Ευτυχώς –για τον ίδιο, τους οικείους του και την κυβέρνηση– ο Πάνος Καμμένος επανέρχεται. Επειτα από μακρό διάστημα σχετικής αφάνειας, κατά το οποίο του ήταν εξαιρετικά δυσάρεστο να κάνει δημόσιες δηλώσεις και εξ αυτού του λόγου τις απέφευγε, ο υπουργός Εθνικής Αμύνης ξαναβρήκε τη φυσική μεγαλαυχία του και το ζόρικο ύφος του. Μαζί με αυτά –παρ’ ολίγον να το ξεχάσω–, βρήκε και τον ξεχωριστό αυτοσαρκασμό του, που είναι ξεχωριστός επειδή είναι τελείως ακούσιος. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, μετά το πέρας της παρέλασης, εμπνευσθείς ενδεχομένως από τον συναρπαστικό ήχο των αρμάτων μάχης, διατράνωσε ότι «όποιος αμφισβητήσει την εθνική μας κυριαρχία θα τον συντρίψουμε».
Ολη η λεπτότητα του αυτοσαρκασμού στην προκειμένη περίπτωση έγκειται, ασφαλώς, στην επιλογή του υποθετικού λόγου: όποιος αμφισβητήσει, δηλαδή αν κάποιος αμφισβητήσει. Μα, η Τουρκία ήδη αμφισβητεί την εθνική κυριαρχία της χώρας μας και την παραβιάζει συστηματικά.
Δεν το γνωρίζει;
Φαντάζομαι και ελπίζω ότι το γνωρίζει, αλλά αστειεύεται. (Διότι φαντασθείτε πόσο σοβαρά θα ήσαν τα πράγματα αν το εννοούσε: θα είχαμε πόλεμο, δηλαδή θα συντρίβαμε την Τουρκία, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα στρατηγικό κενό εκεί όπου κάποτε υπήρχε Τουρκία και να μπλέξουμε χειρότερα, διότι θα έπρεπε να το καλύψουμε. Επομένως, χίλιες φορές όπως είμαστε! Μια χαρά είμαστε! Ποτέ δεν ήμασταν καλύτερα! Αλλη όρεξη δεν είχαμε, να μπλέξουμε με χειρότερα…)
Το αστείο στον δημόσιο λόγο, ιδίως δε όταν είναι λεπτό, είναι επικίνδυνη άσκηση· μπορεί να μη γίνει καθόλου αντιληπτό από μέρος του κοινού και να παρεξηγηθεί. Γι’ αυτό, ίσως το έχετε προσέξει, οι έμπειροι ομιλητές συνήθως βάζουν τα αστεία μαζί, ώστε και οι αργόστροφοι στο ακροατήριο να καταλάβουν ότι αστειεύονται. Στην περίπτωση που εξετάζουμε, ο υπουργός οπωσδήποτε αστειευόταν, διότι κολλητά με το προηγούμενο πέταξε και ένα δεύτερο αστείο: «Να θυμούνται το 1821», είπε, «και το πώς ο ελληνικός λαός ενωμένος και δυνατός αντιμετώπισε και συνέτριψε την αυτοκρατορία».
Τόσο ενωμένος, ώστε έκανε δύο εμφυλίους πολέμους, εξαιτίας των οποίων ο αγώνας της ανεξαρτησίας είχε χαθεί· οι θυσίες, τα ολοκαυτώματα, ο ηρωισμός και τα συμπαρομαρτούντα, δηλαδή, είχαν γίνει άδικα. Ο Ιμπραήμ θα ξεπάστρευε τους Πελοποννήσιους, θα έφερνε στη θέση τους Αιγύπτιους και όλα θα είχαν τελειώσει εκεί.
Με τον ίδιο μύθο, αυτόν που αποδίδει την ελευθερία των Ελλήνων στον ηρωισμό τους, στην αριστερή όμως εκδοχή του, εόρτασε και ο ΣΥΡΙΖΑ την εθνική επέτειο. Στη σχετική ανακοίνωσή τους, η Επανάσταση του 1821 είναι «λαϊκή, δημοκρατική επανάσταση», που έγινε για «αυτοδιάθεση και λαϊκή κυριαρχία». Οσο για τη «μη αναμενόμενη νίκη», κατά τη χαρίεσσα διατύπωση της ανακοίνωσης, αυτή είναι, κατά τον ΣΥΡΙΖΑ, «η απτή απόδειξη ότι κανένα καθεστώς, κανένας τύραννος, όσο αιώνιος και πανίσχυρος κι αν εμφανίζεται, δεν μπορεί να κρατήσει υποτελή έναν εξεγερμένο λαό που έχει το δίκιο με το μέρος του». Εχουμε την ίδια μεταφυσική θεώρηση της Ιστορίας, ωστόσο καταλλήλως ιδεολογικοποιημένη ως βολονταρισμό.
Επί της ουσίας, ΣΥΡΙΖΑ και Καμμένος το ίδιο λένε, στη δική του παραλλαγή ο καθένας.
Τυχόν μεταξύ τους διαφοροποιήσεις στο συγκεκριμένο θέμα αφορούν λεπτομέρειες, από εκείνες που προσδίδουν γραφικότητα στην άποψη. Ο ΣΥΡΙΖΑ, λ.χ., παρουσιάζει ως μέτρο της απήχησης του 1821 ότι το κίνημα του φιλελληνισμού «έφτασε ακόμα και στη Λατινική Αμερική». Επίσης, με ένα άλμα λογικής που δεν αδυνατώ να παρακολουθήσω, ο ΣΥΡΙΖΑ συνδέει την επέτειο με το ζήτημα του ρατσισμού, επειδή «ο αγώνας για ελευθερία, δημοκρατία, ισότητα, λαϊκή κυριαρχία είναι αδιάλειπτος και πάντοτε επίκαιρος».
Για να επανέλθω όμως στον Ιμπραήμ, εκείνο που τελικά έσωσε την Επανάσταση ήταν ο καπιταλισμός, δηλαδή τα ομολογιακά δάνεια στο Λονδίνο. Ο Γιουβάλ Χαράρι το γράφει, με την ιδιότυπη και χαριτωμένη ωμότητά του, στο βιβλίο του «Sapiens» και εγώ το μεταφράζω: «Ιδιώτες επενδυτές αγόρασαν τα ομόλογα για κέρδος ή από συμπάθεια για τον αγώνα των Ελλήνων ή και για τα δύο. Η αξία των ομολόγων ανέβαινε ή κατέβαινε στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου ανάλογα με τον ρυθμό των στρατιωτικών νικών ή των ηττών στα πεδία μαχών της Ελλάδος. Σταδιακά, οι Τούρκοι πήραν το πάνω χέρι. Με επικείμενη την ήττα των επαναστατών, οι ομολογιούχοι αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο να τους πάρουν και τα σώβρακα. Το συμφέρον των ομολογιούχων ήταν το εθνικό συμφέρον, έτσι οι Βρετανοί οργάνωσαν έναν διεθνή στόλο» και τα υπόλοιπα στο Ναυαρίνο τα ξέρουμε.
Αξίζει μόνο να προσέξουμε πως...
όταν ο Χαράρι αναφέρεται σε «εθνικό συμφέρον», το οποίο ταυτίζει με το συμφέρον των επενδυτών, εννοεί τόσο το βρετανικό όσο και το ελληνικό εθνικό συμφέρον.
Κανονικά, επομένως, μαζί με την ανεξαρτησία μας, στις 25 Μαρτίου έπρεπε να γιορτάζουμε και τον γεννήτορά της: τον καπιταλισμό. Είμαστε, όμως, ο εξυπνότερος λαός του κόσμου: θαυμάζουμε τον Πούτιν και τη Ρωσία του, ταυτίζουμε την Αριστερά με τη δημοκρατία, περιφρονούμε τον καπιταλισμό (εκτός από τα αγαθά του) και πιστεύουμε (ένα 27% τουλάχιστον...) ότι μας ψεκάζουν. Ας μην εξιδανικεύουμε, λοιπόν, τα συστήματα. Ο Εντμουντ Μπερκ είχε δίκιο: τα συστήματα και οι θεσμοί πρέπει να εξετάζονται μέσα στο ιστορικό τους πλαίσιο. Ο καπιταλισμός μάς έδωσε την ελευθερία μας· δυστυχώς, δεν μπόρεσε να μας σώσει από τον εαυτό μας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου