Είναι άραγε συγκυριακό το γεγονός ότι η χώρα μας συγκαταλέγεται στους καλύτερους πελάτες των τουρκικών σειρών μυθοπλασίας μαζί με τη Βουλγαρία, τη FYROM, το Αζερμπαϊτζάν, το Καζαχστάν, το Κόσοβο και τον Λίβανο;
Κατά πόσο τα στοιχεία που συνθέτουν τη σαπουνόπερα (έρωτες, προδοσίες, εκδίκηση, απληστία, μυστικά) ανταποκρίνονται στις επικίνδυνες και δυσανάγνωστες πολιτικές εντάσεις της εποχής;
Υπάρχουν σειρές που αποτυπώνουν μοναδικά τον μακιαβελισμό της εξουσίας, σύγχρονους Μακμπέθ («House of cards») και τη σκακιέρα των πολιτικών παρασκηνίων («Borgen»), υπογραμμίζοντας τόσο το πέρασμα των τηλεοπτικών προγραμμάτων σε άλλη εποχή, όσο και μια διαφορετική αντίληψη κατασκευής και περιεχομένου. Η τηλεοπτική παραγωγή κάθε χώρας καθρεφτίζει την ιδιοσυγκρασία του λαού της, κι αν δεν μπορεί να το κάνει σημαίνει ότι η σχέση με την πραγματικότητα είναι διαταραγμένη. Οτι δεν μεσολαβούν απλώς φίλτρα και παραμορφώσεις αλλά ότι κάποιοι επενδύουν ακριβώς επάνω σε αυτήν την αναπηρία.
Οι Ελληνες τηλεθεατές, ως προς την αισθητική και τις προτιμήσεις τους, ανήκουν στη Δύση ή στην Ανατολή;
Αν κάποιος ξένος παρατηρητής χαρτογραφούσε το ελληνικό τηλεοπτικό τοπίο, εστιάζοντας στις σειρές που παράγονται, τι συμπεράσματα θα αντλούσε για την κοινωνία ή για την πολιτική κατάσταση;
Διαφέρει η προ κρίσης εποχή από τις συνθήκες όπως έχουν διαμορφωθεί την τελευταία τετραετία;
Αν εξαιρέσει κανείς τους «Δέκα μικρούς Μήτσους» του Λάκη Λαζόπουλου, που ανήκουν στον προηγούμενο αιώνα (άρχισαν να προβάλλονται τη δεκαετία του ’90), οι οποίοι κατάφεραν να αποδώσουν δεξιοτεχνικά και με χιούμορ αλήθειες και ψέματα του μικροαστικού μοντέλου ζωής και της πραγματικότητας που το γεννά, δύσκολα θα υποδείκνυε κανείς άλλη πρωτογενή και πρωτότυπη σε σύλληψη εκπομπή. Τα τελευταία χρόνια (2010 -2011) «Το νησί» (βασισμένο στο βιβλίο της Βικτόρια Χίσλοπ) συγκέντρωσε εγκωμιαστικές κριτικές και τηλεθέαση μιλώντας για τους λεπρούς και τον αποκλεισμό τους στη Σπιναλόγκα. Επαινέθηκε ως δουλειά υψηλών προδιαγραφών και μεγάλης ευαισθησίας.
Ας επιμείνουμε όμως, γιατί σκοπός του σχολίου δεν είναι η καταγραφή και ο απολογισμός: σήμερα, τι θα έβλεπε ο ξένος παρατηρητής;
Αν, λοιπόν, ο τουρκικός λαός έχει έφεση στο δράμα και στη σαπουνόπερα, διασκεδάζοντας (ή μήπως εκφράζοντας) έτσι την κοινωνική πόλωση, ο ελληνικός λαός μέσω ποιου τηλεοπτικού είδους διαμορφώνει τη φαντασίωσή του;
Αν το κατεξοχήν λαϊκό μέσο ψυχαγωγίας, η τηλεόραση, δεν μπορεί να περιγράψει την όποια κρίση, σατιρίζοντας, ανακουφίζοντας ή αφυπνίζοντας δημιουργικά το δημόσιο αίσθημα, τότε η καθημερινότητα είναι ακόμη φτωχότερη.
Πόσο άραγε μπορούν να αντέξουν οι «συνταγές» σε μια εποχή σαρωτική, στην οποία αυτό που παρακμάζει και αυτό που γεννιέται μάχονται σώμα με σώμα;
Οι ίδιες συνταγές επαναλαμβάνονται και στην πολιτική σκηνή. Ανακύκλωση –με ελάχιστες εξαιρέσεις– της ταραχής και αγωνίας για αναπαραγωγή του (ίδιου) πολιτικού προσωπικού, που προσπαθεί να αναγεννηθεί από τη φθορά και την κατεδαφιστική αμφισβήτηση.
Κατά μία έννοια, αυτό που προβάλλεται στην ελληνική τηλεόραση (ως σίριαλ) συνδέεται περισσότερο με την πολιτική πραγματικότητα της χώρας παρά με την κοινωνική. Γιατί η κοινωνία, οι κοινωνίες των χωρών σε κρίση, βρίσκονται μπροστά από τις πολιτικές ηγεσίες. Βιώνουν το κόστος των αλλαγών, το εισπνέουν, δεν το περιγράφουν απλώς περίτεχνα, το κατανοούν, αναπροσαρμόζουν τις ζωές τους, επηρεάζονται και το επηρεάζουν. Σε αυτό το συναρπαστικό αλισβερίσι η τηλεόραση στέκει άτολμη, αμήχανη, προσκολλημένη σε παλιές συνταγές. Οπως και η πολιτική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου