαφορετική η εξέλιξη των Δεκεμβριανών ή/και του εμφυλίου με τον Άρη Βελουχιώτη επικεφαλής των ανταρτών;
-Ποια θα ήταν η συνολική οικονομική και κοινωνική κατάσταση στη μεταπολεμική Ελλάδα αν οι πολιτικές δυνάμεις επέλεγαν την πολιτική και όχι τη στρατιωτική αντιπαράθεση;
Η μετεμφυλιακή περίοδος άρχισε με τη διατύπωση του αιτήματος της λήθης, της οριστικής, δηλαδή, τοποθέτησης του διχαστικού εμφυλίου πολέμου στο παρελθόν, παράλληλα με τη λήθη στις βιαιότητες, αγριότητες και ωμότητες που έλαβαν χώρα, οι οποίες είναι αλήθεια πως ξεπέρασαν κάθε αρρωστημένη φαντασία.
Οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι, η Δεξιά και η Αριστερά, σχεδόν ταυτόχρονα εντάσσουν στον πολιτικό τους λόγο τη «λήθη» ως στρατηγική και ως πρόταγμα. Η μνημόνευση των διαιρέσεων, έστω και σε επίπεδο ρητορικής, εκείνη τη χρονική στιγμή δεν θα προσέφερε καμία απολύτως υπηρεσία ούτε στους νικητές ούτε στους ηττημένους. Αντίθετα, θα δυναμίτιζε την προσπάθεια της χώρας να επουλώσει τις πληγές της και να ανασυγκροτηθεί.
Ούτε η Δεξιά ούτε η Αριστερά, αντίθετα ίσως με ό,τι πιστεύουμε, θέλησαν να συγκροτήσουν εκείνα τα χρόνια τον πολιτικό τους λόγο με άξονα τη διαίρεση της κοινωνίας. Αντίθετα, νικητές και ηττημένοι, αμέσως μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, αναζήτησαν στο παρελθόν γεγονότα, πρότυπα και σύμβολα, των οποίων η υπενθύμιση θα μπορούσε να λειτουργήσει στο τότε παρόν ενωτικά και όχι διαιρετικά.
Για τη Δεξιά, μετά τις εκλογές του 1952 και τη συντριπτική νίκη του Ελληνικού Συναγερμού (Ε.Σ.), το σύνθημα «λήθη στο παρελθόν» αποδείχθηκε σοφή πολιτική επιλογή. Ο Α. Παπάγος παρουσιάστηκε ως «ειρηνοποιός», γεγονός που επέτρεψε στον Ε.Σ. να διευρύνει την επιρροή του στο εκλογικό σώμα και ταυτόχρονα προσέδωσε περισσότερο κύρος στην πολιτική του.
Για την Αριστερά, η διατύπωση του αιτήματος της «λήθης» από το ΚΚΕ την άνοιξη του 1951 αποτελεί το εισιτήριο για την επανεγγραφή των αριστερών στην πολιτική ζωή της χώρας. Η εγκατάλειψη της εμφυλιοπολεμικής ρητορικής ήταν απαραίτητη προκειμένου να εδραιώσει η ΕΔΑ την κοινοβουλευτική της παρουσία. Επιπλέον, στο εσωτερικό της παράταξης, η προτροπή της ηγεσίας του ΚΚΕ «να ξεχάσουν όλοι τις παλιές αντιπαραθέσεις», αφού πρέπει να εργαστούν για τον ίδιο σκοπό, στόχευε να αμβλύνει τις αντιθέσεις με τη μη κομμουνιστική Αριστερά και να ενδυναμώσει την ΕΔΑ. Για τον χώρο του Κέντρου, τέλος, οι διαιρέσεις του παρελθόντος αποτελούσαν πάντοτε ένα επικίνδυνο παρελθόν. Η παράταξη, βέβαια, είχε δημιουργηθεί εξαιτίας της ρήξης μεταξύ της Αριστεράς και της Δεξιάς, αλλά η ύπαρξη και η ενδυνάμωσή της προϋπέθεταν την υπέρβασή της.
Στον λόγο του Ελληνικού Συναγερμού, ήδη από την προεκλογική περίοδο του 1951, η επίκληση του εμφυλίου πολέμου αποφεύγεται. Αντικαθίσταται από την υπόσχεση για ένα καλύτερο και ειρηνικό μέλλον.
Επίσης, από το 1952 και μετά, ο εορτασμός της 29ης Αυγούστου αν και συνεχίζεται δεν προβάλλεται με την ίδια έμφαση από τον Τύπο, ενώ έκτοτε κάθε χρόνο όλο και λιγότεροι εκπρόσωποι της κυβέρνησης παρίστανται στις εκδηλώσεις.
Άλλωστε η 29η Αυγούστου δεν έγινε ποτέ επίσημη αργία, δεν έγινε εθνική επέτειος. Ο εμφύλιος πόλεμος, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, έγινε ένα θέμα ταμπού για την ελληνική κοινωνία.
Ακόμη και οι απλοί άνθρωποι -με σημαντική όμως ανάμειξη στα ιστορικά γεγονότα της εποχής- απέφευγαν να αναφερθούν σε αυτά.
Παρόλο που οι διαιρέσεις που κληροδότησε ο εμφύλιος καθόρισαν την ελληνική πολιτική ζωή τουλάχιστον μέχρι το 1974, καμία πολιτική δύναμη δεν θέλησε να ταυτιστεί με τις αρνητικές και διαιρετικές συμπαραδηλώσεις που προκαλούσε η υπενθύμισή του.
Στους εμφυλίους δεν υπάρχουν –λένε- νικητές. Αν αναλογισθεί κανείς ότι ίσως χρειάζονται ακόμη μερικές δεκαετίες για να τερματιστούν οι έμμεσες συνέπειές του για τη χώρα, μάλλον δεν έχουν άδικο.
Ετικέτες
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ,
ΕΜΦΥΛΙΟΣ,
ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου