"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΣΥΡΙΖΑίικα ΣΟΥΡΓΕΛΑ και ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΘΝΟΠΑΤΕΡΟ-ΛΑΜΟΓΙΑΡΟ-ΞΕΦΤΙΛΑΡΟΠΛΗΚΤΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Η νέα «ποθενεσχειάδα»

 


Του Πάσχου Μανδραβέλη

Από τη µια πλευρά, δικαίως εξανέστη προχθές ο πρωθυπουργός ότι «εδώ θα τρελαθούμε τελείως». Ο λόγος για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του κ. Στέφανου Κασσελάκη και όπως είπε ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, «κανείς δεν τον ρώτησε πώς έβγαλε τα λεφτά του στην Αμερική. Αν είχε, ξέρω κι εγώ, αστακοκάραβα ή βιντζότρατες ή οτιδήποτε άλλο. Δεν ξέρω, δεν είναι αυτό το οποίο μας ενδιαφέρει εδώ» (ΣΚΑΪ, 12.3.2024).

Από την άλλη πλευρά όμως ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ απαντάει ασαφώς, αλλά σωστά σε ένα λάθος ερώτημα.

Η ουσία του νόμου για το «πόθεν έσχες» είναι να ρωτήσει τους αρχηγούς των κομμάτων –και καμιά διακοσαριά ακόμη χιλιάδες ανθρώπους– αν οι υπόχρεοι έκαναν λεφτά από «αστακοκάραβα ή βιντζότρατες ή οτιδήποτε άλλο». Το τελευταίο προσπαθεί να προλάβει η πολιτεία, δηλαδή μην τυχόν κι αυτά τα λεφτά είναι από διαπλοκή, μίζες και «οτιδήποτε άλλο» έχει να κάνει με την κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης που απολαμβάνουν πρωτίστως οι πολιτικοί στο δημόσιο ταμείο.

Συνεπώς ο πρωθυπουργός με λανθάνουσα γλώσσα αποκαλύπτει μια μεγάλη αλήθεια. Η νομοθεσία για το «πόθεν έσχες» εξυπηρετεί μόνο το θεαθήναι, άντε και για να τσακώνονται προεκλογικώς τα κόμματα.

Θεωρείται πλέον πολύ φυσιολογικό πως το ερώτημα «πόθεν;», όπως είπε ο πρωθυπουργός, «δεν είναι αυτό το οποίο μας ενδιαφέρει εδώ».

Η ιστορία του «πόθεν έσχες» ξεκινάει από την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου με την ψήφιση του νόμου 4351/1964. Το σκεπτικό του νόμου ήταν ότι οι βουλευτές αποφασίζουν να δημοσιοποιούν οικειοθελώς (με τη λέξη «οικειοθελώς» υπογραμμισμένη) την προσωπική τους περιουσία για την «προστασία της τιμής του πολιτικού κόσμου της χώρας».

Σε πρώτη φάση ο νόμος υπονομεύθηκε δίδοντας απέραντη προσοχή στο «έσχες», εξ ου και η συζήτηση μετά από κάθε δημοσιοποίηση περιορίζεται στους «πλούσιους» και «φτωχούς» της Βουλής.

Σε δεύτερη φάση υπονομεύθηκε με τη διαρκή διεύρυνση των υπόχρεων. Στην αρχή ήταν οι δημοσιογράφοι, αν και δεν διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα. Κατά μια αριστερή άποψη, που κυριαρχούσε στις αρχές της χιλιετίας, όσοι μιλάνε «ασκούν εξουσία» κι επομένως έπρεπε να τιμωρηθούν με το καψώνι της συμπλήρωσης της δήλωσης. Μετά υποχρεώθηκαν οι αιρετοί της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και μερικές χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι.

Μετά ήρθε η «Πρώτη Φορά». Οπως γράφαμε το 2017, «οι έχοντες και κατέχοντες το “ηθικό πλεονέκτημα” διεύρυναν έτι περαιτέρω τον κατάλογο των υπόχρεων. Εβαλαν μέσα και “τους βασικούς μετόχους, τα διοικητικά και τα διευθυντικά στελέχη των επιχειρήσεων με έδρα στην ελληνική επικράτεια ή αντιπροσώπους εταιρειών οι οποίες έχουν συνάψει συμβάσεις με το ελληνικό Δημόσιο, το αντικείμενο των οποίων ξεπερνάει τις 150.000 ευρώ».

Είναι άβυσσος η σκέψη των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αλλά αν υποθέσουμε ότι μια εταιρεία λαδώνει έναν δημόσιο λειτουργό για να πάρει μια δουλειά (άνω των 150.000 ευρώ), πώς θα διαπιστωθεί μέσω “πόθεν έσχες” η διαφθορά; Θα δουν μείωση στα περιουσιακά στοιχεία των βασικών μετόχων;» («Παράλογα πόθεν έσχες», «Κ», 22.10.2017).

Τότε οι υπόχρεοι είχαν μετρηθεί σε 180.000! Μόνον οι τράπεζες σπαταλούσαν 120.000 εργατοώρες τον χρόνο και 10 εκατ. ευρώ για την έκδοση των βεβαιώσεων τραπεζικών υπολοίπων. Και το πρόβλημα δεν είναι μόνον ο χαμένος χρόνος και τα χαμένα λεφτά. Είναι πως όσοι βάζουν το δάχτυλο στο μέλι νιώθουν άνετα κολυμπώντας σε εκατομμύρια ανέλεγκτες δηλώσεις, οι οποίες κάπου έχουν στοιβαχθεί.

Είναι, λοιπόν, βασικό το ερώτημα που απαξίωσε ο πρωθυπουργός, αν δηλαδή οι πολιτικοί μας έκαναν λεφτά από «αστακοκάραβα ή βιντζότρατες ή οτιδήποτε άλλο».

Οπως είναι βασικό να ρωτήσουμε…

 

 γιατί κάνουν δηλώσεις 10.000 μεροκαματιάρηδες δημοσιογράφοι, όταν τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Γιώργου Τράγκα η ελληνική κοινωνία απορεί «πώς στην ευχή έκανε τόσα ακίνητα και τόσα λεφτά;».

Δεν υπάρχουν σχόλια: