"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΑΠΟ ΚΑΡΔΙΑΣ: Μιλτιάδης Κρανιδιώτης (6/3/1929 – 8/3/2024)


ΚΕΙΜΕΝΟ-ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΨΥΧΗΣ...
 

Ο ΦΑΗΛΟΣ ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗΣ γράφει απο καρδιάς για τον πατέρα του που έφυγε από τη ζωή πριν λίγες ημέρες...

 

Με έμαθες να κολυμπάω, να κάνω ποδήλατο, να καβαλάω μηχανή. Σε ρώτησα στο νοσοκομείο “μπαμπά, τί ήταν αυτό που σου άρεσε πιο πολύ, που σε έκανε χαρούμενο;”.

“Η μηχανή, να φεύγω”.

Πάνω από όλα όμως μου έμαθες να δουλεύω, να είμαι ακούραστος και αφοσιωμένος. “Η δουλειά είναι σαν την γυμναστική”, έλεγες. “θέλει ρέγουλα, επιμονή αλλά και ρέγουλα”.

Αυτό που για σένα ήταν ρέγουλα, άλλοι δεν θα το άντεχαν μια μέρα. Έχω μια εικόνα. Εγώ 7 χρονών κι ο Χρήστος 13. Μέναμε ακόμη στο μικρό σπιτάκι με τα δυο δωμάτια που έχτισες με τα χέρια σου. Τοίχοι από τσιμεντόλιθους, ταβάνι από σανίδες και σκεπή από κεραμίδια. Όταν πήγες την μάνα, να της δείξεις το οικόπεδο στον Άνω Κορυδαλλό, το εικοσάχρονο κορίτσι που είχε μεγαλώσει στο Μαυρομμάτι της Θήβας, σου είπε “Πού θα μας φέρεις εδώ; Θα μας φάνε οι λύκοι”. Το μέρος της φάνηκε πιο άγριο από το Μαυρομμάτι. Σε έβλεπε να έρχεσαι από την δουλειά από δυο χιλιόμετρα μακριά, από την σκόνη που σήκωνε η μοτοσυκλέτα σου, αφού δεν υπήρχαν παρά δύο σπίτια, το δικό μας κι άλλο ένα. Ήταν τραχύ βουνό, που τώρα είναι πόλη. Σας βλέπω σαν τώρα, 1972, έπρεπε να σπάσει ο βράχος με φουρνέλα, για να σκαφτούν τα θεμέλια για το καινούργιο σπίτι. Έβαλες τον εργολάβο να σημαδέψει με κόκκινη μπογιά τα σημεία, τον ρώτησες πόσο βαθιά τα ήθελε, για να μπεί ο δυναμίτης και κάθε απόγευμα, αφού γυρνούσες από το λιμάνι, έτρωγες, μια ώρα ύπνο και μετά η μάνα κρατούσε την σφήνα και εσύ χτυπούσες με την βαριοπούλα. Στην αρχή φοβόταν και τραβούσε τα χέρια της, “Μην φοβάσαι, γαμώ το, ξέρω τι κάνω”. Εσύ 43 και η μάνα 35. Νέοι, ωραίοι, δυνατοί.

 Δυόμιση μήνες τώρα, για πρώτη φορά στη ζωή σου στο κρεβάτι, όμως τουλάχιστον μιλήσαμε πολύ. Κι όπως σε άκουγα, έβλεπα το μικρό παιδάκι, που έμενε Γρηγορίου Ε΄ 7 στην Αμφιάλη και πούλαγε νερό με μια στάμνα στην αγορά του Πειραιά, μια πεντάρα το ποτήρι.   Πόλεμος, Κατοχή, στην μεγάλη πείνα του Χειμώνα του ΄41, ο παππούς έμεινε να δουλεύει στο λιμάνι και φύγατε με την γιαγιά και τα 3 αδέρφια σου σε ένα χωριό, όπου πήγαν και άλλοι, στο Μαυρομμάτι. Βοσκόπουλο 12 χρονών με αμοιβή ψωμί και γάλα, βρέθηκες να κοιμάσαι στα βουνά. Εκεί έμαθες τον θάνατο του πατέρα σου και πήρες όλη την οικογένεια επ’ ώμου. Εκεί γνώρισες την μάνα και όταν μαλώνατε καμμιά φορά, ο καυγάς τέλειωνε με θυμηδία, όταν η μάνα έλεγε “ανάθεμα σε Χίτλερ”, αφού η Κατοχή σε έφερε στο χωριό της.

Είδες αντάρτες να σφάζουν μάνα και κόρη από την φάλαγγα των ομήρων των Δεκεμβριανών. Όταν όμως έπιασαν τον Μιλτιάδη Π., τον υπεύθυνο του ΕΑΜ στο χωριό και τον είχαν για ντουφέκι στα Βούρλα, πήγες να τον δεις κι όταν σε ρώτησα “γιατί;”, μου απάντησες “δούλεψα στον αδερφό του τον Λιάμη, έφαγα ψωμί και μου φέρθηκαν ανθρώπινα, δις εις θάνατον, τον λυπόμουν”. Και στην οικογένεια της αδερφής του, που κυνηγημένοι λόγω του “στίγματος” πεινούσαν το 1947, 1948, άφηνες τις τσάντες με τα τρόφιμα, που αγόραζες φτύνοντας αίμα στο μηχανουργείο, στην πόρτα, την χτυπούσες και έφευγες τρέχοντας.

Ποτέ δεν έμαθαν ποιος ήταν ο άγνωστος ευεργέτης.

“Καλά, αφού ήταν κομμουνιστές, εσύ δεξιός, γιατί το έκανες;”.

“Δεν ήταν κομμουνιστές, ήταν απλά άνθρωποι που πεινούσαν”.

Τότε ήσουν 17 χρονών, το πρωί στο πλαστιγγοποιείο του Αντόνιο Μιλάτσι και το βράδυ στην τεχνική σχολή, στον “Αρχιμήδη”. Καιγόσουν να μάθεις τέχνη, σου άρεσε πάντα να φτιάχνεις ό,τι χαλάει. Γεννημένος μάστορας. Πλαστιγγοποιός, μηχανικός κινητήρων εσωτερικής καύσης, υδραυλικός, ηλεκτρολόγος, σιδεράς, χτίστης, βοσκός, αγρότης. Χέρια ευλογημένα.

Στο νοσοκομείο στις ατέλειωτες ώρες της αγωνίας και της μάταιης ελπίδας, σου κρατούσα το χέρι και ένοιωθα τους ρόζους, ο ένας μεγάλος, πιο  τραχύς στο κέντρο της παλάμης. “Από τι είναι αυτό, μπαμπά;”.

“Ε, από τον τόρνο, την λίμα, το σιδηροπρίονο, την τσάπα, από τα εργαλεία”. 

Με μια λαμαρίνα, μισή σάμαλι, μισή μπακλαβά στον δρόμο “Γιατί ρε μικρέ δεν διαλαλείς το εμπόρευμα”;

“Γιατί ντρέπομαι”.

“Τί σόϊ έμπορας θα γίνεις, άμα ντρέπεσαι:’.

“Δεν θέλω να γίνω έμπορας”.

Μπήκες μόνος σου στο μηχανουργείο του Μιλάτσι και ρώτησες αν θέλει βοηθό. Σε έκοψε το αφεντικό από πάνω ως κάτω και είπε, “ναι”.

“Από πότε μπορώ;”.

“Από τώρα”.

Κέρασες σε όλους τα απούλητα γλυκά και από το άχτι σου έσπασες και πέταξες το τριπόδι και την τάβλα που ακούμπαγες την λαμαρίνα και σε κυνήγαγε η γιαγιά που τα είχε χρεωμένα.  Μετά στον ΟΛΠ, λιμενεργάτης στο κάρβουνο, την πιο βαριά και ανθυγιεινή δουλειά στο λιμάνι, όπως και ο πατέρας σου.  Στρατό, στο Κέντρο Νεοσυλλέκτων στο Μεσολλόγγι και ύστερα στο 518 Τάγμα Πεζικού στην Δράμα. Μετά πίσω στον ΟΛΠ και από λιμενεργάτης, στο Τεχνικό, λόγω της τέχνης που έμαθες.

Όποιο βιβλίο ήθελα, στο έλεγα, το έγραφες σε ένα χαρτάκι και την άλλη μέρα μου το έφερνες. Μαζί με την αγάπη στις μοτοσυκλέτες μου έδωσες και το “γονίδιο” της αγάπης για τα βιβλία και την Ιστορία. Εδώ και χρόνια είχαμε αλλάξει ρόλους, σου έφερνα εγώ ιστορικά βιβλία και λευκώματα, “Πήρες κανά καινούργιο; ¨Αν πήρες, όταν το διαβάσεις, φέρτο”.

Ως την συνταξιοδότηση σου δεν πήγατε ποτέ διακοπές, γιατί την άδεια σας την παίρνατε το Χειμώνα για να μαζέψετε τις ελιές. Για πρώτη φορά στην ζωή σας με την μάνα, όταν πήρες το εφάπαξ, πήγατε δέκα μέρες στη Μάνη. Κι ύστερα αφιέρωσες και τον υπόλοιπο χρόνο σου σε μας και στο κτήμα. Άμισθος συντηρητής των δικηγορικών μας γραφείων, τεχνικός σύμβουλος για κάθε αγορά ή επισκευή, γνώστης κάθε τρύπας για εργαλεία, ανταλλακτικά. Πατέρας και παππούς αποκλειστικής απασχόλησης.

Τώρα ξέρω πως ποτέ δεν θα ξαναχτυπήσει το τηλέφωνο μου, δεν θα ακούσω τη φωνή σου. Δεν θα σε ξαναδώ στο μπαλκόνι να πίνεις τον καφέ σου μαστορεύοντας. Δεν θα μπορώ να σε ρωτήσω τη γνώμη σου, δεν θα κόβεις τα άρθρα μου κάθε βδομάδα.

Εσύ τα έφτιαχνες όλα, όμως ποιος θα φτιάξει τώρα την καρδιά μου, μπαμπά, γλυκέ μου πατέρα;

Όμως θα ανταμώσουμε πάλι και θα πάμε στο Έδεμ, εκεί που με κρατούσες στο νερό και μου έλεγες τι να κάνω και μόλις με άφησες και συνέχισα να επιπλέω, με επιβράβευες, λες και πήρα μετάλλιο κολύμβησης. Θα κάτσουμε στο κτήμα αγναντεύοντας τον κάμπο και θα μου εξηγείς, όπως στο νοσοκομείο, πως χρονίζονται οι βαλβίδες της BSA μοντέλο 1934 και γιατί η BMW R51, η Μαρμάρω σου, ήταν καλύτερη.

Μία φορά μόνο με στεναχώρησες. Τώρα.

Δεν υπάρχει εχθρός να βγω στην αλάνα να χτυπηθώ μαζί του για σένα, να πολεμήσω να σου κερδίσω λίγο χρόνο ακόμη.

Προσπάθησα αλλά νικήθηκα. Είναι ο χρόνος, ο νόμος της ζωής και του θανάτου.

Ξέρω πως ήμασταν τυχεροί, που σε είχαμε δίπλα μας τόσα πολλά χρόνια, όμως για μένα ήταν λίγα.

Θέλω όλος ο κόσμος να μάθει …

 

την άδολη και ανεξίκακη καρδιά σου, το παράδειγμα της αφοσίωσης στην οικογένεια, της ανιδιοτελούς αλληλεγγύης σε όποιον είχε ανάγκη, την αγάπη σου σε ανθρώπους και ζώα, "ψυχή έχουν κι αυτά" έλεγες. Καλή αντάμωση μπαμπά, γλυκέ μου, καλέ πατέρα. Φιλώ με ευγνωμοσύνη τα στοργικά ροζιασμένα χέρια σου.

Δεν θα ήμουν τίποτα χωρίς εσένα. Τίποτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: