"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΚΟΙΝΩΝΙΑ στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Οι άστεγες σημαίες της πρωτεύουσας


Μάλλον δεν είναι συνεννοημένοι. Τα ταπεινά τους στέκια –πλατειούλες, παγκάκια στο λιμάνι, αλσάκια, χαλάσματα ή πολυκατοικίες που η κρίση τις άφησε στα μπετά– απέχουν πολύ μεταξύ τους. Και δεν μπορείς να υποθέσεις ότι σχετίζονται, ότι έχουν πιάσει γνωριμία για να μοιραστούν την ανέστια απόγνωσή τους. Ακόμα κι αν έτυχε να συναντηθούν μια-δυο φορές, αναζητώντας συσσίτιο ή ένα ρούχο σε κάποια εκκλησία ή σε γραφεία που στεγάζουν μια από τις ευτυχώς κάμποσες οργανώσεις αλληλεγγύης, το τελευταίο που θα σκέφτονταν θα ήταν η κοινωνική συνάφεια. Δυο κουβέντες θα τις μοιραστούν βέβαια. Οταν όμως θέλεις να κρυφτείς μέσα στον ίδιο σου τον εαυτό, να γίνεις αόρατος· όταν βιάζεσαι να ξεγλιστρήσεις από την ουρά της ανέχειας για να μη σε δει κάποιος παλιός γείτονας ή συγχωριανός και ντροπιαστείς, δεν περισσεύει δύναμη για να ξανοιχτείς και να συνομιλήσεις. Και φοβάσαι μήπως δεις στο βλέμμα του όμοιού σου το δικό σου τσακισμένο βλέμμα.
 
Χωρίς να έχουν συνεννοηθεί λοιπόν, πολλοί άστεγοι της πρωτεύουσας –ίσως και άλλων μεγαλουπόλεων, δεν το ξέρω– έφτασαν στην ίδια σκέψη: να προσθέσουν μία ελληνική σημαία στο αυτοσχέδιο σπιτικό τους. Αν κοιμούνται σε παγκάκι, τη στερεώνουν στην πλάτη του. Αν πάλι βρήκαν καταφύγιο κάτω από σκαλωσιά, δένουν τη σημαία όσο πιο ψηλά μπορούν, σε σανίδα ή σωλήνα. Κι αν κατάφεραν να βολευτούν σε υπόγεια διάβαση, τρυπώνοντας μέσα από τα κάγκελα που φύτεψαν με αξιοθαύμαστη αντιγραφειοκρατική ταχύτητα οι συνήθως νωθρές αυτοδιοικητικές υπηρεσίες, για να αποκόψουν τη δίοδο σε όσους δεν έχουν ούτε στον ήλιο μοίρα ούτε στο φεγγάρι, τότε σημαιοστολίζουν τον ίδιο τον καγκελωτό φράχτη, ίσως με την ψευδαίσθηση ότι έτσι τον γκρεμίζουν. Και κάποιες φορές, ιδιαίτερα τώρα που ο καιρός άρχισε να ψυχραίνει, αργοπορημένα φθινοπωρινός, χρησιμοποιούν τη γαλανόλευκη σαν πρόχειρο σκέπασμα. Ο,τι κόψει.
 


Κάτι θέλουν να πουν οι άστεγοι των Αθηνών διαλέγοντας για συντροφιά τους τη σημαία της πατρίδας τους. Σε κάποιους από τους συνήθεις μηνυματοσυλλέκτες και αποκρυπτογράφους απευθύνονται, πολιτικούς και μη. Το πιο πιθανό είναι να μην υπακούει σε έναν μόνο κώδικα αυτή η μελαγχολική έπαρση σημαίας. Ισως κάθε άστεγος θέλει να στείλει το απολύτως προσωπικό του μήνυμα, με μεταφορέα τη σημαία. Δεν βλέπουν όλοι με τον ίδιο τρόπο την έσχατη φτώχεια τους – ούτε και την πατρίδα τους ή την ηγεσία της. Μερικοί μπορεί να είναι θυμωμένοι μαζί της. Αλλοι τόσο πικραμένοι που να θεωρούν περιττό τον άγονο θυμό. Και ορισμένοι να έχουν περιπέσει πια στην κατάσταση της ακηδίας, της νάρκωσης, εξαντλημένοι από τη θλίψη.

 
Ενα κομμάτι πανί είναι η σημαία, που, πέρα από τον σταθερό συμβολισμό της, σχεδόν ισοδύναμο με το όνομα κάθε χώρας, διαβάζεται και μεταφράζεται με πολλούς τρόπους, συχνά αντιφατικούς, ανάλογα με τη συνθήκη της χρήσης της και την ψυχική διάθεση του χρήστη. Ενα πανί λευκό. Γαλάζιο. Κόκκινο. Πράσινο. Μαύρο. Πορτοκαλί. Ή πολύχρωμο. Ορθογώνιο. Μπορεί και τετράγωνο. Τα νοήματα που αναδεικνύει η γλώσσα των χρωμάτων –το γαλάζιο του ουρανού, το κόκκινο του αίματος ή του αγώνα, το πράσινο της ελπίδας– δεν μας αρκούν, ίσως επειδή δεν τα κατανοούν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Προσθέτουμε λοιπόν και σύμβολα – αστέρια, ήλιους, σταυρούς, την ημισέληνο, σφυροδρέπανα. Για να μετατρέψουμε το ίδιο το πανί σε σύμβολο. Και το σύμβολο, όντας το ίδιο από τον καιρό του Πλάτωνα (κάτι ενιαίο δηλαδή και ταυτόχρονα χωρισμένο στα δύο), γίνεται αναπόφευκτα κάτι που ενώνει και συγχρόνως χωρίζει: ενώνει όσους αναγνωρίζονται στη σημασία του και συστρατεύονται, ειρηνικά ή και πολεμικά, και χωρίζει από όλους εκείνους στους οποίους απευθύνεται με πνεύμα ανταγωνιστικό, αν όχι με επιθετικότητα.
 


Για παράδειγμα, όταν βλέπουμε στους μεγάλους αθλητικούς αγώνες, Ολυμπιακούς ή Παγκόσμιους, να κυματίζουν υψωμένες στον ιστό τους πάνω από εκατόν πενήντα σημαίες, μπορούμε βέβαια να μιλήσουμε –κι αυτό γίνεται συνήθως, ιδιαίτερα από τους επίσημους– για την «ειρηνική και αρμονική συνύπαρξη των λαών». Την ίδια στιγμή όμως οι αναπεπταμένες σημαίες υπενθυμίζουν πόσο αίμα χρειάστηκε για να τις νοηματοδοτήσει και, χειρότερο ακόμα, προαναγγέλλουν και άλλους πολέμους, με τις ίδιες αυτές σημαίες να ανεμίζουν σαν λάβαρα μίσους· άλλωστε οι συρράξεις δεν σταματούν πια ούτε κατά τη διάρκεια της ολυμπιακής εκεχειρίας.
 


Οι άστεγοι έχουν να δώσουν τον δικό τους αγώνα. Και επειδή είναι άσημος, αν όχι σχεδόν αφανής, αφού δεν γράφει στο βιαστικό ή και ντροπιασμένο βλέμμα μας, προσθέτουν τη σημαία στο σπιτικό τους, έκθετο έτσι κι αλλιώς σε δημόσια θέα.  

Μόνον αυθαιρετώντας μπορούμε να υποθέσουμε τι θέλουν να πουν, τι προσπαθούν να μεταδώσουν: 


«Είμαστε Ελληνες» – το πρώτο μήνυμα, ίσως το πιθανότερο, με τη σημαία να τίθεται για να τους ενώσει μ’ εμάς και να τους (ξε)χωρίσει από τους μετανάστες, με την προσδοκία ότι έτσι η συμπόνια απέναντί τους θα είναι εκδηλωτικότερη. Δηλαδή, μη μας περνάτε για Ρουμάνους, Αλβανούς, γενικώς Βαλκάνιους, Σύρους, Παλαιστίνιους – κι ό,τι άλλο ξένο. Μη μας μπουζουριάζετε κάθε τρεις και λίγο, αγαπητές δυνάμεις ασφαλείας, διότι δεν είμαστε φερτοί και «λαθραίοι», αλλά Ελληνες, σαν κι εσάς. Και μη μας περιφρονείτε, αγαπητοί περαστικοί, διότι μόλις προχθές είχαμε κι εμείς σαν κι εσάς λίγο τσιμέντο πάνω από το κεφάλι μας. Εδώ η σημαία απευθύνει έκκληση, συμμορφούμενη προς κάποιον κώδικα εθνικής ορθότητας που τον επιβάλλει η βιοτική ανάγκη, όχι η αδέσμευτη βούληση, η καθαρή επιθυμία.
 


«Είμαστε και εμείς Ελληνες»το δεύτερο πιθανό μήνυμα. Με το πρόσθετο «και εμείς» –εμείς οι άθλιοι των Αθηνών– να σαρκάζει και να αυτοσαρκάζεται· να αποκαλύπτει γυμνή και κακάσχημη την «ιστορία επιτυχίας», ευρύτερα γνωστή ως success story· να περιγελά τις υποσχέσεις, τις δεσμεύσεις, τα ταξίματα – ό,τι μάθαμε από γενιά σε γενιά εκφυλιστικού πολιτικαντισμού να εννοούμε σαν πολιτική· να καγχάζει με το φως που βλέπουν μερικοί στην άκρη του τούνελ· να χλευάζει τη σιγουριά της «εξόδου από την κρίση», που προβάρει ήδη τα γιορτινά προεκλογικά της. Εδώ η σημαία διαμαρτύρεται πεισματωμένη.

 

Τρίτο μήνυμα – λιγότερο πιθανό: «Είμαστε Ελληνες, αλλά και τι μ’ αυτό;». Είμαστε ίδιοι με τους άλλους άστεγους, όποιας φυλής. Από τίποτα δεν μας προστάτεψε η ελληνικότητά μας. Και τη γαλανόλευκη δεν τη βάζουμε από εθνική υπερηφάνεια, αλλά για να σας πούμε πως ούτε κι εσείς δικαιούστε να είστε πολύ περήφανοι εθνικά. Εδώ η σημαία αυτοκαταργείται.

Δεν υπάρχουν σχόλια: