«Πολύ σύντομα, κανένας δεν θα θυμάται τη ζωή πριν από το Διαδίκτυο», γράφει ο Καναδός δημοσιογράφος Μάικλ Χάρις (Michael Harris) στο βιβλίο του, «Το τέλος της απουσίας: Διεκδικώντας εκ νέου όσα χάσαμε σε έναν κόσμο διαρκούς σύνδεσης» (The End of Absence: Reclaiming What We’ve Lost in a World of Constant Connection, εκδ. Current). Οπου «το τέλος της απουσίας» δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο παρά «η αρχή της παρουσίας». Ή αλλιώς, και με βάση το σκεπτικό του Χάρις, πολύ σύντομα κανένας δεν θα θυμάται πώς ήταν κάποτε να είσαι μόνος με τον εαυτό σου, με τις σκέψεις σου.
Αν στην προκειμένη περίπτωση οι τοποθετήσεις στοιχειωδώς σκεπτόμενων ανθρώπων συμπίπτουν, σε άλλα, πιο λεπτά και αμφιλεγόμενα ζητήματα, το κλίμα στις ανταλλαγές σχολίων στα κοινωνικά δίκτυα γίνεται πολλές φορές από ένθερμο έως και δηλητηριώδες. Σε ό,τι αφορά τα καθ’ ημάς, όποιος έχει παρουσία είτε στο Twitter είτε/και Facebook, ειδικά μετά το 2008, τη δολοφονία Γρηγορόπουλου και το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, θα έχει γίνει θεατής (ή και συμμέτοχος) τέτοιων «καυτών» διαφωνιών αν όχι λογομαχιών που συχνότατα όμως αποκτούν χαρακτήρα αγοραίο, «καφενειακό».
Λογικό και ίσως αναπόφευκτο: όπως και σε άλλες, πιο παραδοσιακές, συμβατικές κοινωνικές εκδηλώσεις και συναθροίσεις, ορισμένοι χρήστες των κοινωνικών δικτύων φαίνεται πως χρησιμοποιούν τα τελευταία για να εκτονώνονται παρά επειδή αναζητούν έναν εποικοδομητικό διάλογο, μια ουσιαστική ανθρώπινη επαφή.
Σε κάθε περίπτωση, η θεωρία θέλει τα κοινωνικά δίκτυα να προωθούν και να ευνοούν τελικώς τη διαφωνία, τον αντίλογο – έστω και αν πολλές φορές τα όρια ανάμεσα στον καλώς εννοούμενο διάλογο και στην ανταλλαγή ύβρεων παύουν να είναι σαφή.
Αυτό λέει η θεωρία. Στην πράξη όμως;
Το γνωστό αμερικανικό πανεπιστήμιο Rutgers και το ερευνητικό κέντρο Pew Research Center έδωσαν στη δημοσιότητα έκθεση βάσει της οποίας, τουλάχιστον στις Ηνωμένες Πολιτείες, στα κοινωνικά δίκτυα, όπως στο Twitter και το Facebook, οι διαφορετικές απόψεις και οι διαφωνίες πάνω σε δημόσια ζητήματα μοιάζουν, όλως παραδόξως, να εκλείπουν. «Οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα», δήλωσε στους New York Times ο Κιθ Χάμπτον (Keith N. Hampton), καθηγητής Επικοινωνίας στο Rutgers και συγγραφέας της εν λόγω έκθεσης, «ανακαλύπτουν νέους τρόπους να εκφραστούν πολιτικά, υπάρχει όμως μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην πολιτική συμμετοχή και την προδιάθεση. Οι άνθρωποι είναι λιγότερο πιθανό να εκφράσουν την προσωπική τους άποψη και να εκτεθούν στην αντίθετη πλευρά και αυτή την έκθεση είναι που χρειάζεται να βλέπουμε σε μια δημοκρατία».
Το ζήτημα αυτό δεν είναι κάτι καινοφανές. Στην έκθεση αυτή καθαυτήν (ο τίτλος της είναι «Τα κοινωνικά δίκτυα και η “σπείρα της σιωπής” - Social Media and the “Spiral of Silence”, http://www.pewinternet.org/2014/08/26/social-media-and-the-spiral-of-silence/)», ο Χάμπτον γράφει πως σε έρευνες στον χώρο της επικοινωνίας κατά την προ-Διαδικτύου εποχή, οι άνθρωποι είχαν την τάση να μην εκφράζονται δημοσίως –ή στους κόλπους της οικογένειάς τους, των φίλων και συναδέλφων τους– πάνω σε πολιτικά ζητήματα όταν πίστευαν πως η «άποψή τους δεν είναι ευρέως αποδεκτή.
Η τάση αυτή ονομάζεται “σπείρα της σιωπής”» (κατά τους New York Times, αυτό φαίνεται πως είναι κατάλοιπο της παλαιάς καλής παράδοσης που θέλει να «μη συζητάμε περί πολιτικής και θρησκείας στο οικογενειακό τραπέζι»).
Υποτίθεται ότι, μέσω των κοινωνικών δικτύων, αυτό το φαινόμενο θα έπαυε ή έστω θα μειωνόταν και ότι άνθρωποι που αισθάνονται πως είναι η μειοψηφία σε διάφορους τομείς θα απελευθερώνονταν και θα εκφράζονταν πιο άμεσα.
Με βάση το συγκεκριμένο σκεπτικό, ο Χάμπτον και η ομάδα του διεξήγαγαν έρευνα πάνω σε 1.801 ενήλικους χρήστες των κοινωνικών δικτύων, θέτοντας ερωτήματα πάνω σε ένα συγκεκριμένο θέμα: Τις αποκαλύψεις του Εντουαρντ Σνόουντεν αναφορικά με τις απόρρητες και παράνομες παρακολουθήσεις που διεξήγαγε η αμερικανική κυβέρνηση εις βάρος προσωπικών τηλεφώνων και ηλεκτρονικών διευθύνσεων Αμερικανών πολιτών. Το συγκεκριμένο θέμα επιλέχθηκε διότι η υπόθεση Σνόουντεν δίχασε την αμερικανική κοινή γνώμη σχεδόν σε νούμερα της τάξεως του 50-50. Επιλέχθηκε όμως κυρίως διότι το Pew Research Center είχε διεξαγάγει έρευνα σχετικά με αυτόν τον διχασμό: αν δηλαδή οι αποκαλύψεις του Σνόουντεν είχαν βλάψει το δημόσιο συμφέρον. Τότε, το 44% των ερωτώμενων είχε δηλώσει πως πράγματι αυτές οι αποκαλύψεις δεν έκαναν καλό στο εθνικό συμφέρον, ενώ το 49% είχε υποστηρίξει ακριβώς το αντίθετο.
Τα ευρήματα της νέας έκθεσης έδειξαν ότι :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου