Κλασική σκηνή της ψωροκώσταινας.
Ορεινό χωριό, η πρόσβαση γίνεται από δρόμο που άνοιξε η ΜΟΜΑ, πλατεία με πλάτανο και κάτι τραπεζάκια τσίγκινα. Μοιρασμένοι στις καρέκλες γέροντες, γενική απόχρωση ενδυμασίας το φαιό, το μισό μέτωπο καμένο από τον ήλιο, το άλλο μισό κάτασπρο εξαιτίας της απαραίτητης τραγιάσκας. Φλιτζανάκια του καφέ. Τότε ακόμη τον λέγαμε τούρκικο και τον φτιάχναμε στο μπρίκι, με καϊμάκι ή χωρίς, λιγότερη ή περισσότερη ζάχαρη, «πολλά βαρύ και όχι». Αν δεν κάνω λάθος, υπήρχαν 49 εκδοχές του τούρκικου καφέ, ολόκληρη τέχνη ο καφές, πριν τον πούμε ελληνικό και αρχίσουμε να τον φτιάχνουμε στη μηχανή του εσπρέσο για ευκολία. Τότε τίποτε δεν ήταν εύκολο. Μια εφημερίδα που περνάει από χέρι σε χέρι για όσους μπορούν να διαβάσουν, ραδιόφωνο με μπόλικα παράσιτα, ειδήσεις στην επίσημη μιξοκαθαρεύουσα. Το χωριό δεν βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, άρα δεν έχει επαφή με τους πρώτους τουρίστες που έχουν αρχίσει να επισκέπτονται τη χώρα. Λίγο πιο κάτω ένα σαράβαλο φορτηγό, απομεινάρι του πολέμου, που τη βγάζει όμως στον ανήφορο έστω καπνίζοντας και αγκομαχώντας. Εικόνα από την ακινησία της ελληνικής ενδοχώρας, ας πούμε κάπου στη δεκαετία του πενήντα. Απαγορευμένες αναμνήσεις από τον Εμφύλιο και γενικευμένη πλήξη.
Ωσπου εμφανίζεται Εκείνος. Οδηγεί την κατακόκκινη σεβρολέτα του με τα νίκελ της που γυαλίζουν και, μόλις σταματάει στην πλατεία, κορνάρει. Είναι ντυμένος παρδαλά, φοράει γυαλιά ηλίου, σαν αυτά του Μακ Αρθουρ. Οι γέροντες σηκώνονται παραξενεμένοι και από το πουθενά πετιέται η πιτσιρικαρία. Κεφάλια γουλί, κοντά παντελονάκια, τρέχουν στο αυτοκίνητο, χαϊδεύουν τα νίκελ σαν για να βεβαιωθούν ότι είναι πραγματικά.
Είναι ο Ομογενής, ο γιος του κάποιου, ανιψιός του άλλου, ξάδερφος του τάδε, ο «πώς το λέτε εσείς εδώ γιατί δεν θυμάμαι πώς το λέμε εμείς εκεί» της θείας από το Σικάγο. Φέρνει δολάρια, φέρνει μπάλες ποδοσφαίρου; Φέρνει κάτι πολύτιμο πάντως, μια μικρή ανάσα του κόσμου όπως είναι έξω από την πλήξη του μικρού χωριού.
Στην πιο σοβαρή εκδοχή του, πρέσβης του «μείζονος ελληνισμού», του λατρεμένου. Σε αυτόν η μαμά Ελλάς στρέφει το βλέμμα όποτε χρειάζεται κάποια συμπαράσταση, και αυτός τη βοηθάει να διορθώσει τη δημογραφική μιζέρια της. Δέκα εκατομμύρια ήμασταν για κάτι δεκαετίες. Και πάντα προσθέταμε: ναι, αλλά υπάρχουν και άλλοι πέντε στη διασπορά. Οσο η Ελλάδα συρρικνώνεται εγκλωβισμένη ανάμεσα στους συνταξιούχους των πτωχευμένων της Ταμείων, στους ανέργους, σε δημοσίους υπαλλήλους, κάτι ελεύθερους επαγγελματίες, που ιδρώνουν για να διατηρήσουν στη ζωή όλους τους υπολοίπους, και ροές μεταναστών, τόσο μεγαλύτερη αξία αποκτά ο «μείζων ελληνισμός».
Η συζήτηση για το δικαίωμα να ψηφίζουν οι εκτός Ελλάδος Ελληνες στον τόπο διαμονής τους, όπου υπάρχουν προξενεία, περιορίζεται σε όσους έχουν αναγκαστεί να φύγουν τα τελευταία χρόνια. Οι κατσαπλιάδες της κυβερνητικής πλειοψηφίας το αρνούνται.
Κάποιος σχολιαστής έγραψε για το άρθρο μου «Γκαϊντούρια» ότι όσοι ζουν εκτός Ελλάδος δεν δικαιούνται να έχουν αντίληψη για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κάτοικος της χώρας. Ναι, ύστερα από πόσο χρονικό διάστημα; Και μήπως αυτό σημαίνει ότι ο Ελληνας γιατρός που πήγε στο Μόναχο δεν ξέρει τι γίνεται στην Ελλάδα, άρα δεν μπορεί να ψηφίζει, ο μετανάστης όμως που έχει περάσει δύο χρόνια στη Μόρια δικαιούται να ψηφίζει; Βλακεία, κουτοπονηριά, επαρχιωτισμός, μικροπρέπεια;
Και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο γιος ή ο εγγονός κάποιου που μετανάστευσε στο Σικάγο, στη Μελβούρνη ή στο Αννόβερο και κρατάει την ελληνική υπηκοότητα, αν του το επιτρέπει η δεύτερη υπηκοότητα που έχει εν τω μεταξύ αποκτήσει, άρα μπορεί να εγγραφεί στους εκλογικούς καταλόγους, να μην έχει δικαίωμα να ψηφίσει στον τόπο του; Είναι λιγότερο Ελληνας από μένα;
Εκτός κι αν αυτό επιδιώκουμε, να απαλλαγούμε από τους ανά τον κόσμο Ελληνες, να κάνουμε καμιά συναυλία πού και πού και να απαιτούμε να μας συμπαρασταθούν για τη Μακεδονία.
Κατά τα λοιπά, μακριά και αγαπημένοι, διότι αυτοί έχουν μολυνθεί από τον ιό του έξω κόσμου.
Η ιστορία...
πάει μακριά, στο σύμπλεγμα που προκάλεσαν τα νίκελ της σεβρολέτας στους κατοίκους του ορεινού χωριού. Κάντιλακ ή σεβρολέτα, το ίδιο κάνει. Το διετύπωσε μια κυρία τις προάλλες στην ουρά της ΔΕΗ. Ολοι καταριόνταν τον Τσίπρα, όμως εκείνη είπε: «Οι άλλοι άνοιξαν τον δρόμο και αυτός τον αποτέλειωσε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου