Το πρώτο δίδαγμα είναι ότι πρέπει να αποφεύγουμε προσφυγές σε διεθνή πολιτικά όργανα όπως το Συμβούλιο Ασφαλείας.
Το ίδιο συνέβη -και αυτό είναι το δεύτερο δίδαγμα- όταν απευθυνόμαστε στις μεγάλες δυνάμεις ωσάν να είναι δικαστήρια.
Το τρίτο δίδαγμα έρχεται από την Ευρώπη. Η Ε.Ε. δεν αποτελεί συμμαχία κρατών με κοινά συμφέροντα, διατεθειμένη να στηρίξει ένα από τα κράτη-μέλη ανεξαρτήτως κόστους για τα άλλα. Αυτό, άλλωστε, φάνηκε από την πρόσφατη αντίδραση Βρετανίας, Σουηδίας και Φινλανδίας στην πιθανότητα διαβήματος της Ε.Ε. για τις τουρκικές ενέργειες στην κυπριακή ΑΟΖ. Σε πολύ δύσκολες καταστάσεις μπορεί να πεισθούν τα κράτη-μέλη να προχωρήσουν σε γραπτή έκφραση αλληλεγγύης μέσω του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Είχε ξανασυμβεί στη διαμάχη της Ελλάδος με την ΠΓΔΜ και την απόφαση της Λισσαβώνας τον Ιούνιο του 1992 καθώς και μετά την κρίση στα Ιμια τον Ιανουάριο του 1996. Τέτοιες αποφάσεις αποτελούν εξαιρετικά χρήσιμο όπλο μόνον εάν χρησιμοποιηθούν άμεσα ως τμήμα ενός ευρύτερου σχεδίου, προκειμένου να ασκηθούν πιέσεις για διαπραγματεύσεις ή υποχωρήσεις της άλλης πλευράς. Εχουν, όμως, σύντομη ημερομηνία λήξεως και δεν αποτελούν υποκατάστατα πολιτικής. Εάν η πρόθεσή μας είναι απλώς να ασκήσουμε πιέσεις στην «κακιά Τουρκία», χωρίς άλλο σχέδιο, θα πρέπει να το αποφύγουμε. Δεν θα μπορούμε ανά εξάμηνο να ανανεώνουμε την υποστήριξη των υπόλοιπων κρατών-μελών για τις διαφορές μας με την Τουρκία. Σε βάθος χρόνου η ελληνοτουρκική διαφορά τείνει να μετατρέπεται σε αντιπαράθεση μεταξύ της Ελλάδος (ή της Κύπρου) και των λοιπών εταίρων στην Ε.Ε.
Επόμενο δίδαγμα είναι ότι δεν χρειάζεται να στρατιωτικοποιούμε υποχρεωτικώς τις κρίσεις. Το 1976 και το 1987 Ελλάδα και Τουρκία έφθασαν στο χείλος του πολέμου όταν το ωκεανογραφικό σκάφος «Σισμίκ» βγήκε για έρευνες στο Αιγαίο. Η πρακτική κατάληξη αυτών των επεισοδίων ήταν ότι η Ελλάδα απέφυγε να προχωρήσει σε έρευνες επί της υφαλοκρηπίδας της για να μην προκαλέσει εντάσεις με την Τουρκία ενώ ο χρόνος στις ελληνικές θάλασσες «πάγωσε» στο 1974. Αντιθέτως, μοναδική φορά που η πολιτική εντάσεων μέσω της αποστολής ωκεανογραφικού σκάφους δεν λειτούργησε υπέρ της Τουρκίας ήταν το φθινόπωρο του 2011. Η Κυπριακή Δημοκρατία συνέχισε τη γεώτρηση στο τεμάχιο 9 νοτίως της Κύπρου, αδιαφορώντας για την παρουσία του (ταλαιπωρημένου από τα χρόνια) «Σισμίκ», το οποίο διεξήγαγε έρευνες εντός της κυπριακής ΑΟΖ. Η ψύχραιμη αυτή στάση δικαιώθηκε από την εξέλιξη των πραγμάτων.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η περιοχή νοτίως της Κύπρου δεν είναι Αιγαίο. Στο Αιγαίο δεν υπάρχει οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα. Οταν η Τουρκία βγάζει ερευνητικά πλοία, προσπαθεί να κατοχυρώσει δικαιώματα. Η Ελλάδα οφείλει να αντιδράσει διότι αλλιώς θα εμφανίζεται ότι αποδέχεται την ύπαρξη τουρκικών δικαιωμάτων.
Αντιθέτως, νοτίως της Κύπρου υπάρχουν οριοθετημένες περιοχές με συμφωνίες με τα ενδιαφερόμενα κράτη, δηλαδή την Αίγυπτο, το Ισραήλ και τον Λίβανο (μέσα από διαδικασίες απόλυτης μυστικότητας – άλλο χρήσιμο δίδαγμα). Η Τουρκία δεν επιδιώκει να κατοχυρώσει δικαιώματα αλλά να δημιουργήσει διπλωματικό έρεισμα:
Αντιθέτως, στόχος της ελληνικής πλευράς είναι η αύξηση των ποσοτήτων υδρογονανθράκων μέσω της ανακαλύψεως νέων κοιτασμάτων σε Κύπρο και Ελλάδα. Αυτό θα προκαλέσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας που, σε βάθος χρόνου, μπορεί να ανατρέψει τις αρνητικές εις βάρος μας ισορροπίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου