"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΔΙΕΘΝΗ ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΑ ΣΟΥΡΓΕΛΑ - ΝουΔοΞΕΦΤΙΛΑΡΑΔΙΚΟ: Με Ντόρα μια χώρα σε κατηφόρα

Είμεθα λαός των θαυμασίων, των θαυμάτων και των θαυμαστών. Απόδειξη, οι φωτό της κ. Μπακογιάννη στο ερντογάνειο πατιρντί




Η Ντόρα μας κάνει υψηλή πολιτική. Πήγε στη φιέστα της ορκωμοσίας του απαγωγέα Ερντογάν για να τον εξευμενίσει. Λογικά, τώρα θα πρέπει να έχει μαλακώσει σαν σπαλομπριζόλα που ξεχάστηκε μια εβδομάδα στη μαρινάδα.  


Πήγε εκεί η Ντόρα μας, θυσία, σαν τις Αθηναίες κόρες στον φοβερό Μινώταυρο. 


Η θέα των φωτογραφιών της στη φιέστα, δεν ξέρω κι εγώ γιατί, μου θύμισε τον Κώστα Καρυωτάκη και τα ποιήματά του. Το πρώτο απ’ αυτά τιτλοφορείται «Αγάπη» και θα της το αφιέρωνε όποιος τη συμπαθεί κι εγκρίνει τον πηγαιμό της στην Τουρκιά σε τούτη την περίσταση:
«Κι ήμουν στο σκοτάδι. / Κι ήμουν το σκοτάδι. / Και με είδε μια αχτίδα. / Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της / κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι. / Πώς μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης, / πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη! / Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι / δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος, / κι ελύγισα σαν από τρυφερότη, / εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος».

 
Το επόμενο καρυωτάκειο ποίημα είναι το «Η πεδιάς και το νεκροταφείον. (Πίναξ Ημιτελής)» και το κάτωθι απόσπασμα θα της το απήγγειλε όποιος δεν τη συμπαθεί και τόσο:
«(Ωραίο, φρικτό και απέριττο τοπίον! / Ελαιογραφία μεγάλου διδασκάλου. / Αλλά του λείπει μια σειρά ερειπίων / κι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου.)»

 
Και στο φινάλε θα φώναζαν εν χορώ οι πιο πικρόχολοι όλων ένα απόσπασμα από μετάφραση του ποιήματος «Βαρκαρόλα» του Γάλλου σατιρικού ποιητή Laurent Tailhade (1854-1919), ο οποίος άρεσε πολύ στον χιουμορίστα και αυτοκαταστροφικό Ελληνα ομότεχνό του:
 

«Ω, τί ζέστη, Θεέ μου, βράζει!» / βεβαιώνουν οι κυρίες, / κι επιπόλαιες και γελοίες, / ξεκουμπώνοντας με νάζι / τα χυδαία ντεκολτέ τους, / διευκολύνουν τους εμέτους».

Δεν υπάρχουν σχόλια: