"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΕΠΟΣ ΤΟΥ '40: Το άγνωστο «ευχαριστώ» του Οδυσσέα Ελύτη



Στην  επέτειο της 28ης Οκτωβρίου θα ακούσουμε, για μια ακόμη φορά αντιπολεμικά μηνύματα χωρίς ουσία, που γράφτηκαν «στο πόδι», όχι για να διδάξουν, αλλά απλά για να ειπωθούν σε μια εξέδρα που στήθηκε για την παρέλαση. Nα παρακολουθήσουμε εκδηλώσεις, που στήνονται για το «θεαθήναι» και γενικά, να εορτάσουμε την επέτειο σαν μια επέτειο σαν όλες τις άλλες, που θα περάσει και λίγους «θα αγγίξει» πραγματικά.


Και φυσικά, δε θα εκλείψει ούτε και φέτος, ο παραλληλισμός των αγώνων του ελληνικού λαού σήμερα με τους αγώνες του τότε στο μέτωπο.


Πόσα γνωρίζουμε, όμως, για τις μάχες στα χιονισμένα πεδία μαχών, στα ελληνοαλβανικά σύνορα;


Πριν από λίγες ημέρες, έπεσε στα χέρια μου ένα μοναδικό ντοκουμέντο, που υπογράφεται από έναν Έλληνα ποιητή, που θαυμάζω περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον: Τον Οδυσσέα Ελύτη.


Ειδικότερα, πρόκειται για μια επιστολή με ημερομηνία 1η Ιανουαρίου του 1980, που απευθύνεται στην «Φίλη κα Παπαδοπούλου», μια νοσοκόμα που φρόντιζε τραυματίες πολέμου στα Γιάννενα.


Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης, συμμετείχε στον ελληνοϊταλικό πόλεμο ως ανθυπολοχαγός και γνώρισε από κοντά την απάνθρωπη σκληρότητά του και τον ανείπωτο πόνο που γεννά.


Η μαρτυρία του είναι χαρακτηριστική: «με ένα “φύλλο πορείας” στην τσέπη, κίνησα για να συναντήσω την καινούργια μονάδα μου που μαχόταν κάπου ανάμεσα στ’ Ακροκεραύνια και στο Τεπελένι. Άρχισα να εγκαταλείπω ένα-ένα όλα τα στοιχεία που συγκροτούσανε την υλική μου υπόσταση. Τα γένεια μου μεγάλωναν ολοένα. Οι ψείρες πλήθαιναν. Το χιόνι σκέπαζε τα πάντα. [...] Τη νύχτα εκείνη χρειάστηκε να περάσω από ένα μονοπάτι που το χρησιμοποιούσαν οι τραυματιοφορείς για να κουβαλήσουν στα μετόπισθεν τους βαριά τραυματισμένους. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα βογγητά τους...».


Γνώρισε, όμως, και τη φροντίδα από μια γυναίκα «φύλακα-άγγελο», την οποία θέλησε να ευχαριστήσει 40 χρόνια μετά.


Στις 23 Φεβρουαρίου του 1941, ο Οδυσσέας Ελύτης είναι άρρωστος με υψηλό τυφοειδή πυρετό. «Από το Μπόρσι με υγειονομικό όχημα, μέσω Αγίων Σαράντα, ο ανθυπολοχαγός Οδυσσέας Αλεπουδέλης μεταφέρεται στο Δέλβινο, έδρα του Α1 Ορεινού Νοσηλευτικού Τμήματος και του Α2 Ορεινού Χειρουργείου, ένας “Σωτήρας άγγελος της ζώνης των πρόσω”. Τελικά, στις 2 Φεβρουαρίου, μέσω της καροποίητης οδού Δέλβινο-Γεωργουτσάδες και κατόπιν της αμαξιτής οδού Μπουλαράτ-Ελαία (Καλπάκι)-Γιάννενα, ο Ελύτης μεταφέρεται στο νοσοκομείο Αξιωματικών Ιωαννίνων, το λεγόμενο “Ρουμανικόν”, όπου νοσηλεύεται μέχρι τον Απρίλιο του 1941», όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Ελύτης εποχούμενος – Διαδρομές στην ειρήνη και στον πόλεμο».



Εκεί, στο 406 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, στο ίδιο νοσοκομείο, που μέσα στην παραζάλη του του γεννήθηκε η ιδέα του ποιήματος «Άσμα ηρωικό και και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», η κα Παπαδοπούλου του προσέφερε «εξαιρετικές υπηρεσίες», όπως ο ίδιος σημειώνει στην επιστολή του.


Πάνω απ’ όλα όμως, είδε με τα μάτια της, την κρίσιμη κατάσταση της υγείας του, όταν κάποιοι «κακόβουλοι», όπως ο ίδιος τους χαρακτηρίζει, διέδιδαν ότι έκανε τον άρρωστο για ν’ αποφύγει το μέτωπο…


Γι’ αυτές τις στιγμές, θα γράψει λίγο αργότερα: «Λίγοι ξέρουνε ότι το κύριο βάρος του πολέμου το σήκωσαν οι ανθυπολοχαγοί. Και συμβολικά αυτό θέλησα να δείξω ηρωοποιώντας έναν ανθυπολοχαγό, με το “Άσμα” που έγραψα. Από το άλλο μέρος, έγινε αιτία ο πόλεμος να συνειδητοποιήσω τι είναι ο αγώνας, ο ομαδικός πλέον και όχι ο προσωπικός. Θέλω να πω τι σημαίνει να μάχεσαι και συ γι’ αυτά. Χωρίς την εμπειρία αυτή, πιστεύω δεν θα μου είχε ανοιχτεί ο δρόμος για το “Άξιον Εστί”.»…


Θα κλείσω, λοιπόν, με ένα απόσπασμα από το μοναδικό αυτό έργο:


«ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το αναίτιο δάκρυ
ανατέλλοντας αργά στα ωραία μάτια
των παιδιών που κρατιούνται χέρι χέρι
των παιδιών που κοιτάζουνται και δε μιλιούνται
Των ερώτων το τραύλισμα πάνω στα βράχια
ένας φάρος που εκτόνωσεν αιώνων θλίψη
το τριζόνι το επίμονο καθώς η τύψη
και το μάλλινο έρημο μέσα στ’ αγιάζι
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι που επιστρέφει
από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει
ποιος αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει
ποιό το ‘νυν’ και ποιο το ‘αιέν’ του κόσμου…
»

Δεν υπάρχουν σχόλια: