Του ΜΙΧΑΛΗ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗ
Η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι καταδικασμένη να παράγει η ίδια τα εργαλεία για την αποδόμησή της. Στις ημέρες που έχουν περάσει από τα Τέμπη ένας στρατός δημοσιογράφων έχει πέσει πάνω στο γεγονός για να το φωτίσει. Δεν έχει αποκαλύψει μόνο τι (δεν) έγινε τη νύχτα της Τρίτης από το τυφλό χέρι ενός μοιραίου ανθρώπου. Εχει βουτήξει στα συστημικά κενά, ξεφυλλίζοντας τις συμβάσεις που υπογράφηκαν, πληρώθηκαν αλλά δεν εκτελέστηκαν. Εχει ακολουθήσει την τροχιά του ελληνικού σιδηροδρόμου στο σκοτεινό παρελθόν του.
«Γιατί τώρα και όχι πριν;», ρωτούν οι διασκεδαστές της ψυχαγωγικής ζώνης, που, συναισθανόμενοι από εμπορικό ένστικτο ότι δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή ζήτηση για κουτσομπολιά και σαλιαρίσματα, λανσάρουν στα παράθυρά τους αγανάκτηση.
Γιατί άργησαν τέτοια ρεπορτάζ; Το ρωτούν σαν να ήταν ποτέ έτοιμοι να αφιερώσουν έστω και ένα δευτερόλεπτο από τον τηλεοπτικό τους χρόνο στους καρπούς της εξειδικευμένης δημοσιογραφίας, τα έργα της οποίας είναι πολύ «στρυφνά» και «άνοστα» για να παράγουν κλικς και νούμερα τηλεθέασης
. Το ρωτούν γιατί τώρα αυτό πουλάει.
Η δημοσιογραφία στο περιβάλλον της φιλελεύθερης δημοκρατίας φωτίζει τις αποτυχίες του πολιτικού συστήματος, όχι για να βγάλει τα θυμικά υποπροϊόντα τους στην αγορά. Δεν ελέγχει η ίδια όσα απελευθερώνει. Δεν μπορεί να διοχετεύσει την αμφιβολία που γεννά η έρευνα σε έλλογη κριτική που θα φέρει λογοδοσία, που, με τη σειρά της, θα φέρει μεταρρύθμιση.
Στη φιλελεύθερη δημοκρατία η «αλήθεια» είναι κοινή και γι’ αυτό επισφαλής. Είναι πληθυντική –οι αλήθειες είναι πολλές– και γι’ αυτό μπορεί ο καθένας να την υποβάλλει στις προκρούστειες ορέξεις του. Κάπως έτσι, οι διασκεδαστές που έγιναν σε μια μέρα μαύροι κράχτες περισυνέλεξαν όσα (λίγα) ψήγματα αλήθειας μπορούσαν να αντιληφθούν για να στήσουν τα ηχεία της οργής.
Το έχουμε ξαναδεί το έργο. Συστημικά αμειβόμενοι επαγγελματίες του θεάματος, σε συστημικότατα media, μεταμορφώνονται σε ιεροκήρυκες που εξαπολύουν στην κάμερα αντισυστημικές παρλάτες – σαν να μην ήταν τόσο καιρό καλοπληρωμένοι ανιματέρ στην πίστα της ελαφρότητας. Σαν να τους ανάγκασε ξαφνικά το πάνδημο πένθος να βγουν από τις σκήτες τους.
Ετσι ανέκυψε πάλι Κανάκης. Αφού η φάρσα της αέναης εφηβείας δεν κόβει πια εισιτήρια· αφού το καλαμπούρι έχει πικρίσει από προηγούμενες βαναυσότητες· το εμπόριο ωμού αντισυστημισμού είναι μια κάποια διέξοδος.
«Μιλάμε για όλες τις κυβερνήσεις που έχουν καταστρέψει τη χώρα όλα αυτά τα χρόνια». «Πήγε κανένας φυλακή;». «Δεν έχω λόγια». «Δεν ξέρω τι να πω».
Οντως, δεν έχει τα λόγια. Αλλά...
στο έργο που έχουμε ξαναδεί, ο λόγος είναι περιττός. Αντιθέτως. Μπορεί η άναρθρη αναρρίπιση του θυμού να είναι πιο αποδοτική.
Αυτός που μοιάζει ελαφρός μπορεί, αν μείνει αναπάντητος, να κάνει τη δουλειά. Και να γυρίσει πάλι τα κλειδιά του θυμού στην τροχιά της αυτοκτονικής απελπισίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου