Αναφέρομαι στο ζήτημα που προέκυψε με την «μακεδονικήν». Αίφνης συνειδητοποιήσαμε πως ενδέχεται η παράμετρος γλώσσα να βαραίνει περισσότερο στην εθνική συνείδηση από ό,τι το όνομα, ενίοτε δε και η γεωγραφία. Και μας δόθηκε η ευκαιρία να θυμηθούμε πως το βάθος του ιστορικού πεδίου της δικής μας γλώσσας, της ελληνικής, είναι πολύ μεγαλύτερο από την έκταση που καλύπτει στον σημερινό κόσμο.
Ο ένας γλωσσολόγος λέει πως η επιστήμη του δεν μπορεί να κάνει διάκριση ανάμεσα στις διαλέκτους και τις γλώσσες. Πρόβλημα της επιστήμης του – προσωπικά διατηρώ πολλές αμφιβολίες αν η γλωσσολογία μπορεί να χαρακτηριστεί «επιστήμη», με τον ίδιο τρόπο που επιστήμη είναι η βιολογία ή η αστροφυσική. Αν προσεγγίσουμε τις γλώσσες με όρους συγχρονίας, όντως, κάθε ιδίωμα έχει την αυτονομία του, οπότε και η διάκριση ανάμεσα σε διάλεκτο και γλώσσα είναι δυσδιάκριτη. Θυμάμαι σε μια συνάντηση κάποιον Καταλανό συγγραφέα να επαίρεται πως τα καταλανικά έχουν επτά λέξεις για την πεταλούδα και ότι αν χαθεί η γλώσσα, θα χαθεί και ο εκφραστικός της πλούτος. Δεν ξέρω για την πεταλούδα, πάντως η Βενετιά έχασε βελόνι. Η απάντηση μου είχε έρθει αυθόρμητα: Ναι, αλλά τον «Δον Κιχώτη» ο Θερβάντες τον έγραψε στα καστιλιάνικα, με άλλα λόγια σ’ αυτό που λέμε σήμερα ισπανικά. Εκεί έγκειται όλη η διαφορά. Η γλώσσα δεν περιορίζεται στον πλούτο των «σημείων» της. Η γλώσσα κρίνεται και από τη δημιουργία που έχει οργώσει το έδαφός της. Αν τα επτά ονόματα της πεταλούδας χαθούν, ο κόσμος μας δεν θα φτωχύνει. Αν όμως χαθεί η λέξη «ήρως» και τα παράγωγά της, λέξη καθαρά ελληνική, τότε μια ολόκληρη περιοχή του πολιτισμού μας θα βυθιστεί στο σκοτάδι, απ’ τον Ομηρο ώς τον Νίτσε, τον Τολστόι ή ακόμη και το τελευταίο αστυνομικό μυθιστόρημα που γράφτηκε προχθές.
Υπάρχει μια ιεραρχία που ορίζει την αξία των γλωσσών, η οποία είναι αντίστοιχη με την ιεραρχία των πολιτισμών.
Η δύναμη της αγγλικής δεν είναι η διάδοσή της στα αεροδρόμια όλου του κόσμου, όπου κακοποιείται καθημερινά από δισεκατομμύρια χρήστες της, όμως δεν χάνει την ισχύ της. Η ισχύς της είναι ο Σαίξπηρ, ο Ντίκενς και τόσοι άλλοι που επεξεργάστηκαν τις εκφραστικές της δυνατότητες. Η δύναμή της έγκειται στο γεγονός ότι ο Αμλετ παραμένει ο κατ’ εξοχήν υπαρξιακός ήρωας σε οποιαδήποτε γλώσσα του πολιτισμού μας και ο Σκρουτζ είναι πάντα το όνομα του φιλάργυρου. Η Μήδεια είναι πάντα το πρότυπο της τραγικής γυναίκας.
Στον πρόλογο του Λεξικού της Ελληνικής του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη αναφέρεται ότι η ελληνική γλώσσα, αυτή που μιλάμε και γράφουμε, ξεκινά την ύπαρξή της από τον 17ο αιώνα – μπορεί και τον 16ο, το αναφέρω χωρίς να το ελέγξω και δέχομαι όποια διόρθωση. Τις λέξεις της αρχαίας ελληνικής που έχουν επιβιώσει στη νέα οι γλωσσολόγοι του λεξικού τις θεωρούν δάνεια, όπως τις λέξεις της ιταλικής, της τουρκικής και τα λοιπά. Ενας από τους φιλολόγους μου στο λύκειο έλεγε πως οι λέξεις από τα αρχαία ελληνικά αποτελούν περίπου το μισό του λεξιλογίου μας. Ομως ο άνθρωπος μας δίδασκε τη «μείζονα νεοελληνική», αυτή τη μεικτή καθαρεύουσα που τότε αποκαλούσαμε «καθομιλουμένη».
Αν αφαιρέσεις από τη νεοελληνική το «μείζονα», αν την παίξεις σε «ελάσσονα», αν της αφαιρέσεις το βάθος του ιστορικού της πεδίου, τότε ...
όντως γίνεται ισότιμη και με τη «μακεδονική» και με την αλβανική και με τη βουλγαρική ή οποιαδήποτε άλλη γλώσσα ή διάλεκτο, απ’ αυτές που οι γλωσσολόγοι δεν μπορούν να εντοπίσουν.
Η διαφορά γίνεται ποσοτική και την παίζεις στη ρουλέτα της μετανεωτερικότητας.
Διάβασα επίσης ότι κάποιος Αμερικανός γλωσσολόγος απεφάνθη ότι «γλώσσα είναι μια διάλεκτος με στρατό και ναυτικό», κοινώς με κρατική υπόσταση.
Επειδή δεν ξεχνώ ότι επιστήμονες χορηγούσαν τη θαλιδομίδη σε εγκύους με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα, ας τολμήσω να πω ότι η γλώσσα δεν χρειάζεται στρατό. Χρειάζεται τους Πλάτωνες και τους Γκαίτε για να γίνει γλώσσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου