Στις ΗΠΑ έχουν 15πλασιαστεί οι υποτροφίες για ερευνητές και επιστήμονες
προκειμένου να εργαστούν στο ΥΠΕΞ και στην υπηρεσία διεθνούς βοήθειας
(USAID).
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ
Διαβάστε, συγκρίνετε την επάνδρωση του χρεοκοπημένου μας κράτους με βάση το κομματικό ρουσφέτι, με την επάνδρωση σε άλλες χώρες του κόσμου και... μελαγχοληστε ελεύθερα!
Δρ Ευρωπαϊκής Τεχνολογικής Πολιτικής του ΕΜΠ-ΕΚΠΑ
Η έρευνα και η τεχνολογική ανάπτυξη (ΕΤΑ), η συστηματικοποιημένη δηλαδή
προσπάθεια παραγωγής νέας γνώσης, εργαλείων, μεθόδων, κ.ά., έχουν
κεντρική σημασία όχι μόνο για την οικονομική μεγέθυνση κάθε κράτους,
αλλά καθορίζουν τις σχέσεις μεταξύ των κρατών.
Ξεκινώντας από τις
διακρατικές συμφωνίες ΕΤΑ (π.χ. η πρόσφατη συμφωνία μεταξύ
Ελλάδας-Ισραήλ), τη δημιουργία υποδομών για την κατανόηση θεμελιωδών
φυσικών ερωτημάτων (π.χ. τον International Thermonuclear Reactor) και
την αποτύπωση του βαθμού επίδρασης του ανθρώπινου πολιτισμού στο φυσικό
περιβάλλον (π.χ. η υπερθέρμανση του πλανήτη από τις ανθρώπινες
δραστηριότητες), ή ακόμα και προγράμματα τεχνολογικής μετεκπαίδευσης σε
άλλες χώρες, αυτά τα παραδείγματα αποτελούν εκφάνσεις της παραπάνω
διαπίστωσης στον βαθμό που η ΕΤΑ αποτελεί διακριτή θεματική στις
διεθνείς σχέσεις ενός κράτους.
Οι παραπάνω πολλαπλές συσχετίσεις μεταξύ της ΕΤΑ και της διπλωματίας
έχουν ενοποιηθεί κάτω από ένα ενιαίο θεωρητικό πλαίσιο και εντάχθηκαν σε
υφιστάμενες διοικητικές δομές, κυρίως στον αγγλοσαξονικό χώρο. Χώρος ο
οποίος συστηματικά επιδιώκει να ενσωματώσει όλες τις «ήπιες» μορφές
ισχύος, όπως και αυτή, υπό μία ενιαία, κεντρικά κατευθυνόμενη
συλλογιστική προώθησης του εθνικού συμφέροντος.
Καρπός αυτής της ενοποίησης είναι ο όρος της «επιστημονικής διπλωματίας»
(science diplomacy), ο οποίος ορίζεται ως η διαδικασία με την οποία τα
κράτη υπερασπίζονται και επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν το εθνικό τους
συμφέρον σε θεματικές περιοχές και γνωστικά αντικείμενα των οποίων η
κατανόηση/γνώση έχει προέλθει μέσω της επιστημονικής μεθόδου (μιας
λογικά ακόλουθης και επαληθεύσιμης διαδικασίας). Αυτή η ωφελιμιστική
προσέγγιση για την επίτευξη στόχων εξωτερικής πολιτικής της
επιστημονικής μεθόδου αποτελεί τον πυρήνα του όρου.
Περαιτέρω, ο όρος αναλύεται σε τρεις υπο-περιοχές.
Τη «διπλωματία για
την επίλυση επιστημονικών προβλημάτων» (diplomacy for science), η οποία
επιδιώκει την επίτευξη διεθνών συνεργασιών για την υλοποίηση
δραστηριοτήτων ΕΤΑ καθορίζοντας στρατηγικές προτεραιότητες, ή και
συσφίγγοντας τις σχέσεις μεταξύ των επιστημόνων σε ατομικό επίπεδο.
Τη
«συμβολή της επιστημονικής γνώσης στη διπλωματία» (science in
diplomacy), όπου η επιστήμη υποστηρίζει την άσκηση της εξωτερικής
πολιτικής παρέχοντας τεκμηριωμένη γνώση για θέματα υπό αμφισβήτηση.
Την
«επιστήμη ως διπλωματικό εργαλείο» (science for diplomacy), όπου τα
επιστημονικά δίκτυα μπορούν να λειτουργήσουν ως εναλλακτικά δίκτυα
επικοινωνιών μεταξύ κρατών σε περίπτωση που τα επίσημα διπλωματικά
κανάλια καταρρεύσουν (ή, απλώς, δεν υπάρχουν).
Αυτή η διάσταση της
δικτύωσης των επιστημόνων είναι πολυεπίπεδη και περιλαμβάνει επιστήμονες
κάθε ηλικίας, ανεξαρτήτως βαθμού ή επιστημονικού διαμετρήματος.
Η παράθεση των πτυχών της επιστημονικής διπλωματίας, λόγω έλλειψης
χώρου, είναι αναγκαστικά περιληπτική. Ωστόσο, στο πλαίσιο του
εννοιολογικού προσδιορισμού του όρου, είναι απαραίτητη για την ενημέρωση
του αναγνωστικού κοινού. Βέβαια, το στάδιο αυτό στις ανεπτυγμένες
δυτικές χώρες είναι ήδη περαιωμένο, αφού πλέον ο όρος έχει ενταχθεί στη
δημόσια διοίκηση με τη θεσμοθέτηση σχετικών δομών και αρμοδιοτήτων.
Συγκεκριμένα, στο αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών έχει θεσμοθετηθεί η
αρμοδιότητα του επιστημονικού συμβούλου, η οποία καταλαμβάνεται από
επιστήμονα εγνωσμένης αξίας, και ο οποίος αναφέρεται απευθείας στον
υπουργό Εξωτερικών. Επίσης στις ΗΠΑ έχουν 15πλασιαστεί οι υποτροφίες για
ερευνητές και επιστήμονες για να εργαστούν στο ΥΠΕΞ και στην υπηρεσία
διεθνούς βοήθειας (USAID), ενώ ο νυν υπουργός Ενέργειας είναι
νομπελίστας φυσικός και όχι αμιγώς πολιτική επιλογή. Αντίστοιχα, σε
χώρες όπως το Ισραήλ και η Νέα Ζηλανδία έχει θεσμοθετηθεί η αρμοδιότητα
του διευθύνοντος επιστημονικού συμβούλου που αναφέρεται απευθείας στον
πρωθυπουργό της χώρας. Στη Βραζιλία δε, το πρόγραμμα μετεκπαίδευσης
ερευνητών ρητά συνδέεται όχι μόνο με την απόκτηση δεξιοτήτων αλλά και με
τη σύσφιγξη σχέσεων με χώρες με τις οποίες υπάρχει στρατηγική ταύτιση
και κοινά οικονομικά συμφέροντα. Τα παραδείγματα αναγκαστικά
περιορίζονται στο διοικητικό επίπεδο, αλλά πρέπει να αναφερθεί ότι
αντίστοιχες δραστηριότητες καταγράφονται και στο εκδοτικό, εκπαιδευτικό,
αλλά και χρηματοδοτικό επίπεδο.
Το παρόν άρθρο φιλοδοξεί να καταγράψει κάποιες σκέψεις για την εφαρμογή
του όρου στην ελληνική πραγματικότητα.
Υπάρχουν τρία τουλάχιστον σημεία
ενδιαφέροντος:
Το πρώτο αφορά στο ελληνικό ανθρώπινο δυναμικό υψηλής εκπαίδευσης, το
οποίο έχει μεταναστεύσει. Ξεκινώντας από τον γεωγραφικό και
επαγγελματικό προσδιορισμό του δυναμικού αυτού (θυμίζω την ωφελιμιστική
διάσταση του όρου), η δικτύωση με το δυναμικό αυτό θα διευκολύνει το
ελληνικό κράτος (στον βαθμό που υπάρχει η σχετική επιδίωξη) να ασκήσει
πολιτική συμβατή με τα ελληνικά συμφέροντα, π.χ. επηρεάζοντας τις κατά
τόπους πολιτικές ελίτ, ή αποκτώντας πληροφορίες για σημαίνουσες
τεχνολογικές εξελίξεις, κ.ά.
Το δεύτερο σημείο ενδιαφέροντος, κατ’ αντιστοιχία με το Ισραήλ και τη
Νέα Ζηλανδία, είναι η θεσμοθέτηση της αρμοδιότητας του επιστημονικού
συμβούλου παρά τω πρωθυπουργώ. Η ενασχόληση με τα ζητήματα ΕΤΑ στο
υψηλότερο δυνατό διοικητικό επίπεδο, πέρα από τον συμβολικό χαρακτήρα
της σημασίας που τους αποδίδεται, θα επιτρέψει την κεντρική εποπτεία και
συνολική διαχείριση του εθνικού τεχνολογικού σχεδιασμού σε σχέση και
συνάφεια με άλλους τομείς εθνικής προτεραιότητας.
Τέλος, στο πλαίσιο της σύσφιγξης των σχέσεων με χώρες κρίσιμες για τα
εθνικά συμφέροντα (π.χ. Αίγυπτος, Αλβανία, Βουλγαρία, Τουρκία) θα
μπορούσαν να αναπτυχθούν προγράμματα τεχνολογικής εκπαίδευσης και
ανταλλαγής μεταξύ ερευνητών των χωρών αυτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου