"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ και ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Ναι, ξαναγράφουμε την Ιστορία – διαρκώς

Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.
(www.htsoukas.com)


Για τους βολεμένους, η συζήτηση πρέπει να γίνεται με όρους που, σιωπηρά, διαφυλάσσουν τα προνόμιά τους – την αυτοεπιβεβαιωτική αντίληψη του κόσμου και τα προκύπτοντα εξουσιαστικά οφέλη.

«Δεν μπορούμε τώρα να προσπαθήσουμε να διορθώσουμε ή να λογοκρίνουμε το παρελθόν μας», δήλωσε ο Βρετανός πρωθυπουργός Τζόνσον, καταδικάζοντας την απομάκρυνση αγαλμάτων δημοσίων προσώπων που ενεπλάκησαν, στο απώτερο παρελθόν, σε δουλεμπόριο και απάνθρωπες ρατσιστικές πρακτικές. «Τα αγάλματα στις πόλεις μας τοποθετήθηκαν από προηγούμενες γενιές. Είχαν διαφορετικές […] αντιλήψεις του σωστού και του λάθους. Αλλά αυτά τα αγάλματα μας διδάσκουν το παρελθόν μας με όλα τα λάθη του».

«Nonsense» θα του απαντούσαν, πιθανότατα, με φωνασκίες, βουλευτές της αντιπολίτευσης, στην πάντοτε ζωντανή Βουλή των Κοινοτήτων. Και θα είχαν δίκιο. Ο κ. Τζόνσον, τον οποίο δύσκολα θα μεμφόταν κανείς για υπερβολικά λεπτουργημένη σκέψη, μιλά –τι έκπληξη!– φενακιστικά. Ως εκφραστής του βολεμένου συντηρητισμού, θεωρεί ότι διαθέτει ήδη τις ερμηνευτικές κατηγορίες για να κατανοήσει το φαινόμενο που σχολιάζει, οπότε δεν θέλει να αλλάξει κάτι. «Δεν μπορούμε να προσποιηθούμε ότι έχουμε διαφορετική Ιστορία», λέει.

Σε τι συνίσταται ο φενακισμός που επιχειρεί; 

 Παραβλέπει ότι τα αγάλματα δεν είναι Ιστορία αλλά ερμηνεία της Ιστορίας – αποκαλύπτουν τη νοο-τροπία εκείνων που αποφάσισαν την ανέγερσή τους.  

Τα αγάλματα αποτίουν φόρο τιμής στα πρόσωπα που απεικονίζουν. Δεν συνιστούν πρωτογενή εμπειρικά τεκμήρια, αλλά φιλοτεχνημένες αναπαραστάσεις ιστορικών μορφών που οι ιθύνοντες θεώρησαν σημαντικές, σε μια δεδομένη συγκυρία.

Ο Εντουαρντ Κόλστον (1636-1721) λ.χ., του οποίου ο ανδριάντας πρόσφατα γκρεμίστηκε στο Μπρίστολ από διαδηλωτές, ανηγέρθη το 1895, ως απότιση τιμής για τη φιλανθρωπική δράση του – ίδρυση σχολείων, εκκλησιών, πτωχοκομείων. Οτι η τεράστια περιουσία του Κόλστον δημιουργήθηκε από το δουλεμπόριο δεν θεωρήθηκε μείζον όταν αποφασίστηκε η μνημειοποίησή του. Η βικτωριανή Αγγλία δεν είχε τέτοιες ευαισθησίες. Ο Κόλστον ήταν υποδιευθυντής της Βασιλικής Αφρικανικής Εταιρείας, η οποία διακίνησε περίπου 90.000 σκλάβους (μεταξύ τους και παιδιά) από τη Δυτική Αφρική στις φυτείες ζάχαρης και καπνού της αμερικανικής ηπείρου. Ενας στους πέντε πέθανε στη διαδρομή, σε απάνθρωπες συνθήκες.

Θα μπορούσα να συνεχίσω με άλλους μνημειοποιημένους δουλέμπορους και ακραιφνείς ρατσιστές αλλά δεν θα πρόσθετα κάτι ουσιώδες, εκτός από το να προκαλέσω τον αποτροπιασμό σας (αναζητήστε στο Διαδίκτυο φωτογραφίες ακρωτηριασμένων μαύρων στο Κονγκό, επί βασιλείας του μαζικού δολοφόνου Λεοπόλδου ΙΙ του Βελγίου, και θα καταλάβετε).

Το κρίσιμο ερώτημα είναι: οταν τιμάμε κάποιον, τι τιμάμε; 

Η όποια απάντηση είναι αναπόφευκτα ενδεχομενική – εκφράζει την εκάστοτε κυρίαρχη αντίληψη για ό,τι θεωρούμε καλό. Ο σχηματισμός της αντίληψης αυτής είναι μια ιστορική διαδικασία.

Γιατί το Μπρίστολ θυμήθηκε τον Κόλστον σχεδόν δύο αιώνες μετά τον θάνατό του; 

Το άγαλμά του ανηγέρθη σε περίοδο εργατικής αναταραχής. Η ηρωοποίησή του θα συσπείρωνε διαταξικά τον λαό της περιοχής γύρω από μια εμβληματική φυσιογνωμία. Το συμβολικό πορτρέτο του έπρεπε να φιλοτεχνηθεί – οι σκοτεινές πλευρές να παραλειφθούν, οι θετικές να αναδειχθούν. Ενα μνημείο είναι κυρίως κατασκευή – συμβολική, όχι μόνο υλική.

Το κίνημα «Black lives matter» γυρίζει σήμερα το καλειδοσκόπιο. Το οπτικό πεδίο «μορφή-φόντο» αντιστρέφεται. Τα άψυχα αγάλματα ζωντανεύουν. Ενώ μέχρι χθες, σπάνια οι κάτοικοι έδιναν σημασία στον ανδριάντα του Κόλστον (ήταν αυτονόητα μέρος του αστικού τοπίου), αίφνης, σήμερα, συζητούν τη σημασία του.  

Στη βάση του ανδριάντα ήταν χαραγμένη η επιγραφή: «ένας από τους πλέον ενάρετους και σοφούς υιούς της πόλης». 

 Μέχρι πρόσφατα την προσπερνούσαμε αδιάφορα. Τώρα αναρωτιόμαστε: «Ενάρετος»; «Σοφός»;  

Τι αντίληψη περί αρετής και σοφίας διέθεταν οι βικτωριανοί; Ποια είναι η δική μας; Εξακολουθούμε να θεωρούμε «ενάρετο» έναν σεσημασμένο δουλέμπορο; Εξαλείφει η φιλανθρωπία τον βουτηγμένο στο αίμα πλούτο του;

«Ισως όχι, αλλά πού σταματάμε;», ρωτούν οι καλοπροαίρετοι. 

Δουλοκτήτης ήταν και ο Τόμας Τζέφερσον, ο συγγραφέας της περίφημης «Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας». 

Ρατσιστικές απόψεις είχε και ο Ουίνστον Τσώρτσιλ. Μερικά από τα πιο προβεβλημένα πανεπιστήμια (το Χάρβαρντ, το Γέιλ, η Οξφόρδη, κ.λπ.) ωφελήθηκαν από το δουλεμπόριο. Κάποια, όπως το Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, το ομολογούν αναστοχαστικά και προβαίνουν σε διορθωτικές κινήσεις. Η δουλεία και η αποικιοκρατία αποτελούν οργανικά στοιχεία της Ιστορίας της Ευρώπης και του Νέου Κόσμου. 

Αυτό μας θυμίζουν όσοι ζητούν την απομάκρυνση των επίμαχων αγαλμάτων από δημόσιους χώρους. 

Αυτό οφείλουμε να αναγνωρίσουμε συμβολικά, στέλνοντας τα αγάλματα αυτά σε μουσεία. Οσο ιστορική δημιουργία είναι η μνημειοποίηση, άλλο τόσο είναι η ανα-θεώρησή της. Ως «αυτο-ερμηνευτικά όντα», ξαναγράφουμε την Ιστορία διαρκώς.
 

Πού τραβάμε τη γραμμή; 

Εκεί όπου μας υποδεικνύει στοχαστικά η συλλογική μας ευθυκρισία.  

Η πολιτική πράξη δεν είναι το αποτέλεσμα παραγωγικού συλλογισμού, ούτε επιστημονική συναγωγή, αλλά προϊόν στοχαστικής κρίσης. Η δουλοκτησία του Τζέφερσον δεν ήταν προγραμματικό-κομβικό στοιχείο της πολιτικής δράσης του, όπως η μοιχεία δεν ήταν το ουσιώδες στη δημόσια προσωπικότητα του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ. Ηταν, κυρίως, η προσωπική αποτυχία ενός οραματιστή· η αντίφαση ενός συνηθισμένου –μη αγιοποιημένου– ανθρώπου.

Ακόμη κι έτσι, μπορεί η κάθε θυμωμένη ομάδα διαδηλωτών να γκρεμίζει αγάλματα; 

Πριν δώσετε τη σωστή –δημοκρατική– απάντηση («όχι»), αναρωτηθείτε: 


Τι κάνουμε ως πολιτική κοινότητα για να ανταποκριθούμε θεσμικά σε εύλογα αιτήματα αναθεώρησης της κληρονομημένης Ιστορίας; Γιατί αποστρέφουμε το βλέμμα από το βλέμμα του περιθωριακού
 

«Αλλου»; Γιατί οι Αρχές του Μπρίστολ ουδέποτε έλαβαν σοβαρά υπόψη, επί δεκαετίες, αιτήματα πολιτών για την απομάκρυνση του ανδριάντα του Κόλστον;

«Οι ταραχές είναι η φωνή όσων δεν ακούγονται», είπε ο Κινγκ στην περίφημη ομιλία του «Η άλλη Αμερική», το 1967. 

Η νομοταγής πλειονότητα δεν αρκεί να συμμορφώνεται με τον νόμο αλλά να θέτει διαρκώς, συντεταγμένα, στον εαυτό της το σωκρατικό ερώτημα: πράττουμε – νομοθετούμε – ορθά;  

Οταν το θέτει, κινείται συμπεριληπτικά, δίνοντας φωνή στους αποκλεισμένους. 

Οταν το παρακάμπτει, αποκλείει – και πληρώνει το τίμημα

Οι ταραχές επαναφέρουν βίαια τα αιτήματα δικαιοσύνης που η δημοκρατικά οργανωμένη κοινότητα απωθεί ειρηνικά. 

Δεν υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: