Αντιπαλεύοντας τον «τρόπο» του «υπαρκτού σοσιαλισμού» οι κοινωνίες της «φιλελεύθερης οικονομίας» είχαν επιστρατεύσει ρομαντικά ρητορικά προσχήματα ιδεαλισμού.
Η παράσταση κράτησε ώς τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Τότε, στις κοινωνίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» οι συγκυρίες ξεγύμνωσαν αποκαλυπτικά τα ιδεολογήματα που συντηρούσαν την ψευδαίσθηση της αντιπαλότητας: Αποκάλυψαν τους εμφανιζόμενους ως αντιπάλους, μαρξισμό και καπιταλισμό, σε σιαμαία συμφυΐα – δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, του Ιστορικού Υλισμού. Τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» κατέρρευσαν, όχι γιατί απέρριπταν πια τον Ιστορικό Υλισμό, αλλά επειδή λαχταρούσαν περισσότερον Ιστορικό Υλισμό: Ηθελαν μπλου-τζηνς, καλλυντικά, πορνογραφία, «ελευθερία» ανεμπόδιστων ατομικών καταναλωτικών επιλογών.
Τότε και ο «υπαρκτός καπιταλισμός» απέβαλε επιτέλους τα προσωπεία: αρνήθηκε κάθε χαλινό στην κατάφαση των ενστικτωδών ενορμήσεων, των νόμων της ζούγκλας:
Οι εκλεγμένες κυβερνήσεις, οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί, ο συνδικαλισμός, οι διακηρύξεις των «δικαιωμάτων», η «τέταρτη εξουσία» της πληροφόρησης, απόμειναν ανυπόστατες σκιές, διακοσμητικό ντεκόρ στην απάνθρωπη, πλανητική εξουσία των κερδοσκόπων. Το νόμισμα αυτονομήθηκε από τις παραγωγικές και ανταλλακτικές ανθρώπινες σχέσεις, έγινε αφηρημένο «λογιστικό» χρήμα υπηρετικό ενός τερατώδους, ανίερου τζόγου με ανεξέλεγκτους παίκτες.
Οπως στα κομμουνιστικά καθεστώτα η «κεντρικά ελεγχόμενη οικονομία» κατάργησε την πολιτική και την υποκατέστησε με αυθαίρετες τυραννικές δικτατορίες που η καθεμιά επέβαλε τη δική της «νομενκλατούρα», έτσι και η «φιλελεύθερη» οικονομία καταργεί σήμερα απροκάλυπτα την πολιτική, την υποκαθιστά με παντοδύναμα παντελώς ανεξέλεγκτα οικονομικά «διευθυντήρια»:
Ιδιωτικοί οίκοι αξιολογούν τις οικονομίες κρατών, βαθμολογούν τη δανειοληπτική τους αξιοπιστία – δηλαδή αποφασίζουν ποια κοινωνία θα ευνοηθεί να ευημερήσει, ποια θα βυθιστεί σε λιμό, σε απόγνωση. Με φρενήρη ρυθμό εκποιούνται κοινωνικές περιουσίες λαών, εισάγονται στο πλανητικό καζίνο του χρηματιστηριακού παιγνίου, με ευφημισμούς ιταμής αναίδειας: όπως, το να θεωρείται ο παλιμβαρβαρισμός των «ιδιωτικοποιήσεων» κορύφωμα «εκσυγχρονισμού» και «προόδου».
Ισως για πρώτη φορά στα χρόνια μας, δυο χιλιετίες μετά Χριστόν, οι άνθρωποι να «γιορτάζουμε» Χριστούγεννα με ριζικά αντεστραμμένους, σε παγκόσμια κλίμακα, τους όρους κατανόησης της Γιορτής.
Η λέξη «απανθρωπία» κυριολεκτεί:
Στην Ελλάδα έχουμε ιστορικο-υλιστικό πρωτογονισμό ακατέργαστον. Αλλά και ιδεαλιστικό «εποικοδόμημα» υπερτροφικό: Υποχρεωτικό μάθημα θρησκευτικών στα σχολειά. Δύο Θεολογικές Σχολές, με τέσσερα Τμήματα, στα πανεπιστήμια Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Τέσσερις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες. Κάθε Κυριακή τη λειτουργία με κήρυγμα από την κρατική τηλεόραση. Ραδιοφωνικούς σταθμούς της αρχιεπισκοπής και μητροπόλεων. Πλημμυρίδα θρησκευτικών εντύπων – κάθε μητρόπολη το περιοδικό της, αλλά και ενορίες, χώρια τα έντυπα των ποικιλώνυμων θρησκευτικών οργανώσεων. Και με όλον αυτόν τον κηρυγματικό καταιγισμό, η ελλαδική κοινωνία σήμερα είναι ανατριχιαστικά ακατήχητη. Αγνοεί ακόμα και τα στοιχειώδη της εγκυκλοπαιδικής ενημέρωσης.
Ομως σώζεται, ακόμα, η έμπρακτη μαρτυρία της λατρείας: Η αποκαλυπτική δραματουργία, η ιλιγγιώδης ποίηση της υμνολογίας. Ο έρωτας που χωράει στη γλώσσα. Ο «τρόπος» εισόδου στη ρεαλιστική χαρά της Γιορτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου