"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Το μαγκαλάκι


Στα 1950 ο λαϊκός συνθέτης Απόστολος Χατζηχρήστος συνέθεσε ένα τραγούδι σε στίχους Γιώργου Φωτίδα με τίτλο «Το μαγκαλάκι». Το τραγούδησαν ο Αθανάσιος Ευγενικός και η Σούλα Καλφοπούλου και το άσμα είχε πολύ μεγάλη επιτυχία επί χρόνια - μέχρι σήμερα τραγουδιέται στα σχετικά μαγαζιά αδιαλείπτως. Λένε οι πρώτοι στίχοι:

Εξω ο βοριάς σφυρίζει κι είμαι μοναχός
Με σβηστό το μαγκαλάκι μένω ο φτωχός

Ρεφρέν:

Γύρισε κι άναψε το μαγκαλάκι
Οπως μου τ' άναβες κάθε βραδάκι

Βέβαια, παρότι οι απλοϊκοί, κάπως μελό στίχοι μπορούν να διαβαστούν και ως έχουν, εκπέμπουν ταυτόχρονα και συμβολικές ανταύγειες: υπονοούν και τη θέρμη του κορμιού και του έρωτα - μπορεί κανείς να διακρίνει ακόμα και σεξουαλικούς υπαινιγμούς αν επιμείνει, ή αν σκεφτεί πως η έκφραση «με ανάβεις» έχει σχέση με την ερωτική διέγερση. Και υπάρχουν οι εκφράσεις «θερμή γυναίκα», ή «ψυχρός άντρας», «καυτό σεξ» και πάει λέγοντας, ως το ακραίο «καίγομαι, καίγομαι, ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά» που άγεται στα όρια του ερωτικού μαζοχισμού.

Ο μέγας Μάρκος Βαμβακάρης που έχει γράψει και τρυφερές καντάδες, όπως το «Χαράματα η ώρα τρεις» σε ένα άσμα του, (Ο ισοβίτης) το πάει πιο μακριά τραγουδώντας:

Θα σού 'χυνα πετρέλαιο
Κι ύστερα να σε κάψω
Και μες στο ξεροπήγαδο
Θα πάω να σε πετάξω

Και ακόμα πιο εγκαυστικός είναι στο «Διαζύγιο»:

Επρεπε να σε σκότωνα να 'καβα τα μυαλά σου
Πάρε το διαζύγιο και τράβα στη δουλειά σου

Αλλά ο τόνος και ο τρόπος που το λέει αφαιρούν τη σκληρότητα και το κάνουν αποδεκτό ως έκφραση υπερβολικού πάθους - ιδού λοιπόν που το ύφος και η Τέχνη μπορούν να νοηματοδοτούν αλλιώς τις λέξεις που δεν υπάρχουν ως καθεαυτό νόημα, αλλά κυρίως ως εκφορά. Γι' αυτό και το γλωσσικό κορέκτ είναι μια ανοησία άγευστων. Μπορεί κανείς να πει τα πάντα με έναν ειδικό. Μέχρι και η λέξη «καλημέρα» μπορεί να ειπωθεί με άπειρες αποχρώσεις και τόνους - ακόμα και ως βρισιά.

Το μαγκαλάκι, λοιπόν, κάνει καριέρα ακόμα στα επιφανή καταστήματα της νύχτας αλλά ποτέ, ίσως, ο Απόστολος Χατζηχρήστος δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως εξήντα-εβδομήντα χρόνια μετά το μαγκαλάκι του θα γινότανε, ξαφνικά, σύμβολο του κακού καπιταλισμού και αιχμή μιας αντιπολίτευσης, που έχοντας έλλειψη αντιπολιτευτικού λόγου, γαντζώθηκε στο μαγκάλι εξαιτίας του οποίου, δηλαδή του μονοξειδίου του άνθρακα, πέθαναν κάποιοι άτυχοι και απρόσεκτοι φοιτητές που έψηναν μπριζόλες στη σχάρα. Και ξαφνικά από εκεί που το μαγκάλι ήτανε σύμβολο ερωτικής συντροφιάς και ερωτικής θέρμης, έγινε μελοδραματικό λάβαρο στη θέση πολιτικών επιχειρημάτων. Ενα είδος αναδρομικού καζαντζιδικού λυγμού στην εποχή της ενδοδαπέδιας θέρμανσης, των αερόθερμων και του πέλετ.

Κι αυτό διότι το «μαγκαλάκι» ως εικόνα και ουσία περιέχει και εκπέμπει σε συμβολικό επίπεδο την έννοια της φτώχειας, της ένδειας, της έλλειψης, της συνοικιακής στέρησης - αν και στο άσμα του Χατζηχρήστου τίποτε τέτοιο δεν συμβαίνει. Απεναντίας, ο συνθέτης παρακαλάει την ερωμένη του και αδημονεί πότε να γυρίσει σπίτι και να του ανάψει τα κάρβουνα - κι αυτό γιατί οι άνθρωποι τότε ήξεραν πώς να ανάβουνε ένα μαγκάλι ώστε να μην πεθάνουνε από το μονοξείδιο, κι αυτό συνέβαινε επί δεκαετίες, σε όλη την επικράτεια. Με μαντεμένιες σομπίτσες, φουφούδες και τζάκια ζεσταίνονταν οι οικογένειες, είτε πλούσιες, είτε φτωχές - το καλοριφέρ προέκυψε κυρίως κατά τη δεκαετία του '50, επιλεκτικά, σε πολυκατοικίες, και μόνο στα αστικά κέντρα. 


Κι επιπλέον, το τζάκι, κατεξοχήν θέρμανση των ορεινών, επαρχιακών περιοχών, ήταν και είναι επί πολλές δεκαετίες στοιχείο πολυτέλειας και αυθεντικής θέρμανσης: δεν υπήρχε και δεν υπάρχει μεγαλοαστικό, πολύ πλούσιο σπίτι και βίλα που να μην έχει κάνα δυο τζάκια. Χωρίς αυτά δεν είσαι in. (Εξ ου και η έκφραση «Είναι από τζάκι», κι όχι από τζόκερ.) Και βέβαια έχουνε πεθάνει αρκετοί από τα καυσόξυλα τζακιού, αλλά ποτέ κανείς δεν σκέφτηκε να το κάνει πολιτικό θέμα - όπως δεν θα το κάναμε αν είχε εκραγεί ένας θερμοσίφωνας, ή σκοτωνότανε κανένας εργάτης την ώρα που περνούσε τους ηλιακούς συσσωρευτές στη στέγη.

Το παράδοξο είναι πως οι άτυχοι φοιτητές που χάθηκαν από μονοξείδιο δεν είχαν μαγκάλι μέσα στο σπίτι, αλλά το άναψαν για να ψήσουν μπριζόλες. Παρ' όλα αυτά κάποιοι νεολαίοι, προοδευτικοί (υποτίθεται), έκαναν διαδήλωση στη Θεσσαλονίκη με αφορμή το μοιραίο γεγονός - απείρως περισσότεροι άνθρωποι παθαίνουνε κάθε χρόνο στα τροχαία, αλλά το αυτοκίνητο δεν ενδείκνυται ακόμα για πολιτικούς αγώνες, αν και σ' αυτό έβαλαν χέρι: είχαν στήσει ΚΟΚ με ταξικά πρόστιμα. Δηλαδή αν παραβίαζες κόκκινο και σκότωνες άνθρωπο, αλλιώς την πλήρωνες αν είχες Αουντι, κι αλλιώς αν οδηγούσες Ζάσταβα. (Γινότανε αυτό που λέμε «Της π... το μαγκάλι.)

Δυστυχώς τώρα μας προέκυψε κάτι που θα έλεγε κάποιος ότι δεν ερμηνεύεται ταξικά: απαγορεύτηκε το τζάκι γιατί τα σωματίδια της καύσης προκαλούνε, λέει, καρκίνο. Επί προηγουμένων ίσως να μην απαγορεύονταν εφόσον τζάκια έχουν κατεξοχήν οι πλούσιοι και θα ήταν μια ευκαιρία να ξαποστείλουν όλη την αστική τάξη αθόρυβα, διά των σωματιδίων.  


Αλλά, να που ο καπιταλισμός έχει την ιδιότητα...


 να προσαρμόζεται και να αυτοπροστατεύεται, οπότε η κυβέρνηση Μητσοτάκη απαγόρευσε τα τζάκια, μια απόφαση που προφανώς ευνοεί τη μακροζωία των πλουσίων - αν το πάρεις μαρξιστικά, βγαίνει.

Αλλά και καλλιτεχνικά να το δούμε, υπήρχε και αστικό τραγούδι, από το 1951, ως αντίπαλο δέος στο λαϊκό «Μαγκαλάκι», το «Κοντά στο τζάκι, αγκαλιά στην πολυθρόνα» της Νινής Ζαχά, σε στίχους Κώστα Κοφινιώτη.

Τώρα, που πάλι προέκυψε πτωχεία αντιπολιτευτικού λόγου, μαζί με τις μωρομάνες και τις λιποθυμίες, θα δούμε το μελό μαγκαλάκι (συν τον λιγνίτη) να ξαναβγαίνει στη μόδα, γεγονός που θα αποδείξει άλλη μια φορά τη διαχρονικότητα της λαϊκής (και λαϊκίστικης) τέχνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: