"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΕΘΝΟΠΑΤΕΡΟ-ΚΗΦΗΝΟ-ΚΑΘΑΡΜΑΤΟΠΛΗΚΤΟΣ ΕΛΛΓΗΝΙΣΜΟΣ: Διαζύγιο με την ποιότητα; (Αλγεινό το ασυμβίβαστο αξιοκρατίας και πολιτικής.)

 

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Κοινότοπη διαπίστωση: Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα σήμερα δεν έχουν πολιτικό λόγο. Αντιλαμβάνονται την πολιτική σαν τεχνική διαχείρισης (ή διεκδίκησης) της εξουσίας. Διαφοροποιούνται με κριτήρια επάρκειας ή ανεπάρκειας των στελεχών τους («ποιοι θα τα καταφέρουν καλύτερα»).

Ερώτημα πρώτο και ουσιώδες: Θέλουν τα κόμματα να έχουν πολιτικό λόγο; 

Ερώτημα δεύτερο, προϋποθετικό του πρώτου: Ξέρουν τι σημαίνει πολιτικός λόγος;

Την αρχική και κοινότοπη διαπίστωση τη βεβαιώνουν οι ίδιοι οι πολιτικοί, με πληθωρικές επαναλήψεις. Είναι το στερεότυπο επιχείρημα που χρησιμοποιεί κάθε εσωκομματική αντιπολίτευση, προκειμένου να αμφισβητήσει την κομματική της ηγεσία. Πολλοί νομίζουν ότι πολιτικός λόγος είναι η εμπεριστατωμένη και τεκμηριωμένη κριτική των διαχειριστικών απόψεων και ενεργειών του κομματικού αντιπάλου, μαζί με τη διαμόρφωση συγκεκριμένων αντιπροτάσεων διαχείρισης επίκαιρων ή χρόνιων προβλημάτων της χώρας

Αλλοι (η δεύτερη έκφανση της σύγχυσης) ταυτίζουν τον πολιτικό λόγο με την ιδεολογική ταυτότητα του κόμματος, που την αντιλαμβάνονται με παιδαριώδεις γενικολογίες, όπως: πίστη στον «φιλελευθερισμό» και στις αρχές της «ελεύθερης αγοράς» ή πίστη στο «κοινωνικό κράτος» και στη «μείωση των οικονομικών ανισοτήτων».

Θα μπορούσε να μελετήσει κανείς και τις δύο εκφάνσεις της σύγχυσης ως τυπικά συμπτώματα ψυχολογικής άμυνας απέναντι στις απαιτήσεις της πραγματικότητας. Ο,τι στην καθημερινή γλώσσα ονομάζουμε «στρουθοκαμηλισμό», είναι προϊόν συμπαθούς μικρόνοιας ή ψυχολογικής ατολμίας και φυγής από την πραγματικότητα, εξωραϊσμένης με ρητορικές και ιδεολογικές επικαλύψεις. Η διάκριση ισχύει και για την περίπτωση των επαγγελματιών της πολιτικής. Ισως με πλεονάζουσα (σε σύγκριση με άλλους επαγγελματικούς χώρους) τη μικρόνοια.

Στις δημόσιες συζητήσεις που μας προσφέρονται ως τηλεοπτικό θέαμα, τυχαίνει (όχι συχνά) να εμφανίζονται, ως συνομιλητές πολιτικών ανδρών και κομματικών ηγετών, κάποιοι πραγματικοί ειδήμονες – πανεπιστημιακοί ερευνητές ή κάποιοι έμπειροι της πρακτικής του συζητούμενου θέματος. Ο λόγος τους κομίζει στιβαρή γνώση, σοβαρότητα, δημιουργική φαντασία – ανοίγει απρόβλεπτους ορίζοντες, εντοπίζει καίριες λύσεις προβλημάτων.

Τέτοιους ειδήμονες πρέπει να γνωρίζουν οι πολιτικοί και στις κοινωνικές τους αναστροφές ή να συναντούν τα κείμενά τους στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο.  

Μιλώ για έμπειρους αναλυτές συγκεκριμένων προβλημάτων (εθνικής στρατηγικής, διπλωματικής τακτικής, λειτουργίας της οικονομίας, εκπαιδευτικής πρακτικής), όχι για ελεύθερους στοχαστές, επιφυλλιδογράφους. Θα υπέθετε κανείς ότι τέτοια πολύτιμα συναπαντήματα θα τα αξιοποιούσαν αμέσως και με αγαθή απληστία οι πολιτικοί. Ομως, η εξειδικευμένη έρευνα και πολυετής εμπειρία αποδείχνουν ότι: μπροστά στην ανθρώπινη ποιότητα, οι επαγγελματίες σήμερα της πολιτικής τρέπονται τεχνηέντως σε φυγή! Θα κολακέψουν με ρητορικούς επαίνους τον ταλαντούχο συνομιλητή τους, θα επιδείξουν ζωηρό ενδιαφέρον για τις απόψεις και προτάσεις του, και θα φροντίσουν η συνάντηση μαζί του να μην επαναληφθεί.

Δικαιολογεί η πείρα βάσιμη υποψία ότι ο ευτελισμός της σπουδής και της έρευνας (θεσμοποιημένος στα σαράντα χρόνια της δυναστείας ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ στα πανεπιστήμια) σηματοδοτεί μια θελημένη ρήξη της σπουδής – επιστήμης με την αξιοκρατία και την ποιότητα. Μόνο με γενικολογίες και αναπόδεικτους ισχυρισμούς μπορεί να θιγεί σε επιφυλλίδα εφημερίδας η αλήθεια για τη στοιχειώδη, τη μέση και την ανώτερη παιδεία στη μετα-χουντική Ελλάδα.

Το ουσιωδέστερο πολιτικό πρόβλημα, που είναι η ποιότητα της ζωής στο οργανωμένο κράτος και οι στόχοι της συλλογικότητας, δεν θίγεται ούτε από τα κόμματα, ούτε από τη δημοσιογραφία. Ετσι, καθόλου συμπτωματικά, ο προβληματισμός για τα ουσιώδη της ζωής και της συνύπαρξης μονοπωλείται από έναν περιθωριακό τηλεοπτικό λόγο, που αναμειγνύει, με απόλυτη άνεση, γιατροσόφια και μαντζούνια «της πλάκας» με πολιτικές φιλοδοξίες «γνήσιου πατριωτισμού».  

Υπάρχει μια παράδοση πια στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, να εμφανίζεται, κάθε τόσο, κάποιο κόμμα που με την οργάνωσή του, τη στελέχωσή του, τη συνθηματολογία του, τη σαφώς μειωμένη ευφυΐα των αρχηγών του, να καθηλώνει τον πατριωτισμό στο επίπεδο της κωμικής ατραξιόν.

Ολο και επιτακτικότερα, η πολιτική σήμερα καλείται...

 

 να αναμετρηθεί με τις συνέπειες ενός παγιωμένου ανθρωπολογικού και κοινωνικού μηδενισμού.




Δεν υπάρχουν σχόλια: