Πρώτα ο Παπαγγελόπουλος. Υστερα ο Παππάς. Τρίτος ο Πολάκης. Παραμονές εκλογών, ο ΣΥΡΙΖΑ έρχεται συνεχώς αντιμέτωπος με το παρελθόν του.
Από μια πλευρά δεν με εκπλήσσει. Οσο κι αν νομίζουμε το αντίθετο, τα κόμματα δύσκολα αλλάζουν.
Μπορεί να προσαρμόζονται ή να εκπολιτίζονται ή να βάζουν λίγο νερό στο κρασί τους. Αλλά επί της ουσίας, το DNA παραμένει ίδιο.
Πάρτε το τρίπτυχο Παπαγγελόπουλου, Παππά, Πολάκη.
Τι τους ενώνει; Διαφορετικοί άνθρωποι, διαφορετικής προέλευσης, διαφορετικών κοινωνικών ή μορφωτικών καταβολών, διαφορετικών ηλικιών, τι κοινό μπορεί να έχουν;
Καραμανλικής προέλευσης ο ένας, από την ανανεωτική Αριστερά ο δεύτερος, από την άκρα Αριστερά ο τρίτος, θα μπορούσαν να μην είχαν συναντηθεί πολιτικά ποτέ.
Αλλά συναντήθηκαν. Τους ένωσε ένα κοινό χαρακτηριστικό: η δίψα του ελέγχου. Κυρίως η πολυσυζητημένη και παρεξηγήσιμη επίκληση των «αρμών της εξουσίας».
Το ύφος προφανώς διαφέρει. Ενδεχομένως και η αισθητική. Και οι τρεις όμως στρατεύτηκαν με διαφορετικό τρόπο ο καθένας σε ένα φαραωνικό σχέδιο ελέγχου της δημόσιας ζωής.
Η βασική ιδέα είναι ότι η «πραγματική εξουσία» διαφέρει από τη διακυβέρνηση.
Ενα σχήμα εκκίνησης καταρχήν και κατεξοχήν αντιδημοκρατικό. Στη δημοκρατία δεν υπάρχει εξ ορισμού μια εξουσία ώστε κάποιος να την ελέγχει. Υπάρχουν πολλές δυνάμεις και κέντρα εξουσίας που συνυπάρχουν, αλληλοελέγχονται, ενίοτε συγκρούονται, άλλοτε εξισορροπούνται κι άλλοτε όχι.
Κι αυτό άλλωστε διαχωρίζει τη δημοκρατία από τον ολοκληρωτισμό.
Το ζητούμενο λοιπόν ήταν μέσα από τη διακυβέρνηση να ελεγχθούν όλες οι εξουσίες που δεν συντάσσονταν απαραιτήτως μαζί της. Η οικονομική, η δικαστική, ο Τύπος, η ενημέρωση, η αντιπολίτευση...
Στο μυαλό τους η άσκηση της διακυβέρνησης ήταν μια ολοκληρωτική λειτουργία που δεν επέτρεπε νησίδες αυτονομίας και διαφοροποίησης.
Αν δεν κάνω λάθος, είναι η πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία που μια κυβέρνηση προσπάθησε να ελέγξει ακόμη και την ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Εκ του αποτελέσματος βεβαίως προκύπτει ότι το σχέδιο απέτυχε. Αλλά εκ της (ακόμη και σήμερα) επιμονής τους συμπεραίνουμε ότι οι εμπνευστές και αυτουργοί το θεωρούσαν θεμιτό και φυσιολογικό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα που δεν επιδέχεται διάψευση. Κατά την αλλαγή ιδιοκτησίας των «ΝΕΩΝ» και του «ΒΗΜΑΤΟΣ» (2017), η τότε κυβέρνηση διά του Ν. Παππά επιχείρησε ευθέως να επιβάλει στη νέα ιδιοκτησία διευθυντές και αρθρογράφους στις εφημερίδες.
Μόνο και μόνο ως αντίληψη ή φιλοδοξία ξεφεύγει παντελώς από όλα όσα έχουμε γνωρίσει στις σύγχρονες δημοκρατίες ή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, ακόμη κι από τα πιο αμφιλεγόμενα ή κατακριτέα φαινόμενα δεσποτείας.
Ο αντίλογος ισχυρίζεται ότι ο Παπαγγελόπουλος, ο Παππάς και ο Πολάκης απλώς υιοθέτησαν ή υπηρέτησαν μια «πολιτική άποψη» ή (ακόμη χειρότερα) κάτι σαν «ηθική επιταγή» - αυτό τουλάχιστον ανακυκλώνουν όψιμοι υποστηρικτές τους.
Αλλά προφανώς ούτε πολιτική άποψη αποτελούσε, ούτε είχε καμία σχέση με την ηθική. Ηταν ένα καραμπινάτο σχέδιο. «Η αρπαγή της εξουσίας».
Από αυτό το παρελθόν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν έχει καταφέρει να ξεφύγει.
Ακόμη και σήμερα για παράδειγμα επιχειρεί να ερμηνεύσει την αρνητική στάση του Τύπου απέναντί του ως (περίπου) προϊόν αθέμιτης συναλλαγής και συνωμοσίας με τους αντιπάλους του.
Κι όχι ως θεμιτή πολιτική επιλογή για λόγους τους οποίους ο κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί και να ερμηνεύσει αλλά και να εξηγήσει.
Ακόμη και σήμερα αντιμετωπίζει τις δικαστικές αποφάσεις ανάλογα με το πώς βολεύουν την πολιτική του. Διατηρεί το διαχρονικό «δόγμα Πολάκη» πως η δικονομία αποτελεί μέρος της εκλογικής διαδικασίας. «Να βάλουμε πεντέξι φυλακή για να κερδίσουμε τις εκλογές».
Η ίδια η «ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης» θεωρείται περίπου υποσημείωση της αριστερής παρλαπίπας αλλά μόνο όταν τη διευκολύνει ως επιχείρημα. Στο μυαλό τους εξακολουθεί να υπερισχύει η αντίληψη της «λαϊκής Δικαιοσύνης» σύμφωνα με την οποία «φυσικοί δικαστές» του Παππά είναι ο λαός (Α. Τσίπρας, 14/2).
Την ίδια στιγμή όμως ούτε το άτιμο το παρελθόν θέλει να παρέλθει.
Διότι πάνω σε αυτή την φαντασιακή «αρπαγή της εξουσίας» έχουν κτιστεί καριέρες, φιλοδοξίες, νοοτροπίες, ιδεολογήματα και προσδοκίες.
Ακόμη και μετά τη σύγκρουση Τσίπρα - Πολάκη, στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ ομολογούσε ότι ο Πολάκης απλώς «είπε φανερά πολλά που λέμε εμείς κρυφά, κατ' ιδίαν, και μαζί μας όλος ο ελληνικός λαός» (Ν. Μπελαβίλας, 28/2).
Προφανώς «όλος ο ελληνικός λαός» δεν λέει τέτοιες χονδροειδείς ανοησίες, ούτε τραμπουκίζει τους περαστικούς. Δεν ξέρω δηλαδή πολλούς να φωνάζουν «άκου λαδέμπορα, βρες μια γωνιά να πεθάνεις», όπως απειλούσε ο Πολάκης έναν πολιτικό αντίπαλό του μέσω Facebook.
Αλλά η ομολογία έχει την αξία της. Και φυσικά δεν εκπλήσσει.
Λες κι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δύο ψυχές ή δύο πρόσωπα.
Από τη μια πλευρά ένα αριστερό κόμμα με ισχυρούς ηθικούς και αξιακούς κώδικες που απέχει της σαχλαμάρας και του τραμπουκισμού.
Από την άλλη μια αποκλίνουσα προσωπικότητα βουτηγμένη στη μανούρα, τον ακτιβισμό και το τσαλαβούτημα στα βρωμόνερα.
Το δεύτερο μοιάζει τόσο αυθεντικά συνδεδεμένο με το παρελθόν ώστε για ένα τμήμα του αριστερού ακροατηρίου λογίζεται περίπου ως ταυτοτικό χαρακτηριστικό.
Αποτελεί το κατεξοχήν ακροατήριο του Πολάκη και ταυτοχρόνως παιδαγωγείται στο δωρεάν νταηλίκι από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, νοσταλγεί τις «πλατείες των αγανακτισμένων» και το δημοψήφισμα, αναδεικνύει διαταραγμένες συμπεριφορές, φαντασιώνεται τη «δεύτερη φορά» που δεν θα επιτρέψει να υπάρχει τρίτη.
Είναι το παρελθόν που δεν θέλει να παρέλθει. Οχι μόνο επειδή δεν το αντέχει αλλά επειδή...
δεν ξέρει πού να πάει.
Και μόνο το μέλλον θα δείξει τελικά αν αυτές οι δύο ψυχές μπορούν να συμβιώσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου