"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΚΟΙΝΩΝΙΑ , ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ και ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Ο διάλογος στην εποχή του Διαδικτύου



«Πολύ σύντομα, κανένας δεν θα θυμάται τη ζωή πριν από το Διαδίκτυο», γράφει ο Καναδός δημοσιογράφος Μάικλ Χάρις (Michael Harris) στο βιβλίο του, «Το τέλος της απουσίας: Διεκδικώντας εκ νέου όσα χάσαμε σε έναν κόσμο διαρκούς σύνδεσης» (The End of Absence: Reclaiming What We’ve Lost in a World of Constant Connection, εκδ. Current). Οπου «το τέλος της απουσίας» δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο παρά «η αρχή της παρουσίας». Ή αλλιώς, και με βάση το σκεπτικό του Χάρις, πολύ σύντομα κανένας δεν θα θυμάται πώς ήταν κάποτε να είσαι μόνος με τον εαυτό σου, με τις σκέψεις σου.
 

«Παρών», σε αυτό το πλαίσιο, δεν θα μπορούσε να σημαίνει παρά το ότι κάποιος είναι επίσης ενεργός, συμμέτοχος στα κοινά. Πράγματι, πολλά έχουν γραφεί και ειπωθεί για τη σημασία του Διαδικτύου, και κυρίως των κοινωνικών δικτύων, σε κορυφαία δραματικά πολιτικά γεγονότα της εποχής μας. Πιο κλασικό παράδειγμα, οι εξεγέρσεις στον ισλαμικό κόσμο: πληροφορίες, μηνύματα-ενημερώσεις των ομάδων που συμμετείχαν στις διαδηλώσεις και τις κινητοποιήσεις ή για κρούσματα βίας από τα καθεστώτα που κινδύνευαν να χάσουν την ισχύ τους, «ταξίδεψαν» σε όλο τον πλανήτη. Ακόμα όμως και σε πιο απλά (έως και κωμικά) γεγονότα, όπως την πρόσφατη δήλωση Τούρκου υπουργού, σύμφωνα με τον οποίο οι γυναίκες δεν επιτρέπεται να γελούν δημοσίως, το Facebook αποτέλεσε μέσον διαφωνίας και αντίδρασης – και μάλιστα, με χιούμορ: εκατοντάδες Τουρκάλες φωτογραφήθηκαν σε δημόσιους χώρους να γελούν φαρδιά-πλατιά προς την κάμερα. Ηταν η άμεση και εύστοχη απάντησή τους στην απίθανα οπισθοδρομική τοποθέτηση ενός πολιτικού της χώρας τους. Και πάλι: η τουρκική είδηση έγινε παγκόσμια, οικουμενική. Και, όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, έδωσε λαβή για σχόλια και on line συζητήσεις.

 

Αν στην προκειμένη περίπτωση οι τοποθετήσεις στοιχειωδώς σκεπτόμενων ανθρώπων συμπίπτουν, σε άλλα, πιο λεπτά και αμφιλεγόμενα ζητήματα, το κλίμα στις ανταλλαγές σχολίων στα κοινωνικά δίκτυα γίνεται πολλές φορές από ένθερμο έως και δηλητηριώδες. Σε ό,τι αφορά τα καθ’ ημάς, όποιος έχει παρουσία είτε στο Twitter είτε/και Facebook, ειδικά μετά το 2008, τη δολοφονία Γρηγορόπουλου και το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, θα έχει γίνει θεατής (ή και συμμέτοχος) τέτοιων «καυτών» διαφωνιών αν όχι λογομαχιών που συχνότατα όμως αποκτούν χαρακτήρα αγοραίο, «καφενειακό»


Λογικό και ίσως αναπόφευκτο: όπως και σε άλλες, πιο παραδοσιακές, συμβατικές κοινωνικές εκδηλώσεις και συναθροίσεις, ορισμένοι χρήστες των κοινωνικών δικτύων φαίνεται πως χρησιμοποιούν τα τελευταία για να εκτονώνονται παρά επειδή αναζητούν έναν εποικοδομητικό διάλογο, μια ουσιαστική ανθρώπινη επαφή.
Σε κάθε περίπτωση, η θεωρία θέλει τα κοινωνικά δίκτυα να προωθούν και να ευνοούν τελικώς τη διαφωνία, τον αντίλογο – έστω και αν πολλές φορές τα όρια ανάμεσα στον καλώς εννοούμενο διάλογο και στην ανταλλαγή ύβρεων παύουν να είναι σαφή.  


Αυτό λέει η θεωρία. Στην πράξη όμως;
 


Το γνωστό αμερικανικό πανεπιστήμιο Rutgers και το ερευνητικό κέντρο Pew Research Center έδωσαν στη δημοσιότητα έκθεση βάσει της οποίας, τουλάχιστον στις Ηνωμένες Πολιτείες, στα κοινωνικά δίκτυα, όπως στο Twitter και το Facebook, οι διαφορετικές απόψεις και οι διαφωνίες πάνω σε δημόσια ζητήματα μοιάζουν, όλως παραδόξως, να εκλείπουν. «Οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα», δήλωσε στους New York Times ο Κιθ Χάμπτον (Keith N. Hampton), καθηγητής Επικοινωνίας στο Rutgers και συγγραφέας της εν λόγω έκθεσης, «ανακαλύπτουν νέους τρόπους να εκφραστούν πολιτικά, υπάρχει όμως μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην πολιτική συμμετοχή και την προδιάθεση. Οι άνθρωποι είναι λιγότερο πιθανό να εκφράσουν την προσωπική τους άποψη και να εκτεθούν στην αντίθετη πλευρά και αυτή την έκθεση είναι που χρειάζεται να βλέπουμε σε μια δημοκρατία».
 


Το ζήτημα αυτό δεν είναι κάτι καινοφανές. Στην έκθεση αυτή καθαυτήν (ο τίτλος της είναι «Τα κοινωνικά δίκτυα και η “σπείρα της σιωπής” - Social Media and the “Spiral of Silence”, http://www.pewinternet.org/2014/08/26/social-media-and-the-spiral-of-silence/)», ο Χάμπτον γράφει πως σε έρευνες στον χώρο της επικοινωνίας κατά την προ-Διαδικτύου εποχή, οι άνθρωποι είχαν την τάση να μην εκφράζονται δημοσίως –ή στους κόλπους της οικογένειάς τους, των φίλων και συναδέλφων τους– πάνω σε πολιτικά ζητήματα όταν πίστευαν πως η «άποψή τους δεν είναι ευρέως αποδεκτή


Η τάση αυτή ονομάζεται “σπείρα της σιωπής”» (κατά τους New York Times, αυτό φαίνεται πως είναι κατάλοιπο της παλαιάς καλής παράδοσης που θέλει να «μη συζητάμε περί πολιτικής και θρησκείας στο οικογενειακό τραπέζι»).
 


Υποτίθεται ότι, μέσω των κοινωνικών δικτύων, αυτό το φαινόμενο θα έπαυε ή έστω θα μειωνόταν και ότι άνθρωποι που αισθάνονται πως είναι η μειοψηφία σε διάφορους τομείς θα απελευθερώνονταν και θα εκφράζονταν πιο άμεσα.
 


Με βάση το συγκεκριμένο σκεπτικό, ο Χάμπτον και η ομάδα του διεξήγαγαν έρευνα πάνω σε 1.801 ενήλικους χρήστες των κοινωνικών δικτύων, θέτοντας ερωτήματα πάνω σε ένα συγκεκριμένο θέμα: Τις αποκαλύψεις του Εντουαρντ Σνόουντεν αναφορικά με τις απόρρητες και παράνομες παρακολουθήσεις που διεξήγαγε η αμερικανική κυβέρνηση εις βάρος προσωπικών τηλεφώνων και ηλεκτρονικών διευθύνσεων Αμερικανών πολιτών. Το συγκεκριμένο θέμα επιλέχθηκε διότι η υπόθεση Σνόουντεν δίχασε την αμερικανική κοινή γνώμη σχεδόν σε νούμερα της τάξεως του 50-50. Επιλέχθηκε όμως κυρίως διότι το Pew Research Center είχε διεξαγάγει έρευνα σχετικά με αυτόν τον διχασμό: αν δηλαδή οι αποκαλύψεις του Σνόουντεν είχαν βλάψει το δημόσιο συμφέρον. Τότε, το 44% των ερωτώμενων είχε δηλώσει πως πράγματι αυτές οι αποκαλύψεις δεν έκαναν καλό στο εθνικό συμφέρον, ενώ το 49% είχε υποστηρίξει ακριβώς το αντίθετο.

 
Τα ευρήματα της νέας έκθεσης έδειξαν ότι :

Το 42% των χρηστών σε Facebook, Twitter ήταν πρόθυμοι να δηλώσουν δημοσίως πως καλώς έγιναν οι αποκαλύψεις από τον Σνόουντεν, τη στιγμή που το 86% δεν είχε κανένα πρόβλημα σε μία κατ’ ιδίαν συνομιλία πάνω στο θέμα αυτό. Οσο για το υπόλοιπο 14% που δεν επιθυμούσε ούτε καν μία κατ’ ιδίαν ανταλλαγή απόψεων, μόλις το 0,3% θα τολμούσε να «ανεβάσει» κάτι σχετικό στα κοινωνικά δίκτυα.
 

Παραπάνω αναφερθήκαμε σε εν θερμώ συζητήσεις και ανταλλαγές απόψεων στα κοινωνικά δίκτυα. Το γεγονός ότι, ειδικά σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, το «ποστάρισμα» μιας άποψης ενδέχεται να προκαλέσει τη σφοδρή επίθεση άλλων «φίλων» - χρηστών, που συχνά ξεπερνούν τα όρια της προσωπικής προσβολής, έχει ως αποτέλεσμα, ώς ένα βαθμό, αυτό τον δισταγμό πολλών χρηστών «να μιλήσουν» ανοιχτά. Ακόμα και τα λεγόμενα «μπλοκαρίσματα» πρώην «φίλων» ή followers δεν φέρνουν πάντοτε αυτό το αίσθημα ασφάλειας που κάποιοι αποζητούν. Γενικά, οι ερευνητές επιμένουν ότι από τη φύση του, ο άνθρωπος έχει τη ροπή να αποζητά την έγκριση των άλλων, την επιβεβαίωση και την επιδοκιμασία, γι’ αυτό και συχνά πολλοί παρακολουθούν ξένα «ποσταρίσματα» προσπαθώντας να βεβαιωθούν ότι βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος προτού εκφραστούν ανοιχτά.

 
Η έρευνα δεν είναι σε καμία περίπτωση εξαντλητική, κατά την άποψη των ερευνητών, όμως είναι ενδεικτική. Οι New York Times γράφουν πως θα είχε πολύ ενδιαφέρον μια ανάλογη έρευνα με επίκεντρο τα πολύ πρόσφατα, τραγικά γεγονότα στο Φέργκιουσον και τις συνέπειες και τον αντίκτυπο που είχαν στην αμερικανική κοινή γνώμη. Η γενικότερη αίσθηση, πάντως, είναι ότι τα κοινωνικά δίκτυα δεν έχουν «σπάσει» τα ταμπού που ίσχυαν σε παλαιότερες εποχές, όταν δεν υπήρχε το Διαδίκτυο. Και ας φουντώνουν τα μίση και τα πάθη, έστω και σε ένα περιβάλλον ψηφιακό, εικονικό.
 

Πάντως, μια σοβαρή, αντίστοιχη έρευνα στη χώρα μας θα είχε σίγουρα πολύ ενδιαφέροντα ευρήματα – τα δε πολιτικά και κοινωνικά θέματα προς συζήτηση, άπειρα και ποικίλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: