Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Περιττό ίσως να επαναλάβουμε για πολλοστή φορά ότι τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, που συνέπεσαν με την ύστερη εφηβεία και την ενηλικίωση της δικής μας γενιάς, η κυριαρχία της Αριστεράς – ιδίως στον χώρο της νεολαίας – ήταν σχεδόν απόλυτη.
Βεβαίως, επρόκειτο για μια ιδιότυπη Αριστερά, εντυπωσιακά διαφορετική τόσο από τη σημερινή όσο και από την προδικτατορική. Είχαμε ενστερνισθεί τη ρητορική της Αριστεράς -«βερμπαλίζαμε», όπως θα λέγαμε τότε – δίχως να έχουμε ανάμνηση από τα οδυνηρά βιώματά της.
Οι μετεμφυλιακοί διωγμοί έφθαναν στα αφτιά μας μέσω αφηγήσεων των παλαιοτέρων αριστερών – αφηγήσεις συνήθως εξωραϊσμένες κι εξιδανικευμένες που, επί της ουσίας, δεν διέφεραν από τις αφηγήσεις για χριστιανούς οσιομάρτυρες που ακούγαμε στα κατηχητικά, ασχέτως εάν για τους πρώτους νιώθαμε δέος και για τους δεύτερους απέχθεια.
Ο αντικληρικαλισμός μας ήταν αυθόρμητος κι ενστικτώδης. Γνωρίζαμε, ασφαλώς, ότι ορισμένοι παπάδες, αριθμητικά ελάχιστοι, είχαν ανέβει μαζί με τον Βελουχιώτη «στο Βουνό», αλλά εκλαμβάναμε τη συμμετοχή τους στο «Κίνημα» περισσότερο ως άνευ όρων παράδοση (και, αναμφίβολα, παραδοχή εκ μέρους τους της ανωτερότητας της δικής μας ιδεολογίας) παρά ως ισότιμη ενσωμάτωση. Στον βωμό του αντικληρικαλισμού μας δεν διστάζαμε ακόμη και να διορθώσουμε ό,τι δεν συνταίριαζε ή και απλώς «κλωτσούσε» στον αριστερό βερμπαλισμό μας. Δεδομένου ότι πιστεύαμε ακράδαντα πως τα περισσότερα έργα αριστερόστροφης τέχνης είχαν γραφτεί υπό καθεστώς αυστηρής κρατικής λογοκρισίας (πράγμα, άλλωστε, που ήταν αλήθεια), δεν θεωρούσαμε την «επέμβασή» μας ως κάποια μορφή δευτεροβάθμιου ψαλιδίσματος, αλλά ως αποκατάσταση των αληθινών προθέσεων του καλλιτέχνη. Από τη στιγμή, μάλιστα, που ο ίδιος ο καλλιτέχνης δεν έδειχνε να ενοχλείται (τουναντίον, συχνά υιοθετούσε κι αυτός τη νέα «βερσιόν»), δεν είχαμε λόγο να χολοσκάμε εάν και κατά πόσον θα στενοχωρήσουμε τους… αντιδραστικούς.
Ακόμη λιγότερο σκίαζε το αριστερό φαντασιακό μας το σκηνικό στη «Γειτονιά των αγγέλων» – μια λαϊκή ταβέρνα στη Δραπετσώνα -, όπως και η πλοκή με το φωσκολικό υπόβαθρο: ένας ευσταλής εργάτης, γιος προσφύγων, ερωτεύεται την όμορφη κόρη ενός εργοστασιάρχη. Εμείς, χορτάτα τέκνα μεσοαστικών οικογενειών από τη Φωκίωνος Νέγρη, δεν είχαμε κανέναν ενδοιασμό να ταυτιστούμε με όσους δούλευαν στη φάμπρικα, είτε με βροχή είτε με λιοπύρι, για μια μπουκιά κι ένα ποτήρι. Μονάχα εκείνο το «και δόξα τω Θεώ», στο τέλος της στροφής, μας καθόταν στον λαιμό. No problem.
Εμείς τραγουδούσαμε «…και δόξα τω λαώ»· βαθιά νυχτωμένοι πως...
η λαοκρατία μας θα τακιμιάσει μια μέρα με τη θεοκρατία.



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου