Κάθε φορά που μια ελληνική ομάδα ή ένας έλληνας αθλητής πετυχαίνουν μια διάκριση σε κάποια μεγάλη διεθνή αθλητική διοργάνωση ακούγεται από δημοσιογράφους και πολιτικούς ότι αναδεικνύεται το μεγαλείο της ελληνικής ψυχής, ενώ δεν λείπουν και οι ρατσιστικές αναφορές στο DNA των Ελλήνων, αναφορές που υπονοούν την ανωτερότητα της φυλής.
Είναι απόλυτα φυσιολογικό οι έλληνες φίλαθλοι να υποστηρίζουν τις εθνικές ομάδες, να χαίρονται με τις νίκες τους και να λυπούνται με τις αποτυχίες τους. Εξίσου φυσιολογικό είναι να υποστηρίζουν και τους έλληνες αθλητές στα ατομικά αθλήματα.
Αυτό που είναι άξιο παρατήρησης είναι το γεγονός άνθρωποι που δεν έχουν καμιά σχέση με συγκεκριμένα αγωνίσματα, να αγωνιούν και να παθιάζονται για τα αγωνίσματα αυτά αποκλειστικά όταν έλληνες αθλητές αντιμετωπίζουν ξένους αντιπάλους. Το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό.
Το πρόβλημα ξεκινάει από το σημείο που οι παραπάνω ταυτίσεις γίνονται κρατική πολιτική.
Όταν το κράτος αναγνωρίζει ότι οι αθλητές με τις διακρίσεις τους δεν προσφέρουν μόνο χαρά και συγκίνηση στους φιλάθλους, αλλά προσφέρουν κάτι σημαντικό και στην πατρίδα.
Οι ολυμπιονίκες διορίζονται στις ένοπλες δυνάμεις. Όχι κάπου αλλού στο δημόσιο, αλλά στις ένοπλες δυνάμεις. Για να συνεχιστεί από εκεί η υποτιθέμενη προσφορά τους στο έθνος.
Αλλά τι ανάγκη μπορεί να έχει η πατρίδα από τις εφήμερες νίκες των αθλητών; Τι μπορεί να κερδίσει μια χώρα από τις διακρίσεις των αθλητών, ώστε το κράτος να επιβραβεύει και να ανταμείβει τους πρωταθλητές;
Η Ανατολική Γερμανία είχε κάνει κρατική πολιτική την παραγωγή −και με αφύσικους τρόπους− πρωταθλητών και ξεπερνούσε συχνά σε αθλητικές επιτυχίες την κατά πολύ μεγαλύτερη και πλουσιότερη Δυτική Γερμανία. Υπάρχει κάτι που να κέρδισαν οι Ανατολικογερμανοί από αυτές τις επιτυχίες;
Πρόσφατα το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσισε ότι η ρύθμιση που επιτρέπει την εισαγωγή διακριθέντων αθλητών σε σχολές ΑΕΙ και ΤΕΙ της προτίμησής τους καθ’ υπέρβαση του προβλεπόμενου αριθμού εισακτέων παραβιάζει τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας αναγνωρίζει ότι η πριμοδότηση δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος με την ανάγκη παροχής κινήτρων στους ασχολούμενους με τον αθλητισμό, για την ανάπτυξη του οποίου οφείλει να μεριμνά η Πολιτεία, αλλά την κρίνει αντισυνταγματική λόγω της συμμετοχής και αθλητών με επιτυχίες σε αγώνες ήσσονος σημασίας και λόγω του σημαντικού περιορισμού πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των λοιπών υποψηφίων φοιτητών που δεν είναι αθλητές.
Αλλά αν πρέπει να ευνοούνται οι αθλητές, τότε θα έπρεπε να πριμοδοτούνται και οι μαθητές που συμμετέχουν σε θεατρικές ομάδες που διακρίνονται, γιατί προάγουν τον πολιτισμό, ή σε μαθητές που αριστεύουν σε επιστημονικούς διαγωνισμούς γιατί προάγουν την επιστήμη. Βέβαια, τότε οι εξετάσεις για τα ΑΕΙ θα είχαν ουσιαστικά καταργηθεί.
Η πριμοδότηση των αθλητών είναι μια ακόμη ένδειξη της υποβάθμισης της εκπαίδευσης. Η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο γίνεται ένα ανταλλάξιμο στοιχείο, μια μορφή επιδότησης, η οποία χαρίζεται με μη εκπαιδευτικά κριτήρια, στο πλαίσιο μιας κοινωνίας μικροσυμφερόντων και προνομίων που μοιράζει το κράτος. Προνόμια που σταδιακά δίνονταν σε όλο και πιο πολλούς.
Όμως και ο αθλητισμός υποβαθμίζεται όταν δίνεται το μήνυμα ότι δεν αρκούν τα καλά που προκύπτουν από την άθληση, αλλά χρειάζονται και αλλά εξωτερικά κίνητρα. Επιπλέον, η πριμοδότηση δίνει προτεραιότητα στον πρωταθλητισμό σε βάρος της αξίας που έχει η συμμετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες, ανεξάρτητα από τη διάκριση.
Αν το ελληνικό κράτος ήθελε να προωθήσει τον αθλητισμό για τους πολλούς είχε αρκετούς τρόπους. Αποφάσισε, όμως, να ενισχύσει τους πρωταθλητές γιατί...
αυτοί ικανοποιούν τις φαντασιώσεις για τον ελληνισμό που θριαμβεύει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου