Όταν η δημιουργική διαδικασία ολοκληρώνεται και η τέχνη αρχίζει πια να μοιράζεται ως προϊόν, ανοίγει για τον καλλιτέχνη ένα ισχυρό κανάλι επικοινωνίας με τους αποδέκτες της. Η τέχνη δεν είναι πια μοναχική εργασία μέσα σ’ ένα δωμάτιο, αλλά κοινωνικοποιείται, εξελίσσεται σε κτήμα των πολλών. Αν το προϊόν είναι επιδραστικό, ο θαυμασμός του κοινού για την τέχνη αντανακλαστικά μεταβιβάζεται και στο πρόσωπο που την παράγει. Και κάπως έτσι, ο καλλιτέχνης βρίσκεται μπροστά σε έναν μεγάλο πειρασμό.
Στην Ελλάδα, παρά τη δεξιίζουσα μικροαστική κουλτούρα που ενυπάρχει σε πολλά σπίτια και ορίζει ήθη και έθιμα, η τέχνη κατά το πλείστον υπάγεται στον έλεγχο και την κρίση της αριστεράς. Η συνάφεια είναι εύλογη, γιατί η ελευθερία πνεύματος που προϋποθέτει και συνεπάγεται η δημιουργία, ταιριάζει περισσότερο με την επαναστατική θεώρηση της αριστεράς παρά με τον μουσειακό συντηρητισμό της δεξιάς. Αυτή όμως είναι μία θεωρητική συνθήκη, που αν κάποτε ίσχυε, στο ψηφιακό και παγκοσμιοποιημένο 2020 είναι πια εντελώς παρωχημένη.
Για να θεωρηθεί κάποιος καλός συγγραφέας, δεν αρκεί να είναι πράγματι καλός (όσο υποκειμενικό κι αν είναι κάτι τέτοιο). Θα πρέπει να έχουν ασχοληθεί μαζί του συγκεκριμένοι κύκλοι (ακαδημαϊκοί και δημοσιογραφικοί), να έχει περάσει τις δοκιμασίες τους και να έχει συμπληρώσει τα αξιακά κουτάκια τους υφολογικά και θεματολογικά. Πληρώντας αυτές τις προδιαγραφές, ξαφνικά αρχίζει να αναγνωρίζεται από εφημερίδες, περιοδικά, βιβλιοπωλεία κι ένα ανεπίσημο συντεχνιακό word of mouth ως σημαντικός, κι ας είναι ανυπόφορος.
Όπως ακριβώς οι λαϊκοί καλλιτέχνες, από μπουζουξήδες μέχρι κωμικούς της πλάκας, επικαλούνται θρησκείες και πατρίδες για να έχουν με το μέρος τους το λαϊκό αίσθημα που πληρώνει τα γαρύφαλλα και τα φτηνά τους αστεία, όπως διάφοροι πολιτικοί συνδέονται με ποδοσφαιρικές ομάδες υπαρξιακά για να χτίσουν εκλογική βάση στο οπαδιλίκι, έτσι και οι “σοβαρότεροι” καλλιτέχνες προσφεύγουν στο δικό τους απάγκιο για εξασφάλιση προστασίας και άντληση αξίας. Στην αριστερά ως παράδοση, αντίληψη, πολιτική, ταυτότητα και πόλο συσπείρωσης.
Δεν εξεπλάγην όταν διάβασα την μπανάλ επίθεση του κατά τ’ άλλα συμπαθούς Φοίβου Δεληβοριά στον φουκαρά Άδωνι Γεωργιάδη, ένα άτομο τόσο επιρρεπές στην αυτογελοιοποίηση, που το να του επιτίθεσαι μοιάζει περισσότερο με εύκολη πόζα παρά με άποψη. Ο καλλιτέχνης είχε άλλωστε δείξει την αγωνία του να βρίσκεται στην επικοινωνιακώς συμφέρουσα πλευρά των δημόσιων συσχετισμών λίγους μήνες πριν, όταν μετά από συνάντηση με τον Μητσοτάκη διαχώρισε τη θέση του από το βίντεο που κατέγραψε τη συνάντηση αυτή. Ούτε με ξαφνιάζουν, φυσικά, οι υστερίες του Κραουνάκη στα διαλείμματα από τα φαγοπότια με Τσίπρα και Πολάκη, ή οι αντισυστημικές κραυγές της Τροτσκίστριας Μποφίλιου ανάμεσα στα μπουζούκια, τα εστέτ καψουροτράγουδα και το πιστολάκι. Γιατί όλες αυτές οι εκδηλώσεις είναι ένα είδος σπονδής στην εκκλησία της αριστεράς. Η τελετουργική, ενίοτε μηχανική κι ασυναίσθητη, προσπάθεια των καλλιτεχνών να διατηρήσουν το ταλέντο και την περσόνα τους στην ακτίνα του επιβεβαιωτικού φωτός ενός ήλιου με τον οποίο πρέπει να τα έχεις καλά, για να μη χαρακτηριστείς δεξιός ή ακόμη χειρότερα, “νεοφιλελέ”.
Τα γλυκά ματάκια των καλλιτεχνών στην αριστερά δεν είναι τίποτα παραπάνω από...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου