Πριν αποκτήσω εκείνον τον τόμο με το γκρι μπλε εξώφυλλο, τα «Ποιήματα»
του Γιώργου Σεφέρη στις εκδόσεις Ικαρος, είχα εννοείται ακούσει την
«Αρνηση», χωρίς την άνω τελεία ανάμεσα στο «πήραμε τη ζωή μας» και το
«λάθος» που ακολουθεί, έτσι όπως την είχε μελοποιήσει ο Θεοδωράκης και
την τραγουδούσε ο Μπιθικώτσης, μάλλον χωρίς να καταλαβαίνει ακριβώς αλλά
με υπέροχη φωνή. Επειδή η «Αρνηση» προγραμμάτισε, λόγω των περιστάσεων,
ένα κομμάτι της συλλογικής ευαισθησίας της μεταπολίτευσης, πάντα
θεωρούσα πως αυτή η απάλειψη της άνω τελείας υπήρξε η αιτία πολλών
δεινών.
Η θριαμβευτική επική φωνή του Μπιθικώτση μοιάζει να προκαλεί, να
μας ζητάει, να πάρουμε τη ζωή μας λάθος, γιατί αυτή είναι η ομορφιά,
γιατί αυτή είναι η «μαγκιά», να κάνεις λάθη και να μη σε νοιάζει τίποτε.
Δεν ξέρω πώς θα αισθανόταν ο Σεφέρης στις 22 Σεπτεμβρίου του 1971,
όταν, συνοδεύαμε το φέρετρό του στο Α΄ Νεκροταφείο τραγουδώντας την
«Αρνηση» και φωνάζοντας ρυθμικά «Δημοκρατία», «Ελευθερία» και λοιπά.
Υποθέτω ότι θα είχε πάρει το γνωστό ξινό του ύφος -έπασχε και από έλκος
στομάχου όσο ήταν εν ζωή- και θα αναρωτιόταν τι άλλο πρέπει να κάνει για
να γλιτώσει από τη μελοποίηση του Θεοδωράκη αφού ούτε ο θάνατος δεν τον
γλίτωσε. Για τον ίδιο τον Σεφέρη μιλάω και την ποιητική του
ιδιοσυγκρασία διότι προσωπικά εξακολουθώ να θεωρώ την «Αρνηση» μια από
τις καλύτερες στιγμές του Θεοδωράκη και της δικής μας μουσικής.
Το 1971 είχα αρχίσει να ψελλίζω τους κώδικες της ποίησής του που μου
φαίνονταν ακόμη μαγικοί, όπως και οι αναφορές στον Ελιοτ ή τον Βαλερύ,
παρ’ όλ’ αυτά όμως εξακολουθούσα να πιστεύω πως ο Σεφέρης, ως άτομο,
ήταν διπλωμάτης μεν, οι πολιτικές του πεποιθήσεις δε τον τοποθετούσαν
κάπου στα όρια της Αριστεράς. Η δικτατορία τον είχε αποκηρύξει λόγω της
γνωστής δήλωσης που έκανε στο BBC το 1968, κι αν το Νομπέλ τον κρατούσε
στο απυρόβλητο, παρ’ όλ’ αυτά οι αναφορές σ’ αυτόν ήταν απαγορευμένες.
Τα εκπαιδευτικά βιβλία ζούσαν ακόμη στον αστερισμό του Κρυστάλλη και του
Μαλακάση, με αποτέλεσμα τον Σεφέρη να τον διαβάζουμε, όπως περίπου
ακούγαμε τον Θεοδωράκη, σχεδόν στα κρυφά. Εξάλλου και τότε, όπως και
πριν, οι λέξεις «διανοούμενος», αλλά και «ποιητής» εν πολλοίς, ήταν
ταυτισμένες με την αριστερή πολιτική τοποθέτηση. Και ο Σεφέρης ήταν και
τα δύο. Ποιος ήταν αρκετά θαρραλέος, και δεν μιλώ για ανθρώπους σαν τον
Τσάτσο, ώστε να πει πως όλα αυτά δεν είχαν τόση σημασία πως σημασία είχε
ότι ο Σεφέρης είχε αφήσει ένα έργο το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει
την επιτομή της ελληνικής αστικής παιδείας. Οτι ο Σεφέρης, με την ποίησή
του, κατάφερε μια σύνθεση που κανείς καθηγητής πανεπιστημίου και κανείς
φιλόλογος δεν είχαν καταφέρει, μια σύνθεση την οποία κυνηγούσαν μια ζωή
συγγραφείς όπως ο Θεοτοκάς και την οποία κατάφερε η ποίηση του
διπλωμάτη από τη Μικρά Ασία:
Τη σύνθεση μιας ποιητικής γλώσσας, μιας
σκέψης εν ολίγοις, που περιέχει μέσα της την πιο βαθιά ελληνική
παράδοση, τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη και συνομιλεί με τον αιώνα της με
την ίδια άνεση που συνομιλεί ο μοντερνισμός και ο Ελιοτ.
Η αστική
Ελλάδα αδιάφορη για τα γράμματα, έως αγράμματη, νεόπλουτη, όχι μόνον δεν
ενδιαφέρθηκε ποτέ να τον διαβάσει, αλλά και του γύρισε και την πλάτη.
Ηταν δυσνόητος, ήταν και στρυφνός σαν άνθρωπος και δεν χάριζε κάστανα,
όμως ήταν η σημαντικότερη πνευματική φυσιογνωμία του ελληνικού εικοστού
αιώνα -και χωρίς το Νομπέλ έτσι θα ήταν- ο Ελληνας διανοητής που μας
έδειξε με ποιον τρόπο η Ελλάδα εντάσσεται στον σύγχρονη ευρωπαϊκό
πολιτισμό.
Ακόμη και σήμερα πληρώνουμε την αδυναμία της αστικής Ελλάδας να εντάξει στον κόσμο της ποιητές σαν τον Σεφέρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου