"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ και ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Ο καλύτερος κόσμος μας



«​​Ολα τα αποτρόπαια άλογα της Αποκάλυψης πέρασαν σαν καταιγίδα από τη ζωή μου... Είδα τις μεγάλες ιδεολογίες της μάζας να μεγαλώνουν και να ξεχύνονται· τον φασισμό στην Ιταλία, τον εθνικοσοσιαλισμό στη Γερμανία, τον μπολσεβικισμό στη Ρωσία και πάνω απ’ όλα αυτή τη φρικτή πληγή του εθνικισμού που δηλητηρίασε τον ευρωπαϊκό μας πολιτισμό. Ηταν γραφτό μας να δούμε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, βομβαρδισμούς ανοχύρωτων πόλεων, τόσες θηριωδίες που ελπίζω να μην τις επιτρέψουν οι μελλούμενες γενιές...».
Είναι του Στέφαν Τσβάιχ τα παραπάνω λόγια, Αυστριακού, εβραϊκής καταγωγής, διανοούμενου συγγραφέα που έζησε τους δύο μεγαλύτερους πολέμους της Ιστορίας· τον πρώτο με τους Γερμανούς, τον δεύτερο εναντίον τους, ως φυγάς πολίτης του κόσμου. Το, όσο υπάρχουν άνθρωποι, επίκαιρο έργο του «Ο χθεσινός κόσμος» –ή «Ο κόσμος του χθες» σε νεότερες εκδόσεις– συμπυκνώνει τη μόνη διαχρονική βεβαιότητα: τίποτα δεν είναι βέβαιο και δεν υπάρχει γενιά που να υπογράφει κλειστό συμβόλαιο με τη σιγουριά των καιρών. 


Μολαταύτα, οι φόβοι ότι το φάντασμα ενός Γ΄ Παγκόσμιου Πολέμου πλανάται πάνω από την ανθρωπότητα κρίνονται υπερβολικοί, όχι μόνο από έγκριτους αναλυτές ή φύσει αισιόδοξους παρατηρητές αλλά ευτυχώς και από τον υπογράφοντα.  


Αυτό δεν μας εμποδίζει να γυρίσουμε πίσω εκατό και βάλε χρόνια, όταν το πνεύμα της μπελ επόκ νανούριζε νυχθημερόν τους Eυρωπαίους, επιστήμη και τεχνολογία κάλπαζαν, οι τέχνες και τα γράμματα γίνονταν πάθος.  


Ολοι θεωρούσαν κεκτημένο αγαθό –επιτέλους– την ειρήνη, όταν μια μοιραία πρωία ξέσπασε πόλεμος (Ιούνιος ’14). Ηταν τόσο φρικτό και μακράς διαρκείας το κακό, που όταν τέλειωσε (Νοέμβριος ’18), ο κόσμος πείστηκε ότι η ηρεμία θα βασίλευε πια οριστικά. Πλήρες ανάγλυφο της επουλωτικής εποχής του Μεσοπολέμου δίνει ο Τσβάιχ. Και κάπου ψέγει, μεταξύ άλλων, τη μυωπική υπεροψία Γερμανών διανοουμένων, με τη ματαιοδοξία της καλλιέργειας, που πίστευαν αρχικώς ότι ο Χίτλερ μπορούσε να υποδύεται τον Φύρερ μόνο σε μπιραρίες. Κι ύστερα από τα γεγονότα της Αυστρίας (’38), ο κόσμος συνήθισε στην κατάλυση κάθε ανθρωπιάς, δικαίου, στην κτηνωδία. Φως φανάρι πως...



 ένα ακόμα μεγαλύτερο κακό ερχόταν. 


Αρχές 1942, με τους ναζί κυρίαρχους, ο Τσβάιχ ζει στη Βραζιλία με τη δεύτερη σύζυγό του Λότε. Μακριά κι ασφαλείς από την κόλαση του πολέμου, αποφασίζουν, κοινή συναινέσει, να αυτοκτονήσουν, συντετριμμένοι από τον αχό του ρόγχου της Ευρώπης. Δεν βρήκαν σθένος να περιμένουν τον αυριανό κόσμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: