3/1/2014: Πεθαίνει σε ηλικία 74 ετών ο Φιλ Έβερλι, ο οποίος μαζί με τον αδελφό του Ντον είχαν δημιουργήσει το συγκρότημα Everly Brothers, ένα από τα μεγαλύτερα αμερικανικά ροκ και κάντρι συγκροτήματα των δεκαετιών του 1950 και 1960
Ο «Μαύρος Πάνθηρας» ήταν ένας από τους κορυφαίους παίκτες όλων των εποχών. Πήρε τη Χρυσή Μπάλα το 1965 και ήταν δεύτερος το 1962 και το 1966. Παράλληλα βοήθησε την Πορτογαλία να καταλάβει την τρίτη θέση στο Μουντιάλ του 1966 όντας πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης με εννιά γκολ.
Αναγνωρισμένος ως ένας από τους σημαντικότερους πορτογάλους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών, ο Εουσέμπιο έπαιξε σε πολλές ομάδες αλλά αναδείχτηκε με την ομάδα της Μπενφίκα, σκοράροντας 319 γκολ σε μόνο 313 εμφανίσεις στο πρωτάθλημα, γινόμενος ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών στην ομάδα του και οδηγώντας την στην κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1962. Tο 1965 κατέκτησε τη Χρυσή Μπάλα.
Σημαντική ήταν και η συνεισφορά του σε επίπεδο εθνικών ομάδων, βοηθώντας την Εθνικής Πορτογαλίας να κατακτήσει την τρίτη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966, που διεξήχθη στην Αγγλία. Μέχρι το 2005 ήταν ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών της Εθνικής Πορτογαλίας, όταν και ο Παουλέτα έσπασε το ρεκόρ του.
Τότε φάνταζε μια τέλεια επιλογή: Καπνιστής από τα 14 του, με τα αδρά χαρακτηριστικά του άνδρα που θα μπορούσε να ενσαρκώσει τον άνθρωπο πρότυπο του «αμερικανικού τρόπου ζωής».
Αργότερα όμως ο Λόουσον συμμετείχε σε διαφημιστικές εκστρατείες κατά του καπνίσματος και μάλιστα είχε πρωταγωνιστήσει σε ένα φιλμάκι - παρωδία ακριβώς αυτών των διαφημίσεων που τον είχαν κάνει διάσημο σε όλον τον κόσμο.
Ωστόσο, εθισμένος στο κάπνισμα, ο Λόουσον δεν μπόρεσε να το κόψει παρά μόνο όταν ήταν πολύ αργά. «Ηξερε ότι τα τσιγάρα τον είχαν στο χέρι. Ηξερε ότι δεν μπορούσε να σταματήσει» είπε η γυναίκα του.
28/1/2014 Πεθαίνει σε ηλικία 94 ετών ο θρύλος της αμερικανικής φολκ μουσικής και ακτιβιστής της Αριστεράς, Πιτ Σίγκερ, εμπνευστής νεότερων μουσικών, όπως η Τζόαν Μπαέζ, ο Μπομπ Ντίλαν και ο Μπρους Σπρίνγκστιν.
Ο Σίγκερ θα μείνει στην ιστορία, μεταξύ άλλων, για τη διασκευή του παραδοσιακού θρησκευτικού τραγουδιού We Shall Overcome (Θα επικρατήσουμε), που αναδείχθηκε σε ύμνο του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών, ενώ δική του διασκευή είναι και η μεγάλη επιτυχία των Byrds του Ντέιβιντ Κρόσμπι «Turn! Turn! Turn!», με στίχους από τους Εκκλησιαστές της Καινής Διαθήκης.
Η επιλογή του Σίγκερ να ενταχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα ΗΠΑ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, του στοίχισε την παραπομπή του ενώπιον επιτροπής του Κογκρέσου το 1957, που απέφυγε, ωστόσο, να τον καταδικάσει σε ποινή φυλάκισης.
Γεννημένος στην πολιτεία της Νέας Υόρκης το 1919, ο Σίγκερ ήλθε σε επαφή με τη μουσική από τα πρώτα του χρόνια, χάρη στον μουσικολόγο πατέρα και την κλασική βιολονίστρια μητέρα του.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 εγκαταλείπει τις σπουδές δημοσιογραφίας, που έκανε στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, για να μετακομίσει στη Νέα Υόρκη, όπου γνωρίζεται με τον τραγουδιστή των μπλουζ, Χιούι Λεντμπέτερ, ευρέως γνωστό ως Λεντμπέλι. Το 1938 ξεκινά την περιπλάνησή του ως λαθρεπιβάτης σε εμπορικές αμαξοστοιχίες, διασχίζοντας όλες τις ΗΠΑ και βιώνοντας τις εμπειρίες των άστεγων ανέργων, που αποτυπώνει αργότερα στη μουσική του.
Το 1948 ιδρύει το συγκρότημα The Weavers, που συμβάλλει καθοριστικά στην αναβίωση της μουσικής φολκ, αποτελώντας πρότυπο για τα φολκ συγκροτήματα της δεκαετίας του 1960. Οι εμφανίσεις του συγκροτήματος σε απεργιακές κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις στρέφουν την προσοχή του FBI στα μέλη του, με αποτέλεσμα την παραπομπή του Σίγκερ ενώπιον της διαβόητης Επιτροπής Αντιαμερικανικών Υποθέσεων του Τζόζεφ Μακάρθι. Η άρνηση του Σίγκερ να καταθέσει σήμανε τον οριστικό αποκλεισμό του συγκροτήματος από τα αμερικανικά ερτζιανά και τηλεοπτικά δίκτυα.
Το 1959, ο Σίγκερ ιδρύει τον θεσμό του Φεστιβάλ Φολκ του Νιούπορτ στο παραλιακό Ρόουντ Αϊλαντ, με ετήσια συναυλία, που συνεχίζεται και στις μέρες μας. Διασκεδαστικό στιγμιότυπο διαδραματίσθηκε μεταξύ Σίγκερ και Ντίλαν το 1965 στο φεστιβάλ του Νιούπορτ, με αφορμή την απόφαση του Ντίλαν να χρησιμοποιήσει ηλεκτρική κιθάρα στην αυστηρά ακουστική συναυλία.
Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, η χρήση ηλεκτρικής κιθάρας από τον Ντίλαν προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από το κοινό, με τον παριστάμενο Πιτ Σίγκερ να καταδικάζει την τολμηρή καινοτομία του μουσικού του επιγόνου.
Ο Μαξιμίλιαν Σελ γεννήθηκε στη Βιένη και έζησε εξόριστος με τους γονείς του στην Ελβετία μετά την προσάρτηση της Αυστρίας στη ναζιστική Γερμανία το 1938. Μετά τον πόλεμο επέστρεψε στην Αυστρία. Ανήκε στους ευρωπαίους ηθοποιούς που πέτυχαν στο Χόλιγουντ.
Το 1961 τιμήθηκε με το Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου υποδυόμενος τον δικηγόρο ενός ναζί εγκληματία πολέμου στην ταινία του Στάνλεϊ Κράμερ "Τα απόρρητα της Νυρεμβέργης". Έπαιξε δίπλα στη Μάρλεν Ντίντριχ, τον Μπαρτ Λάνκαστερ, τον Σπένσερ Τρέισι, τον Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ.
Επί μακρόν στη σκιά της μεγαλύτερης αδελφής του Μαρία Σελ η οποία έκανε καριέρα στο Χόλιγουντ, ο Μαξιμίλιαν έκανε το ντεμπούτο του στο θέατρο στη Βασιλεία, σε ηλικία 23 ετών. Έμεινε πιστός στο σανίδι παίζοντας κυρίως τα τελευταία χρόνια στη Νέα Υόρκη, το 2000 μια θεατρική διασκευή "Των απορρήτων της Νυρεμβέργης" και στο Λονδίνο το 2006 σε σκηνοθεσία του Ρόμπερτ 'Ολτμαν θεατρικό έργο του Αρθουρ Μίλερ.
Στον κινηματογράφο η καριέρα του στο Χόλιγουντ άρχισε το 1958 σε ηλικία 28 ετών, δίπλα στο Μάρλον Μπράντο, ενώ μετείχε και σε μεγάλες παραγωγές όπως το Τopkapi (1964).
Ο Σελ γοήτευσε και το κοινό της όπερας με τη σκηνοθεσία του, κυρίως στο Λος Άντζελες, ύστερα από πρόσκληση του Πλάθιντο Ντομίνγκο για τον "Λόενγκριν" του Ρίχαρντ Βάγκνερ (2001) και τον "Ιππότη με το Ρόδο" του Ρίχαρντ Στράους (2005).
2/2/2014: Εντοπίζεται νεκρός στο διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη από υπερβολική δόση ναρκωτικών ο βραβευμένος ηθοποιός Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν
H μικρή Σίρλεϊ με τις ξανθιές μπούκλες - η μητέρα της επιμελούνταν το χτένισμά της που είχε κάθε φορά 56 μπούκλες- τα χαρακτηριστικά λακάκια και τις ικανότητές της στο χορό, μάγεψε το κοινό κατά την διάρκεια της μεγάλης ύφεσης και επί τέσσερα χρόνια ήταν η μεγαλύτερη σταρ. Στο πρόσωπό της, όλοι έβλεπαν το γλυκό, αθώο κοριτσάκι που θα ήθελαν να έχουν για κόρη τους, γι' αυτό και ήταν γνωστή με το χαϊδευτικό «America's little darling».
Στα έξι της έτη βραβεύτηκε με νεανικό τιμητικό Όσκαρ και μέχρι σήμερα, παραμένει η πιο νέα ηθοποιός που κέρδισε το βραβείο της Ακαδημίας.
Η Τεμπλ έπαιξε σε αρκετές ταινίες, μεταξύ των οποίων οι «Curly Top», «The Littlest Rebel», «Baby Take a Bow» και «Little Miss Marker» αλλά δεν μπόρεσε να συνεχίσει την κινηματογραφική της καριέρα με την ίδια επιτυχία ως ενήλικη.
Από το 1969 μέχρι το 1974, η Τεμπλ ήταν μέλος της αμερικανικής αποστολής στα Ηνωμένα Έθνη, από το 1974-1976 διετέλεσε πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Γκάνα και από το 1989-1992 ήταν η πρεσβευτής των ΗΠΑ στην τότε Τσεχοσλοβακία.
27/2/2014: Πεθαίνει σε ηλικία 66 ετών από έμφραγμα ο ισπανός μετρ του φλαμένκο Πάκο ντε Λουθία
Ο Πάκο ντε Λουθία γεννήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1947 στην πόλη αυτή της Ανδαλουσίας για να γίνει ένας καινοτόμος κιθαρίστας και συνθέτης διεθνούς εμβέλειας, που εκσυγχρόνισε το φλαμένκο συνδέοντάς το με την τζαζ, αντλώντας την έμπνευσή του από ποκίλους μουσικούς ορίζοντες.
6/4/2014: Φευγει απ τη ζωή σε ηλικία 93 ετών ο Αμερικανός ηθοποιός Μίκι Ρούνεϊ, που έγραψε ιστορία στον κινηματογράφο ως παιδί- θαύμα τις δεκαετίες '30 και '40
Ο Ρούνεϊ άφησε εποχή πρωταγωνιστώντας μαζί με την Τζούντι Γκάρλαντ στο κινηματογραφικό μιούζικαλ του 1939 «Babes in Arms», ενώ πρωταγωνίστησε και στο πλευρό της Ελίζαμπεθ Τέιλορ στην ταινία του 1944 «Εθνικό Βελούδο» με την οποία η Τέιλορ ξεκίνησε την καριέρα της.
Ο Ρούνεϊ πρωταγωνίστησε σε δεκάδες ταινίες ως Αντι Χάρντι, έπαιξε δίπλα στη λαμπερή Τζούντι Γκάρλαντ και απασχόλησε πολλές φορές τα μέσα ενημέρωσης με τους οκτώ γάμους του -μία από τις συζύγους του για μικρό διάστημα ήταν και η Αβα Γκάρντνερ προτού γίνει διάσημη. Ερωτηθείς κάποτε αν θα ξαναπαντρευόταν όλες τις πρώην συζύγους του, απάντησε: «Φυσικά. Τις αγάπησα όλες τους».
Ο Jim Hellwig μαζί με τους υπόλοιπους αστέρες του χώρου, όπως ο Hulk Hogan, o Mr Perfect, Jake The Snake, Andre The Giant, Dusty Rhodes, Jimmy Snuka, Steve Austin, Undertaker, The Rock κατάφεραν να αλλάξουν την ιστορία του WWE κάνοντας το Νο1 στο χώρο του θεάματος με εκατομμύρια θαυμαστές ανά την υφήλιο.
17/4/2014: Πεθαίνει σε ηλικία 87 ετών ο ΓΙΓΑΣ της παγκόσμιας λογοτεχνίας Γκαμπριελ Γκαρσία Μάρκες.
Ο Γκαρσία Μάρκες για τους πιο πολλούς ειδικούς είναι ο πατέρας του λογοτεχνικού είδους του μαγικού ρεαλισμού, το οποίο σημάδεψε την έκρηξη της λογοτεχνικής παραγωγής στη Λατινική Αμερική τις δεκαετίας του 1960 και του 1970. Από τη γενιά του Μάρκες, μόνος επιζών απομένει ο Μάριο Βάργκας Γιόσα, ένας λογοτέχνης επίσης βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας. Οι δύο άνδρες, άλλοτε στενοί φίλοι, είχαν συγκρουστεί άγρια πολλές φορές.
Ο Μάρκες είναι ακόμη ο συγγραφέας πασίγνωστων βιβλίων όπως Το Φθινόπωρο του Πατριάρχη (1975), Χρονικό Ενός Προαναγγελθέντος Θανάτου (1981), Έρωτας στα Χρόνια της Χολέρας (1985) και άλλων.
Ο Γκαρσία Μάρκες —ή Γκάμπο, όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι και οι θαυμαστές του— γεννήθηκε στην Αρακατάκα, μια πόλη στη βόρεια επαρχία Μαγκνταλένα της Κολομβίας, την 6η Μαρτίου του 1927. Από την παιδική του ηλικία στην πόλη αυτή, όπου τα έσοδα έφερναν κυρίως οι φυτείες μπανάνες, άντλησε έμπνευση για το λογοτεχνικό του έργο. Το Μακόντο, το διάσημο φανταστικό χωριό όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση του μυθιστορήματός του Εκατό Χρόνια Μοναξιά, παραπέμπει ακριβώς στην Αρακατάκα.
Τα βιβλία του πιο γνωστού λατινοαμερικάνου συγγραφέα πούλησαν δεκάδες εκατομμύρια αντίτυπα. Αν και έγραφε ασταμάτητα νουβέλες και ιστορίες όπως το Ο Συνταγματάρχης Δεν Έχει Κανέναν Να Του Γράψει την δεκαετία του 1950 και του 1960, δυσκολεύτηκε για πολλά χρόνια να βρει τη φωνή του. Το έκανε όμως με δραματικό τρόπο στα Εκατό Χρόνια Μοναξιά, ένα βιβλίο που ο εκλιπών Κάρλος Φουέντες είχε αποκαλέσει κάποτε «τον λατινοαμερικάνικο Δον Κιχώτη».
Ο Μάρκες συνέθεσε απίστευτα και υπερφυσικά συμβάντα με λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής και με τις πολιτικές πραγματικότητες της Λατινικής Αμερικής — άλλοτε κωμικές, άλλοτε τραγικές.
Ο ίδιος έλεγε πως προσπάθησε να γράψει όπως θυμόταν να λέει ιστορίες η γιαγιά του. «Έλεγε πράγματα που ακούγονταν υπερφυσικά και φανταστικά, αλλά τα έλεγε με απόλυτη φυσικότητα. Ανακάλυψα ότι αυτό που έπρεπε να κάνω ήταν να πιστέψω ο ίδιος και να γράψω με την ίδια έκφραση που τις έλεγε η γιαγιά μου: με πρόσωπο από πέτρα».
Τα βιβλία του Μάρκες σημάδεψαν μια εξαιρετικά ταραγμένη εποχή στο μεγαλύτερο μέρος της Λατινικής Αμερικής — όταν το χάος ήταν το φυσιολογικό και η πραγματικότητα έμοιαζε να συνορεύει με το σουρεαλισμό.
Ο ίδιος έλεγε πως επηρεάστηκε βαθιά από τη Μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα αλλά και από σημαντικούς προγενέστερους και σύγχρονούς του λατινοαμερικάνους συγγραφείς, όπως ο Μεξικάνος Χουάν Ρούλφο ή ο Αργεντινός Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ήταν ο Αμερικανός Ουίλιαμ Φόκνερ, είχε πει, εκείνος που τον ενέπνευσε να αναπαραστήσει με τον τρόπο που το έκανε «την ατμόσφαιρα, την παρακμή, την ζέστη» στο Μακόντο, το φανταστικό χωριό στο οποίο έδωσε το όνομα μιας μπανανοφυτείας λίγο έξω από την Αρακατάκα.
Όπως πολλοί από τους σύγχρονους του λατινοαμερικάνους λογοτέχνες, ο Γκαρσία Μάρκες αναμίχθηκε ενεργά στην πολιτική και φλέρταρε με τον κομμουνισμό.
Ταξίδεψε στην μετεπαναστατική Κούβα και ανέπτυξε μια στενή προσωπική φιλία με τον ηγέτη της, τον Φιδέλ Κάστρο. «Ένας άνθρωπος με απέραντο ταλέντο και τη γενναιοδωρία ενός παιδιού, ένας άνθρωπος για το αύριο», είχε γράψει ο Κάστρο για τον φίλο του το 2003. «Η λογοτεχνία του είναι απόδειξη της ευαισθησίας του και του γεγονότος ότι ποτέ δεν εγκατέλειψε τις ρίζες του, την λατινοαμερικάνικη έμπνευσή του, την πίστη του στην αλήθεια».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είχαν απαγορεύσει στον Γκαρσία Μάρκες να εισέρχεται στη χώρα για μια δεκαετία αφού συνέβαλε να ιδρυθεί το γραφείο του επίσημου πρακτορείου ειδήσεων της Κούβας στη Νέα Υόρκη, ενώ η Ουάσινγκτον τον κατηγορούσε επίσης πως χρηματοδοτούσε αριστερούς αντάρτες στην πατρίδα του.
Παρά τη μεγάλη φήμη του ως αριστερού διανοούμενου, επικριτές του είχαν στηλιτεύσει το ότι δεν έκανε όσα πιθανόν μπορούσε για να συμβάλει να τερματιστεί ο ατέλειωτος εμφύλιος πόλεμος στην Κολομβία. Αντ' αυτού, εγκατέλειψε την πατρίδα του και μετανάστευσε στο Μεξικό. Η ανελέητη κριτική που ασκούσε στους πολιτικούς στην Κολομβία αντηχεί ακόμη στα αυτιά πολλών.
Καταδίκαζε απερίφραστα τον λεγόμενο πόλεμο των ναρκωτικών των ΗΠΑ, ο οποίος, όπως έλεγε, δεν είναι «τίποτε άλλο παρά ένα εργαλείο επέμβασης στη Λατινική Αμερική». Αργότερα πάντως ανέπτυξε μια φιλία με τον πρώην Αμερικανό πρόεδρο Μπιλ Κλίντον.
20/4.2014: Αφήνει την τελευταία του πνοή σε ηλικία 76 ετών στο Τορόντο του Καναδά ο Αμερικανός πρώην πυγμάχος Ρούμπιν Κάρτερ, γνωστός με το προσωνύμιο «The Hurricane» (τυφώνας).
Ο Κάρτερ έγινε γνωστός παγκοσμίως για το γεγονός ότι πέρασε 19 χρόνια στη φυλακή για ένα τριπλό έγκλημα το οποίο ποτέ δεν διέπραξε, το 1966 στο Νιου Τζέρσι. Σε μια περίοδο με το στοιχείο του φυλετικού ρατσισμού ιδιαίτερα έντονο στην αμερικανική κοινωνία, καταδικάστηκε για τον φόνο τριών λευκών, μετά από την μαρτυρία δύο επίσης λευκών μαρτύρων, οι οποίοι μάλιστα την ώρα του εγκλήματος επιχειρούσαν να διαπράξουν ληστεία κοντά στο σημείο.
Ωστόσο, οι μάρτυρες άλλαξαν τις καταθέσεις τους το 1974 και ο Κάρτερ αφέθηκε ελεύθερος το 1976. Η περιπέτειά του όμως δεν έλαβε τέλος, καθώς την ίδια χρόνια ένας μάρτυρας αναίρεσε τις αλλαγές στην κατάθεση του, με αποτέλεσμα να επιστρέψει στις φυλακές, πριν αποφυλακιστεί οριστικά το 1985.
Η υπόθεση τον μετέτρεψε σε σύμβολο των κινημάτων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ μεγάλες προσωπικότητες όπως ο Μοχάμεντ Άλι και ο Μπομπ Ντίλαν, ο οποίος έγραψε προς τιμήν του το πασίγνωστο τραγούδι «Hurricane», εξέφρασαν από την πρώτη στιγμή την υποστήριξή τους στον αγώνα του.
Το 1999, τον Κάρτερ ενσάρκωσε στην μεγάλη οθόνη ο Ντένζελ Ουάσινγκτον στην ταινία «The Hurricane», που πήρε το όνομά της από το προσωνύμιό του και χάρισε στον γνωστό ηθοποιό μια Χρυσή Σφαίρα και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Α΄Ανδρικού Ρόλου.
Μετά την αποφυλάκισή του, ο Κάρτερ μετακόμισε στο Τορόντο, όπου διοργάνωσε καμπάνιες υπέρ των δικαιωμάτων των άδικα καταδικασθέντων.
Μάλιστα, σε άρθρο του στην εφημερίδα «New York Daily News» τον περασμένο Φεβρουάριο, δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει τον δικαστή Λι Σάροκιν, για την απόφαση αποφυλάκισής του.
«Έζησα στην κόλαση στα πρώτα μου 49 χρόνια και είμαι στον παράδεισο τα τελευταία 28. Ένας κόσμος, όπου η αλήθεια έχει πραγματική σημασία και η δικαιοσύνη, έστω και αργά, απονέμεται, είναι παράδεισος για όλους μας», ανέφερε μεταξύ άλλων
Τότε, σε ειδική τελετή προς τιμήν της ο δήμαρχος της Αρχαίας Ολυμπίας, την είχε βραβεύσει για την προσφορά της στον αθλητισμό. «Αγαπώ την Ελλάδα και τους Έλληνες. Είστε ένας περήφανος κι υπέροχος λαός που το δείχνετε στην καθημερινότητά σας», είχε δηλώσει η υπεραθλήτρια γιαγιά, που αν και κουβαλούσε πάνω από έναν αιώνα στην πλάτη της, εξακολουθούσε να γυμνάζεται με ενθουσιασμό ώς το τέλος.
Το 2009 η Φριθ έγινε η γηραιότερη γυναίκα που κέρδισε χρυσό μετάλλιο στη σφαιροβολία και έγινε κάτοχος παγκοσμίου ρεκόρ συμμετέχοντας στους Μasters Games, που έγιναν στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας. Μάλιστα, ήταν η μοναδική αθλήτρια στην κατηγορία των συμμετεχόντων άνω των 100 ετών.
30/4/2014: Πεθαίνει, σε ηλικία 71 ετών από πνευμονία ο Βρετανός ηθοποιός Μπομπ Χόσκινς.
Ο Χόσκινς είχε τιμηθεί με το βραβείο Όσκαρ το 1987 για την ερμηνεία του στο δράμα μυστηρίου «Mona Lisa», έχοντας συνυποψήφιους τον σερ Μάικλ Κέιν και τον Ρόμπι Κόλτρεϊν.
Είχε ανακοινώσει ότι αποσύρεται από την υποκριτική το 2012, μετά τη διάγνωσή ότι έπασχε από τη νόσο του Πάρκινσον.
25/5/2014: Αφήνει την τελευταία του πνοή, ύστερα από μακρά ασθένεια, ο τελευταίος ηγέτης της κομμουνιστικής Πολωνίας, στρατηγός Βόιτζσεχ Γιαρουζέλσκι σε ηλικία 91 ετών
Ο Γιαρουζέλσκι έγινε γνωστός για την απόφασή του να επιβάλει στρατιωτικό νόμο τον Δεκέμβριο του 1981 σε μια προσπάθεια να καταστείλει το κίνημα του οποίου ηγείτο ο Λεχ Βαλέσα, ο επικεφαλής του συνδικάτου Αλληλεγγύη. Ο Γιαρουζέλσκι γεννήθηκε το 1923 και εντάχθηκε ως νεαρός στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Ανέλαβε γ.γ. της ΚΕ του ΚΚ Πολωνίας το 1980.Παρότι κατέστειλε την εξέγερση, της οποίας ηγείτο το συνδικάτο «Αλληλεγγύη» το 1981, ο Γιαρουζέλσκι μερικά χρόνια αργότερα ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την Αλληλεγγύη και εν τέλει οδήγησε την Πολωνία σε βουλευτικές εκλογές, οι οποίες ανέδειξαν νικητή τον Λεχ Βαλέσα.
29/5/2014: Πεθαίνει σε ηλικία 86 ετών η Μάγια Αγγέλου μια από τις πιο σημαντικές Αμερικανίδες πεζογράφους και ποιήτριες. Η Μάγια Αγγέλου (ορθή προφορά: Άντζελου) καθόρισε, για πενήντα χρόνια, τη λογοτεχνική σκηνή των ΗΠΑ, καταθέτοντας, ιδίως μέσα από τα αυτοβιογραφικά της βιβλία, την πολυτάραχη ζωή της και τη διπλή της εμπειρία, ως γυναίκα και Αφροαμερικανίδα.
Γεννήθηκε το 1928 στο Σεν Λούις του Μιζούρι, ως Μαργκερίτ Αν Τζόνσον, παιδί μιας οικογένειας Αφροαμερικανών, σχετικά ευκατάστατης για τα δεδομένα της εποχής. Σε ηλικία οκτώ ετών, έπεσε θύμα βιασμού από τον εραστή της μητέρας της, ένα τραυματικό γεγονός που την άφησε σχεδόν μουγκή για τα επόμενα πέντε χρόνια, ένα διάστημα σιωπής και περισυλλογής κατά το οποίο, κατά δική της ομολογία, ξεκίνησε να ερωτεύεται τη λογοτεχνία και τη συγγραφή.
Στα 17 της απέκτησε ένα γιο εκτός γάμου και κατόπιν άλλαξε πολλά επάγγελματα, από οδηγός λεωφορείου (η πρώτη μαύρη γυναίκα που άσκησε το εν λόγω επάγγελμα στο Σαν Φρανσίσκο) και μαγείρισσα μέχρι πόρνη.
Στα 23 της παντρεύτηκε τον ελληνικής καταγωγής ηλεκτρολόγο Τος Άνγκελος, με τον οποίο σύντομα χώρισε, αλλά κράτησε το επώνυμό του. Στα επόμενα χρόνια, έκανε όνομα ως επαγγελματίας χορεύτρια calypso, συμμετείχε σε παγκόσμιες περιοδείες, έπαιξε σε μιούζικαλ και όπερες όπως το «Πόργκι και Μπες».
Στη δεκαετία του ’60, υπήρξε φίλη και σύμμαχος των Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και Μάλκολμ Χ – οι δολοφονίες τους τη συγκλόνισαν. Ενεργή πολιτικά, πολέμιος του άπαρτχαϊντ, υποστηρίκτρια του Κάστρο, ξεκίνησε παράλληλα τη συγγραφική της καριέρα και έγινε γνωστή χάρη στον πρώτο τόμο των απομνημονευμάτων της, με τίτλο «Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί» («I know why the caged bird sings»). Στα ελληνικά κυκλοφορεί ακόμα το βιβλίο της «Τα δυνατά πουλιά της επαγγελίας».
Συνέχισε – απρόθυμα – να εμφανίζεται στη σκηνή (το 1973 ήταν υποψήφια για Τόνι) και στην τηλεόραση. Στη δεκαετία του ’90 έδωσε ποικίλες διαλέξεις για τη ζωή της και το 1993 διάβασε ποίημά της στην ορκωμοσία του Προέδρου Μπιλ Κλίντον. Το 2000 της απονεμήθηκε το Εθνικό Μετάλλιο Τεχνών και το 2011 το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας
5/6/2014: Πεθαίνει σε ηλικία 93 ετών ο Τσέστερ Νεζ, ένας από τους 29 Ινδιάνους Νάβαχο που συμμετείχαν στη δημιουργία του κώδικα επικοινωνίας που δεν κατόρθωσαν να σπάσουν οι Ιάπωνες κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο δεκανέας Τσέστερ Νεζ στρατολογήθηκε μαζί με 28 ακόμη Νάβαχο από το Σώμα των Πεζοναυτών το 1942 για τη δημιουργία μίας κωδικοποιημένης γλώσσας που θα χρησιμοποιείτο στις επικοινωνίες με τα πεδία των συγκρούσεων με βάση τη γλώσσα των Νάβαχο.
Στη συνέχεια συμμετείχε στον πόλεμο του Ειρηνικού, στο Γκουανταλκανάλ, το Γκουάμ, το Πελελίου και το Μπουγκενβίλ.
«Είμαι πολύ υπερήφανος για το ότι οι Ιάπωνες έκαναν τα πάντα για να σπάσουν τον κώδικα, αλλά δεν το κατάφεραν ποτέ» είχε δηλώσει το 2013 στην εφημερίδα του αμερικανικού στρατού Stars and Stripes.
Συνολικά, περί τους 400 Ινδιάνοι Νάβαχο έλαβαν μέρος στον πόλεμο του Ειρηνικού ως code talkers.
Επειδή η γλώσσα των Νάβαχο είναι τονική και δεν είναι γραπτή, είναι εξαιρετικά δύσκολο για κάποιον που δεν είναι η μητρική του να την μάθει.
Ο κώδικας δημιούργησε μία αλφάβητο βασισμένη σε αγγλικές λέξεις όπως «ant» για το «A» , οι οποίες στη συνέχεια μεταφράσθηκαν στην αντίστοιχη λέξη στην γλώσσα των Νάβαχο.
Έτσι, για παράδειγμα, η λέξη «moasi» που σημαίνει «γάτα» (cat) αντιστοιχούσε στο γράμμα «C». Στο πεδίο της μάχης, οι Ινδιάνοι code talkers μετέδιδαν έτσι προφορικά κρυπτογραφημένα μηνύματα στη γλώσσα τους.
Ο κώδικας παρέμεινε μυστικός μέχρι τη δεκαετία του 1980, για την περίπτωση που θα ήταν χρήσιμος και σε άλλον πόλεμο.
24/6/2014: Φευγει από τη ζωή σε ηλικία 98 ετών ο θρυλικός πρωταγωνιστής των γουέστερν, Ιλάι Γουάλας, ο οποίος άφησε εποχή ως «άσχημος» στην ταινία «Ο καλός, ο κακός κι ο άσχημος»
Γεννήθηκε στο Μπρούκλιν και ήταν ένα από τα λίγα παιδιά εβραίων στην γειτονιά του, όπου κατοικούσαν κατά βάση ιταλο-αμερικανοί. Οι γονείς του είχαν κατάστημα ψιλικών εκεί και τίποτε δεν έδειχνε ότι ο θα μπορούσε να υποδυθεί τόσο καλά τον καουμπόη, ωστόσο μερικά από τα καλύτερα έργα του ήταν γουέστερν.
Πολλοί κριτικοί θεωρούν ότι ο ρόλος στον οποίο διακρίθηκε ήταν του Καλβέρα, του οπλαρχηγού μεξικανικής συμμορίας στην ταινία «Και οι Επτά ήταν Υπέροχοι», μια προσαρμογή της ιαπωνικής κλασικής ταινίας «Οι Επτά Σαμουράι».
Άλλοι τον προτιμούν στη ταινία «Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος», ως «άσχημο» Τούκο, απέναντι από τον Κλιντ Ίστγουντ στο κλασικό σπαγγέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε.
Άλλοι σημαντικοί ρόλοι του ήταν στις ταινίες «Η κατάκτηση της Δύσης», «Το Χρυσάφι του Μακένα», «Ο Λόρδος Τζιμ», «Τζένγκις Χαν», «Πώς να κλέψετε ένα εκατομμύριο δολάρια», «Ο Νονός ΙΙΙ», αλλά και στους «Αταίριαστους», δίπλα στον τον Κλαρκ Γκέιμπλ και την Μέριλιν Μονρόε.
Ο Γουάλας επρόκειτο να υποδυθεί τον Άντζελο Μάτζιο στην ταινία του 1953 «Από εδώ στην αιωνιότητα», αλλά αντικαταστάθηκε από τον Φρανκ Σινάτρα, ο οποίος βραβεύτηκε με Οσκαρ για την ερμηνεία του. Υπήρξαν φήμες ότι ο Σινάτρα πήρε το ρόλο, μετά τη μεγάλη επιρροή που είχαν ασκήσει συμμορίες που υποχρέωσαν να αντικατασταθεί ο Γουάλας.
Ωστόσο ο είχε δηλώσει ότι αρνήθηκε το ρόλο αυτό προκειμένου να παίξει σε θεατρικό έργο του Τένεσι Ουίλιαμς.
Συνέχισε να πρωταγωνιστεί σε ταινίες μέχρι και πριν από μερικά χρόνια και η τελευταία του ταινία ήταν τo 2010, η «Γουόλ Στριτ» με τον Μαϊκλ Ντάγκλας.
Ο Ιλάι Γουάλας απέσπασε πολλές τιμητικές διακρίσεις και το 2010 του απονεμήθηκε τιμητικό βραβείο για το σύνολο της προσφοράς στο στον κινηματογράφο.
Συνέχισε να παίζει σε ταινίες ακόμη και όταν διήνυε την ηλικία των 90 ετών, αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Τέξας και το City College της Νέας Υόρκης.
Στο Τέξας απέκτησε δεξιότητες ιππασίας, οι οποίες τον βοήθησαν σημαντικά στους ρόλους του αργότερα στις ταινίες γουέστερν. Σπούδασε επίσης υποκριτική στο Actors Studio Neighborhood Playhouse πριν ξεσπάσει ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος και αφού υπηρέτησε στο στρατό κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το 1948 παντρεύτηκε την Αν Τζάκσον, με την οποία είχε παίξει στη σνηνή του Μπρόντγουεϊ, και απέκτησαν τρία παιδιά.
7/7/2014: Πεθαινει ο πρώην πρόεδρος της Γεωργίας και πρώην σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών Έντουαρντ Σεβαρντνάντζε σε ηλικία 86 ετών
7/7/2014: Αφηνει την τελευταία του πνοή σε ηλικία 88 ετών σε νοσοκομείο της Μαδρίτης ο ποδοσφαιρικός θρύλος της Ρεάλ Μαδρίτης Αλφρέδο Ντι Στέφανο. Ο Ντι Στέφανο κατέκτησε πέντε Κύπελλα Ευρώπης με την Ρεάλ Μαδρίτης και οκτώ πρωταθλήματα, βάζοντας την υπογραφή του στην πιο λαμπρή περίοδο της ομάδας. Ως προπονητής κατέκτησε το πρωτάθλημα με την Βαλένθια.
Γεννημένος στη Βουδαπέστη, ο Ερντέλι Ταμάς, όπως ήταν το αληθινό του όνομα, πέθανε από καρκίνο σε ηλικία 62 ετών, σύμφωνα με το περιοδικό Variety.
Το συγκρότημα ιδρύθηκε το 1974 και εντάχθηκε στην αντεργκράουντ σκηνή της Νέας Υόρκης. Τα τρία πρώτα του άλμπουμ γνώρισαν εντυπωσιακή επιτυχία: "Ramones" (1976, "Leave Home" και "Rocket Russia" (1977).
Το συγκρότημα διαλύθηκε επισήμως το 1996 και μπήκε στο "Rock and Roll Hall of Fame" το 2002.
Ο τραγουδιστής Τζόι Ραμόουν πέθανε το 2001, ο μπασίστας Ντι Ντι Ραμόουν, το 2002 και ο κιθαρίστας Τζόνι Ραμόουν, το 2004.
"Οι "The Ramones" δεν ήταν απλώς μουσική: ήταν ιδέα", αναγράφεται στη σελίδα του συγκροτήματος στο Facebook, σε επανάληψη της δήλωσης του Τόμι Ραμόουν το 1978.
14/7/2014: Πεθαίνει σε ηλικία 90 ετών νοτιοαφρικανή νομπελίστρια συγγραφέας Ναντίν Γκόρντιμερ, μια από τις δυνατότερες λογοτεχνικές φωνές κατά του καθεστώτος του απαρτχάιντ,
15/7/2014: Σε ηλικία 90 ετών έφυγε από τη ζωή η πρώτη μαύρη γυναίκα που κατέκτησε χρυστό Ολυμπιακό μετάλλιο, η αμερικανίδα Αλις Κόουτσμαν Ντέιβις.
Η θρυλική αθλήτρια του στίβου, η οποία για την επίδοσή της στο άλμα εις ύψος είχε ανέβει στο υψηλότερο σκαλί του Ολυμπιακού βάθρου στους Αγώνες του 1948 στο Λονδίνοσυνοδεύοντας μάλιστα την επιτυχία της με νέο παγκόσμιο ρεκόρ, καθώς υπερέβη τα 1,68 μέτρα.
Είχε κερδίσει τον πρώτο εθνικό της τίτλο στην ηλικία των 16 ενώ είχε αποσυρθεί από τον αθλητισμό σε ηλικία 25 ετών, μετά την κατάκτηση του χρυσού ολυμπιακού μεταλλίου.
20/7/2014: Φευγει από τη ζωή σε ηλικία 86 ετών ο Αμερικανός ηθοποιός Τζέιμς Γκάρνερ, γνωστός από την δουλειά του στον κινηματογράφο και κυρίως στην τηλεόραση. Ο Γκάρνερ πρωταγωνίστησε σε δυο δημοφιλέστατες και στην Ελλάδα σειρές, τους «Φακέλους του Ρόκφορντ», όπου υποδύθηκε τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Τζιμ Ρόκφορντ και στο γουέστερν «Μάβερικ».
Γεννημένος τον Απρίλιο του 1928 στο Νόρμαν της Οκλαχόμα, ο Γκάρνερ πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατο της μητέρας του. Η μητριά του συμπεριφερόταν βίαια στον ίδιο και τα αδέλφια του όταν ο πατέρας του αναγκάστηκε να μετακομίσει στο Λος Αντζελες αναζητώντας σταθερή δουλειά. Στα 16 του ο Γκάρνερ τον ακολούθησε και η πρώτη του γεύση από την ζωή στο Χόλιγουντ ήταν ως μοντέλο για μαγιό.
Το σύστημα δεν του άρεσε, άφησε το Χόλιγουντ και επέστρεψε στο Νόρμαν για να τελειώσει το σχολείο, κάτι που δεν έγινε. Ενεγράφη στην Εθνοφρουρά και το 1949 εστάλη στην Κορέα όπου πολέμησε και απέσπασε δυο μετάλλια της Πορφυρής Καρδιάς.
Επιστρέφοντας από την Κορέα πείστηκε από έναν γνωστό και φίλο του παραγωγό να ασχοληθεί με την ηθοποιία κάτι που έκανε παίζοντας στην θεατρική επιτυχία του Μπρόντγουεϊ «Η ανταρσία του Κέιν». Νέα προσπάθεια στο Χόλιγουντ. Και πάλι διαφημίσεις αλλά και ένα συμβόλαιο με το στούντιο Warner Bros.
Το 1957 κέρδισε τον πρώτο ρόλο στην σειρά «Μάβρικ», ένα κωμικό γουέστερν στο οποίο υποδύθηκε έναν γοητευτικό τυχοδιώκτη. Για τον ρόλο του Μπρετ Μάβερικ ο Γκάρνερ απέσπασε την Χρυσή Σφαίρα το 1958 και μια υποψηφιότητα για ΕΜΜΥ το 1957 (αμέτρητες οι υποψηφιότητές του και στα δυο βραβεία). Το 1960 εγκατέλειψε το σόου για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην κινηματογραφική καριέρα του. Οι ταινίες «Η μεγάλη απόδραση», «36 ώρες» και «» ανήκουν στις μεγάλες επιτυχίες του.
Ο ρόλος του Μάβερικ θα τον ακολουθούσε σε όλη την καριέρα του και όταν πολλά χρόνια αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 γυρίστηκε μια κινηματογραφική ταινία με τον Μελ Γκίμπσον και την Τζόντι Φόστερ, ο Γκάρνερ βρισκόταν τιμής ένεκεν στη διανομή.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο ρόλος του Τζιμ Ρόκφορντ, του ντετέκτιβ με την καλή καρδιά απογείωσε την καριέρα του Γκάρνερ στα ύψη. Επαιξε τον ήρωα έξι ολόκληρες σεζόν με πέντε υποψηφιότητες στα ΕΜΜΥ και ένα βραβείο.
30/7/2014: Πεθαίνει σε ηλικία 93 ετών το τελευταίο μέλος του πληρώματος του αεροσκάφους Enola Gay που έριξε την πρώτη ατομική βόμβα στην ιαπωνική πόλη Χιροσίμα στις 6 Αυγούστου του 1945. Ο Θίοντορ Βαν Κερκ άφησε την τελευταία του πνοή σε γηροκομείο της πολιτείας Τζόρτζια των ΗΠΑ, μετέδωσαν μέσα ενημέρωσης.
Ο Βαν Κερκ ήταν ο πιλότος του αεροπλάνου που έριξε την πρώτη ατομική βόμβα που χρησιμοποιήθηκε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο ίδιος είχε δηλώσει σε δημοσιογράφους ότι από τη στιγμή που είδε την βόμβα να εκρήγνυται, δεν ήθελε να δει ποτέ ξανά να χρησιμοποιείται ένα τέτοιο όπλο.
Ωστόσο, είχε υπερασπιστεί τη χρήση της βόμβας, χαρακτηρίζοντάς την ως το μικρότερο από τις δύο καταστροφικές επιλογές, σε σύγκριση με τις συνεχείς εναέριες επιθέσεις σε κύρια ιαπωνικά νησιά και την προγραμματισμένη εισβολή των ΗΠΑ.
«Η βόμβα πραγματικά έσωσε ζωές, παρά τον τεράστιο αριθμό των θυμάτων στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, αφού η καταστροφή που θα είχε προκληθεί διαφορετικά στην Ιαπωνία θα ήταν τεράστια», είχε δηλώσει.
Το βομβαρδιστικό αεροσκάφος B-29 Enola Gay των ΗΠΑ μετέφερε 12μελές πλήρωμα και έριξε τη βόμβα, στην οποία είχε δοθεί το παρατσούκλι «Little Boy», στη Χιροσίμα την τελευταία περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο αριθμός των νεκρών από την έκρηξη εκτιμάται περίπου στους 140.000.
11/8/2014: Αυτοκτονεί ο ηθοποιός Ρόμπιν Γουίλιαμς σε ηλικία 63 ετών.
Στις στις 13 Μαρτίου του 2009 είχε υποβληθεί σε εγχείρηση καρδιάς, στην κλινική Κλίβελαντ (Cleveland), στο Οχάϊο (Ohio).
Ο Ρόμπιν είχε σταθεί τότε πιο τυχερός από τον μεγαλύτερο αδερφό του Ρόμπερτ Γουίλιαμς (Robert Williams) που πέθανε το 2007, από επιπλοκές μετά την ίδια επέμβαση.
Γεννήθηκε στις 21 Ιουλίου 1951 στο Chicago του Illinois. Ο πατέρας του ήταν στέλεχος της Ford Motor Company και η μητέρα του ήταν μοντέλο, ενώ και οι δύο του γονείς είχαν ήδη παιδιά από προηγούμενες τους σχέσεις. Ο νεαρός Robin ήταν κοντούλης, ντροπαλός και μοναχικός, ενώ οι συμμαθητές του μόνιμως τον κορόιδευαν. Εκείνος για να αποφύγει τα πειράγματα τους έψαχνε κάθε φορά και άλλη διαδρομή για την επιστροφή στο σπίτι. Κατάφερε σταδιακά να κερδίσει κάποια ίχνη σεβασμού μιας και σαν αθλητικός τύπος που ήταν, έπαιρνε μέρος σε ομάδες πυγμαχίας και έκανε τα αλλά παιδιά να γελάνε με τα αστεία κατορθώματα του την ώρα της μάχης.
Όταν ο πολυάσχολος πατέρας του Robin αποφάσισε να πάρει πρόωρη σύνταξη όλη η οικογένεια μετακόμισε στο Martin County κοντά στο San Francisco. Εκεί ο Robin τελείωσε τις βασικές σπουδές του και μετά την αποφοίτησή του το 1971 πήγε στο Claremont Men's College όπου σπούδασε πολιτικές επιστήμες. Μετά το κολέγιο γράφτηκε στο College of Marin για να σπουδάσει ηθοποιία, αποδεικνύοντας ότι ήταν πραγματικά προικισμένος κερδίζοντας μια υποτροφία στο Julliard School της Νέας Υόρκης. Εκεί ερωτεύτηκε τη χορεύτρια Valerie Velardi, με την οποία παντρεύτηκε μόλις ένα χρόνο μετά τη γνωριμία τους το 1978 και σύντομα απέκτησαν ένα γιο το Zachary.
Μαζί του στο Julliard School ήταν και ο Christofer Reeve, με τον οποίο ανέπτυξε μια δυνατή φιλία. Οι δυο φίλοι είχαν ορκιστεί ότι ο ένας θα βοηθούσε τον άλλον σε περίπτωση αποτυχίας. Λίγο μετά την αποφοίτηση τους, ο Robin έπαιξε στην τηλεοπτική σειρά «Mork And Mindy» ενώ ο Reeve στον «Superman». Και οι δυο έκαναν μεγάλη επιτυχία. Αξίζει να σημειώσουμε πως η φιλία τους συνεχίστηκε μέχρι το δραματικό τέλος της ζωής του Reeve, όταν Robin Williams είχε προσφερθεί να καλύψει τα έξοδα νοσηλείας του φίλου του.
Ακούγοντας τη συμβουλή του καθηγητή του John Houseman, αποφάσισε να δώσει βάρος στην κωμωδία. Μετακόμισε στο Los Angeles όπου γνώρισε τον Jay Leno ο οποίος τον βοήθησε να βρει διάφορες δουλείες, σπρώχνοντάς τον αναπτύξει το απίθανο χιούμορ του. Έτσι το 1978 και 1979 ο Robin έκανε μόνο τηλεόραση και εμφανίστηκε στο «The Richard Pryor Show» και στην τεράστια επιτυχία «Happy Days». Ακολούθησε ο πρώτος δημοφιλής κινηματογραφικός ρόλος ως Ποπαύ (Popeye - 1980) σε σκηνοθεσία Robert Altman
Σταδιακά οι ρόλοι που του προσφέρονταν άρχισαν να είναι όλο και πιο καλοί. Παράλληλα στη δεκαετία του 80 ηχογράφησε τρεις δίσκους, ενώ κατάφερε και ξεπέρασε πρόβλημα εθισμού στα ναρκωτικά. Το πρώτο του μεγάλο βραβείο ήρθε το 1986 και ήταν μουσικό. Τιμήθηκε με βραβείο Grammy για το Live At The Met ενώ παράλληλα προετοιμάζονταν για το ρόλο του ραδιοφωνικού παραγωγού στο «Good Morning Vietnam». Η ταινία απέσπασε πολύ καλές κριτικές, η ταινία ήταν εμπορική επιτυχία με εισπράξεις πάνω από εκατό εκατομμύρια δολάρια, ενώ για τον Robin Williams έφερε την πρώτη του υποψηφιότητα για Oscar.
Αν και στον επαγγελματικό τομέα ο Robin τα πήγαινε περίφημα στην προσωπική του ζωή τα πράγματα τότε δεν ήταν και τόσο καλά. Το 1988 χώρισε με τη σύζυγο του Valerie και ερωτεύτηκε τη Marsha Garces νταντά, που η Valerie είχε προσλάβει λίγο νωρίτερα για να προσέχει τον γιο τους. Το ζευγάρι παντρεύτηκε τον Απρίλιο του 1989 και λίγο αργότερα απέκτησαν δυο παιδία την Zelda και τον Cody, ενώ από τότε η Marsha έγινε η μάνατζερ του.
Το 1989 ο Robin Williams έκανε θεατές σε όλο τον κόσμο να δακρύσουν πρωταγωνιστώντας στην ταινία «Dead Poets Society», αποσπώντας μια ακόμα υποψηφιότητα για βραβείο Oscar πρώτου ανδρικού ρόλου. Λίγο αργότερα ήρθαν τρεις μοναδικοί ρόλοι: στο Dead Again του Kenneth Bring, στο Fisher King (με μια ακόμα υποψηφιότητα για Oscar) και στο Hook υπό την σκηνοθετική καθοδήγηση του Spielberg. Αποδεικνύοντας την αγάπη του για τα παιδία, μεταμορφώνεται το 1992 σε Aladdin, στο ομότιτλο cartoon της Disney. H σύζυγός του ήταν εκείνη που ανακάλυψε και το σενάριο του «Mrs Doubtfire» (1993). Η ταινία έσπασε τα ταμεία και κέρδισε και μια Χρυσή Σφαίρα.
Ένα ακόμη βραβείο έρχεται το 1994 και είναι ένα Emmy για τη σύντομη εμφάνιση του στο τηλεοπτικό «Homicide: Life On The Streets» του Oliver Stone. Ο Robin όμως επιμένει κινηματογραφικά παίζοντας στο Jumanji (1995) της Disney ενώ την ίδια χρονιά δοκιμάζει και ένα διαφορετικό ρόλο στο «Κλουβί Με Τις Τρελές» (The Birdcage). Τo Oscar (δεύτερου ανδρικού ρόλου) έρχεται επιτέλους το 1997 για την ερμηνεία του ως ψυχολόγος στο «Good Will Hunting». Το μπαράζ επιτυχιών συνεχίζεται, η περίεργη προφορά του φέρνει το ρόλο στο «Nine Months» (1995), ακολουθεί ο αξέχαστος «Jack» (1996), συμμετοχή στον «Hamlet» (1996) ενώ έκανε και ένα πέρασμα στο τηλεοπτικό «Friends» (1996). Ακολούθησε το «Flubber» (1997) της Disney και το «Patch Adams» (1998) βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα.
Για ένα διάστημα στρέφεται σε πιο δραματικούς ρόλους όπως στο «One Hour Photo» (2002) και στο «Insomnia» (2002) όπου υποδύθηκε ένα δολοφόνο. Μετά από ένα διάστημα ξεκούρασης επιστρέφει το 2005 δριμύτερος με τα «The Final Cut», «The Big White» ενώ δανείζει τη φωνή του σε μια ακόμα ταινία κινουμένων σχεδίων, το «Robots». Σε όποιο σενάριο και αν επιλέξει το σίγουρο είναι πως ο Robin Williams είναι ένας από τους λίγους ηθοποιούς που έχει το ταλέντο να ενσαρκώνει με την ίδια επιτυχία ρόλους πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους, με την ίδια επιτυχία.
12/8/2014: Φεύγει από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών η διάσημη Αμερικανίδα ηθοποιός, Λορίν Μπακόλ. Γεννημένη στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης το 1924 έγινε ένα από τις μεγαλύτερες κινηματογραφικές σταρ και ήταν διάσημη για την βραχνή φωνή της και το σαγηνευτικό της βλέμμα.
Το πραγματικό της όνομα ήταν Μπέτι Τζόαν Περσκ και το «Μπακόλ» ήταν μία παραλλαγή του επωνύμου της μητέρας της, το οποίο υιοθέτησε μετά το διαζύγιο των γονιών της.
Η πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση, στο ρόλο μίας σκληρής, αλλά και συνάμα τρυφερής γυναίκας στο «Να έχεις και να μην έχεις», ήταν το πιο εντυπωσιακό ντεμπούτο στην ιστορία της 7ης Τέχνης.
Η ταινία χαρακτηρίστηκε από τη θρυλική της ατάκα: «Δεν μπορείς να κάνεις κάτι μαζί μου Στιβ. Δεν έχεις να πεις κάτι και δεν έχεις να κάνεις κάτι. Ω, ίσως ένα σφύριγμα. Ξέρεις πώς να σφυρίζεις, δεν ξέρεις, Στιβ; Βάζεις μαζί τα χείλη σου και... σφυρίζεις»
Η Μπακόλ συνέχισε να πρωταγωνιστεί με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στα «Key Largo», «Ο μεγάλος ύπνος» και το «Σκοτεινό Πέρασμα», μετά το γάμο τους το 1945.
Απέκτησαν δύο παιδιά και έμειναν μαζί μέχρι το θάνατο του ηθοποιού το 1957. Η Μπακόλ απέκτησε ένα ακόμη παιδί με τον δεύτερο σύζυγό της, Τζέισον Ρόμπαρντς. Εμφανίστηκε σε περισσότερες από 30 ταινίες, συμπεριλαμβανομένης και της «Πώς να παντρευτείτε έναν εκατομμυριούχο» και «Εγκλημα στο Όριεν Εξπρές»
Η Μπακόλ πέρασε και από το θεατρικό σανίδι στη Νέα Υόρκη και κέρδισε βραβεία Tony για το μιούζικαλ του 1970 «Applause» και το 1981 για το «Woman of the Year».
Το 1996 ήταν υποψήφια για Όσκαρ για το ρόλο της στην ταινία «Ο καθρέφτης έχει δύο πρόσωπα».
Στη Λορίν Μπακόλ είχε αποδοθεί το προσωνύμιο «το βλέμμα», ενώ είχε χαρακτηριστεί ως μια από τις 20 μεγαλύτερες ηθοποιούς όλων των εποχών.
4/9/2014: Πεθαίνει στη Νέα Υόρκη σε ηλικία 81 ετών, η κωμικός και τηλεπαρουσιάστρια Τζόαν Ρίβερς, μία εβδομάδα ύστερα από καρδιακό επεισόδιο. Η Τζόαν Ρίβερς γεννήθηκε το 1933 στο Μπρούκλιν, το αληθινό της όνομα ήταν Τζόαν Αλεξάνδρα Μολίνσκι κι ήταν κόρη Εβραίων από τη Ρωσία.
Στη δεκαετία του '50 άλλαξε το όνομά της και ως Τζόαν Ρίβερς άρχισε να εμφανίζεται στο θέατρο, σε διάφορα κλαμπ, στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση.
Ήταν από τις πρώτες γυναίκες που διακρίθηκαν στο δύσκολο είδος του stand-up comedy, όπου κυριαρχούν οι άνδρες.
Συμπαρουσίαζε το τηλεοπτικό σόου για τη μόδα Fashion Police (Αστυνομία της Μόδας) καθώς και το τηλεοπτικό ριάλιτι, μαζί με την κόρη της Μελίσα, με τίτλο Joan & Melissa. Το 1990 βραβεύτηκε με το τηλεοπτικό βραβείο Έμι για το talk show της The Joan Rivers Show.
Ήταν γνωστή για τα «καυστικά» σχόλιά της, τα οποία συχνά προκαλούσαν οργή. Χαρακτήρισε τον Μπαράκ Ομπάμα «ομοφυλόφιλο», την Μισέλ Ομπάμα «τρανσέξουαλ», την Αντέλ «ζάμπλουτη χοντρή που πρέπει να αδυνατήσει», την Τζένιφερ Άνιστον "εξαιρετικά βαρετή". Ωστόσο, είχε και το χάρισμα να αυτοσαρκάζεται. Αναφερόμενη στις δεκάδες πλαστικές επεμβάσεις στις οποίες είχε υποβληθεί, το 2010 έγραψε στο Twitter αστειευόμενη: «Με όλες αυτές τις πλαστικές επεμβάσεις που έχω κάνει, φοβάμαι ότι όταν πεθάνω ο Θεός δεν θα με αναγνωρίσει».
11/9/2014: Eφυγε από τη ζωή σε ηλικία 74 ετών μια από τις πλέον αναγνωρίσιμες φιγούρες της σειράς των ταινιών Τζέιμς Μποντ: ο Ρίτσαρντ Κιλ ο άνθρωπος που ενσάρκωσε στην ταινία Η κατάσκοπος που με αγάπησε δίπλα στον Ρότζερ Μουρ, τον χαρακτήρα του «Σαγόνια».
Ο γιγαντόσωμος επιβλητικός Κέιλ με ύψος περίπου 2,20 μέτρα ήταν ένας από τους πλέον αναγνωρίσιμους κακούς στην ιστορία των ταινιών του πράκτορα 007, παίζοντας το 1977 στη μεγάλη επιτυχία Η κατάσκοπος που με αγάπησε και στο Moonraker του 1979 και τις δυο φορές στο πλευρό του Ρότζερ Μουρ.
Τα τελευταία χρόνια είχε αποτραβηχτεί από την υποκριτική εξ αιτίας ενός ατυχήματος με φορτηγό πριν από μερικά χρόνια που του προκάλεσε δυσκολίες στο περπάτημα.
Παρέμεινε όμως ενεργός στο «κύκλωμα» των φανατικών οπαδών του Τζέιμς Μποντ υπογράφοντας χιλιάδες αυτόγραφα.
6/10/2014: Φεύγει από τη ζωή πλήρης ημερών έφυγε, ο πατριάρχης της ρωσικής σκηνής, ιδρυτής του θρυλικού θεάτρου «Ταγκάνκα» (ίδρυση1964), Γιούρι Λιουμπίμοφ.
Για τον 97χρονο σκηνοθέτη (γεννήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1917) το θέατρο υπήρξε αυτοσκοπός. «Ανατόμος» της σύγχρονης ιστορίας του θεάτρου και ένας από τους βασικούς θεμελιωτές που καθόρισαν όσο ελάχιστοι τη θεατρική τέχνη. Aπό το ξεκίνημά του, ο Λιουμπίμοφ είδε το θέατρο ως κώδικα τιμής, ως μυσταγωγία.
Με τις παραστάσεις του, μια ακτινογραφία της ανθρώπινης μοίρας, έγινε αμέσως δημοφιλής, ταξιδεύοντας στα μεγαλύτερα θέατρα της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ασίας.
Στην Ελλάδα μάς πρωτοσυστήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του '80, παρουσιάζοντας στο Εθνικό Θέατρο τις αλησμόνητες «Τρεις Αδελφές» του με το «Ταγκάνκα».
Μνημειώδης υπήρξε και η «Ηλέκτρα» του, που ενσάρκωνε μια συγκλονιστική Αλα Ντεμίτοβα, το 1992, στο Μέγαρο Μουσικής.
Το 1994 και το 1995 σκηνοθέτησε τον «Γλάρο» και τον «Βυσσινόκηπο» με πρωταγωνίστρια την Κάτια Δανδουλάκη, στο Θέατρο Διονύσια (νυν Χορν) και στο Θέατρο Δανδουλάκη αντίστοιχα, με Ελληνες ηθοποιούς.
Το 2001 μας επισκέφτηκε ξανά με τη «Μύηση του Σωκράτη» στο Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών και το 2011 παρακολουθήσαμε την τελευταία «Αντιγόνη» του με το θέατρο «Ταγκάνκα».
Ο μεγάλος Ρώσος δημιουργός τιμήθηκε στην Αγία Πετρούπολη με το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής του 14ου Ευρωπαϊκού Βραβείου Θεάτρου
13/11/2014 Πεθαίνει ο Αλεξάντερ Γκρότεντικ, ένας από τους μεγαλύτερους μαθηματικούς του 20ού αιώνα, σε ηλικία 86 ετών
Γεννήθηκε τον Μάρτιο 1928 στο Βερολίνο από πατέρα Ρώσο, εβραίο, αναρχικό και μητέρα δημοσιογράφο, ακτιβίστρια και έχει τιμηθεί με το Βραβείο Fields, το αντίστοιχο του Βραβείου Νόμπελ για την επιστήμη των Μαθηματικών.
Υπήρξε πρωτοπόρος στη διατύπωση της θεωρίας της αλγεβρικής τοπολογίας και κεντρικό πρόσωπο στη διαμόρφωση της θεωρίας της αλγεβρικής γεωμετρίας.
Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Γαλλία, αν και θεωρούσε τον εαυτό του απάτριδα.
Το 1970, αποχώρησε από το Ινστιτούτο Ανωτάτων Επιστημονικών Σπουδών, όπου δίδαξε και πραγματοποίησε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, για πολιτικούς λόγους και στη συνέχεια επικεντρώθηκε σε πολιτικά ζητήματα.
Συνταξιοδοτήθηκε επισήμως το 1988 και αργότερα μετοίκησε στη νότιο-δυτική Γαλλία, όπου έζησε σε συνθήκες απομόνωσης.
20/11/2014: Πεθαίνει σε ηλικία 83 ετών ο σκηνοθέτης Μάικ Νίκολς, βραβευμένος με Οσκαρ για την ταινία «Ο Πρωτάρης».
Γεννημένος στις 6 Νοεμβρίου 1931 στη Γερμανία, ο Νίκολς σκηνοθέτησε πολλά έργα σε θέτρο και κινηματογράφο. Το 1967 βραβεύτηκε με Όσκαρ σκηνοθεσίας για την ταινία του 1967 «Ο Πρωτάρης» ενώ έγινε επίσης γνωστός για τις ταινίες: Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ (Who's Afraid of Virginia Woolf, 1966), Η Γνωριμία της Σάρκας (Carnal Knowledge, 1971), Εργαζόμενο Κορίτσι (Working Girl, 1988), Εξ Επαφής (Closer, 2004), καθώς και για την τηλεοπτική μίνι σειρά Ο Θεός Ξέχασε τον Παράδεισο (Angels in America, 2003).
Ο σκηνοθέτης ανέβασε στο Μπρόντγουεϊ για πρώτη φορά τις παραστάσεις Ξυπόλητοι στο Πάρκο, Λουβ, Το Παράξενο Ζευγάρι, Οι Ηλίθιοι και Σπάμαλοτ.
Είχε βραβευτεί με Βραβείο Έμμυ, Γκράμι, Όσκαρ και Τόνι.
Άλλες του διακρίσεις περιλαμβάνουν το βραβείο του ιδρύματος Λίνκολν το 1999, το Εθνικό Μετάλλιο των Τεχνών το 200, το βραβειο ιδρύματος Κένεντι το 2003, καθώς και το βραβείο συνολικής προσφοράς στην έβδομη τέχνη από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου.
Ήταν παντρεμένος από το 1988 με την δημοσιογράφο Νταιάν Σόγερ, που ήταν η τέταρτη γυναίκα του.
Τελευταία του ταινία ήταν το «Charlie Wilson's War» του 2007, με πρωταγωνιστές τους Τομ Χανκς και Τζούλια Ρόμπερτς
18/12/2014: Φεύγει από τη ζωή σε ηλικία 78 ετών μία από τις πιο όμορφες γυναίκες του ιταλικού σινεμά, η σταρ Βίρνα Λίζι.
Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 η εικόνα της ήταν αναγνωρίσιμη παντού. Στην Ελλάδα η εκτυφλωτική της ομορφιά μνημονεύτηκε ακόμη και από το ντουέτο Βοσκόπουλου και Δούκισσας σε μια επιτυχία της εποχής.
Αν επιχειρούσαμε να αφηγηθούμε την ιστορία του μεταπολεμικού ιταλικού κινηματογράφου μέσα από εικόνες γυναικών που λατρεύτηκαν από το κοινό, θα σταματούσαμε οπωσδήποτε σε τέσσερις γυναίκες. Στην Αννα Μανιάνι με την ισχυρή προσωπικότητα που ήρθε στο προσκήνιο μαζί με τον νεορεαλισμό, για να τοποθετήσει την εικόνα της αληθινής γυναίκας δίπλα σε μεγάλους μύθους του παγκόσμιου σινεμά. Στη Σοφία Λόρεν, την πληθωρική Ναπολιτάνα με το εκρηκτικό μπούστο που ταυτίστηκε με την εικόνα της λατίνας καλλονής. Στην πανέμορφη Κλαούντια Καρντινάλε που η γοητεία της και το ξεχωριστό υποκριτικό της ταλέντο την έφεραν στην κορυφή του σταρ σύστεμ. Στη Βίρνα Λίζι, την ξανθιά με το σαγηνευτικό βλέμμα που ήταν και εκλεπτυσμένα σέξι.
Το Χόλιγουντ πίστεψε πως ανακάλυψε στη Λίζι την αντικαταστάτρια της Μέριλιν Μονρόε. Το πίστεψε και αυτή, κάνοντας το μεγαλύτερο λάθος της.
Πήγε στην Αμερική και καταπλακώθηκε από τη σκιά του μοναδικού sex symbol στα χρονικά του Χόλιγουντ που πέρασε στη σφαίρα του μύθου.
Εκεί, πρωταγωνίστησε δίπλα στον Φρανκ Σινάτρα και στον Αντονι Κουίν και έπαιξε τη νόστιμη ξανθιά σε αρκετές ταινίες που γρήγορα ξεχάστηκαν.
Το « Πώς να δολοφονήσετε τε τη γυναίκα σας» (συμπρωταγωνίστρια του Τζάκ Λέμον) και το «Ε, όχι και με τη γυναίκα μου» (δίπλα στον Τόνι Κέρτις) αποδείχθηκαν λίγο πιο ανθεκτικές. Θέλοντας να αποφύγει την τυποποίησή της, επέστρεψε στην Ιταλία.
Η Λίζι γεννήθηκε το 1936 στην Ανκόνα. Το 1953, έφηβη ακόμη, την ανακάλυψαν δύο κυνηγοί ταλέντων και της πρότειναν να δοκιμάσει την τύχη της στο σινεμά. Επαιξε σε μιούζικαλ, αλλά και σε κωμωδίες δίπλα στον Τοτό, που εκείνα τα χρόνια μεσουρανούσε στην ιταλική κωμωδία. Το 1960 έγινε γνωστή χάρη στο «Ρώμος και Ρωμύλος», ψευδοϊστορική περιπέτεια του Σέρτζιο Κορμπούτσι. Στην «Εύα» του Τζόζεφ Λόουζι το 1961 εμφανίστηκε δίπλα στη Ζαν Μορό και στον Στάνλεϊ Μπέικερ. Στη «Μαύρη τουλίπα» του Κριστιάν Ζακ το 1964 ήταν συμπρωταγωνίστρια του Αλέν Ντελόν. Η ταινία αυτή σημείωσε τεράστια εμπορική επιτυχία και τη σύστησε στο Χόλιγουντ. Αξιομνημόνευτη είναι και η παρουσία της στο «Καζανόβας ’70» του Μάριο Μονιτσέλι (1965). Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 αποσύρθηκε για να αφιερωθεί στην οικογένειά της. Επέστρεψε όμως σύντομα στο σινεμά και στην τηλεόραση.
Το 1994 η Λίζι ήταν 58 ετών, όταν πήρε το πιο σπουδαίο βραβείο της καριέρας της. Οι Κάννες την τίμησαν για τον ρόλο της στη «Βασίλισσα Μαργκό» του Πατρίς Σερό δίπλα στην Ιζαμπέλ Αντζανί.
22/12/2014 Χάνει τη μάχη με τον καρκίνο του πνεύμονα στα 70 του χρόνια ο Joe Cocker. Eίχε γεννηθεί στις 20 Μαΐου 1944 στο Σέφιλντ της Βρετανίας, Η διεθνής αναγνώρισή του ξεκίνησε το 1964 στον χώρο των μπλουζ και της ροκ. Δημιούργησε 40 δίσκους και γύρισε όλο τον κόσμο με τις συναυλίες του.
Το 1983 βραβεύθηκε με Grammy για το τραγούδι «Up Where We Belong», ένα ντουέτο με την Jennifer Warnes και το 2007 έλαβε τιμητικό βραβείο για τη συνεισφορά του στη μουσική.
Το περιοδικό Rolling Stone κατέταξε τον Cocker στο νούμερο 97 στον κατάλογο με τους 100 μεγαλύτερους τραγουδιστές στην ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου