"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΑΡΙΣΤΕΡΟΣΟΥΡΓΕΛΑΡΟΠΛΗΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Η χαμένη γενιά

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ


(Στον Μπάμπη Παπαδημητρίου)
Σ​​τις 22 Μαρτίου συμπληρώθηκαν πενήντα χρόνια από την ημέρα που ξέσπασε η πρώτη αναταραχή στους κοιτώνες του Πανεπιστημίου των Παρισίων Χ, γνωστού και ως Nanterre. 


Επικεφαλής ήταν ένας Γερμανός φοιτητής ονόματι Ντανιέλ Κον Μπεντίντ. Σε λιγότερο από δύο μήνες η αναταραχή μεταμορφώθηκε σε εξέγερση, γνωστή στην Ιστορία ως Μάης του ’68.  


Τη Nanterre τη γνώρισα έξι χρόνια αργότερα ως πρωτοετής στη Συγκριτική Λογοτεχνία. Ηταν ένα αυστηρά οργανωμένο πανεπιστήμιο, το οποίο όμως, στη διδακτέα ύλη, είχε αφομοιώσει το πνεύμα του Μάη. Δεν μπορούσες να ανοίξεις το στόμα σου χωρίς να αναφερθείς στα τελευταία επιτεύγματα της σημειολογίας, αν δεν δήλωνες ότι σου αρέσει ο Σολέρς και ο Λακάν, κι αν δεν είχες διαβάσει το τελευταίο έργο του Μπαρτ. Το δεκατιανό περιελάμβανε Σαρτρ, και τέσσερα χρόνια εκεί δεν μιλήσαμε μία φορά για τον Καμύ και τον Μαλρό – και οι δύο εξόριστοι την εποχή εκείνη. Ευτυχώς για τη γαλλομάθειά μου και την προσαρμογή μου, δεν είχα Ελληνες συμφοιτητές. Ο μόνος Ελληνας που συναντούσα σπούδαζε Οικονομικά και λεγόταν Μπάμπης Παπαδημητρίου – ναι, αυτός που ξέρετε. Τότε τσακωνόμασταν για διάφορα θέματα κομμουνιστικού ενδιαφέροντος. Του αφιερώνω το παρόν για τη γενιά μου, τη γενιά μας.


Είμαστε κατά τι νεότεροι από τους πρωταγωνιστές του Μάη του ’68, πλην όμως ανήκουμε στη μείζονα περιφέρειά του.  


Ανήκουμε στη «γενιά του Πολυτεχνείου», που πολλοί εξ ημών θα ήθελαν να είναι η ελληνική μετάφραση του Μάη, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Απλώς, βρε Μπάμπη, τώρα που γιορτάζουμε τα πεντηκοστά γενέθλια από κτίσεως του δικού μας κόσμου –και σου εύχομαι να τα εκατοστίσεις–, σκέφτηκα να κάνω έναν σύντομο απολογισμό, έτσι για ένα μικρό ξενύχτι καλοκαιρινό. Αναμνήσεις και αυτοκριτική, δίαιτα συνιστώμενη στις προκεχωρημένες ηλικίες, μακριά από μας.


Αφήνω κατά μέρος την πολιτική και πάω στην ουσία. Ομως είναι δυνατόν να μιλήσω για τη γενιά μου χωρίς να μιλήσω για την πολιτική;  


Οχι, Μπάμπη μου. Η γενιά μας είναι η πρώτη που έφερε το ταγάρι και το μπλουτζίν στον κόσμο της πολιτικής, εκεί που κάποτε κυριαρχούσαν οι φαιές δυνάμεις των κοστουμιών και της καθαρευούσης.  


Αχ, ρε Μπάμπη. Βάλαμε μπλουτζίν χωρίς να μας πηγαίνουν μέσα με τον νόμο 4000 και μιλήσαμε δημοτική. Δεν είχαμε πολλά να πούμε, αλλά νέοι ήμασταν, και το ουσιώδες είναι ότι μιλούσαμε δημοτική, φορούσαμε μπλουτζίν και είχαμε τέτοιο θάρρος, που με μία μόνον κίνηση γκρεμίζαμε τους φράχτες της κοινωνικής καταπίεσης.  


Εμείς καταργήσαμε την υποχρέωση να παραχωρείς τη θέση σου στο λεωφορείο στον γηραιότερο, μια συνήθεια που καταπίεζε την ανθρωπότητα από αρχαιοτάτων χρόνων. 


Εμείς, ναι, ναι, καταργήσαμε την αβρότητα στη σχέση ανδρών και γυναικών, εμείς ανοίξαμε τον δρόμο για την οριστική κατάργηση των ανδρών και των γυναικών. Ασχετο αν τα παλιόπαιδα δεν μας το αναγνωρίζουν


Αχ, ρε Μπάμπη, εμείς δεν καρατομήσαμε τις δυναστείες τού «να σας συστήσω», «καλά ευχαριστώ, εσείς;», «χαίρω πολύ» –«αμ εγώ να δεις», έλεγε ο Ψυχάρης για να αποφύγει το καθαρευουσιάνικο «επίσης»– ή εκείνο το αποτρόπαιο «καλημέρα» που ξεφεύγει από το έρκος τριζόντων εν τη υποκρισία τους οδόντων. «Τι θέλεις από τη ζωή μου και μου λες καλημέρα, φίλε;». Ανάμεσά μας δεν υπάρχει ούτε ένας κύριος. Ολοι είναι φίλοι.


Εχεις δίκιο, Μπάμπη. Με τα χρόνια αλλάξαμε, φορέσαμε κοστούμι, ανοίξαμε διαφημιστικές εταιρείες, βουτήξαμε στα βαθιά του Χρηματιστηρίου, αλλά το χούι είναι χούι. 


Πώς να ξεχάσεις, Μπάμπη, ότι...



 είμαστε η πρώτη ελληνική γενιά που ούτε πόλεμο πέρασε ούτε εμφύλιο και όταν βγήκε στη σκηνή όλοι οι υπόλοιποι υποκλίθηκαν; Εδώ οι γάτες μου, ο Φοίβος, η Εσμεράλδα κι η Σουζάνα, θυμούνται ακόμη ότι οι Αιγύπτιοι τους λάτρευαν ως θεούς.


Και μη μου πεις τώρα ότι τα είχαμε όλα χωρίς να κάνουμε τίποτε για να τα αποκτήσουμε και ως εκ τούτου τα χάσαμε όλα. Κοινώς δεν καταλάβαμε ούτε πώς τα πήραμε στα χέρια μας ούτε πώς γλίστρησαν σαν κόκκοι άμμου και τώρα έρχονται οι θρασύτατοι και μας αποκαλούν «άχρηστη γενιά», γιατί, λέει, δεν προσθέσαμε τίποτε στην αριθμητική του τόπου.


Μπάμπη, απευθύνομαι στον ορθολογισμό σου, αυτόν που μου λείπει πολλές φορές. Και με βασάνιζε στο θλιβερό προάστιο των Παρισίων, όταν πίναμε το νεροζούμι από τη μηχανή της καφετέριας. Ανήκω σε άχρηστη γενιά ή έχω ακόμη κάποια ελπίδα;


Η γενιά του κούκου


Πάμε πάλι από την αρχή, όταν η γενιά μας, που έχει επιβάλει τη συλλογική της νοοτροπία και σήμερα κυβερνά τον τόπο, έκανε τα πρώτα της βήματα. 


Σε εκείνα τα χρόνια της μεταπολίτευσης, τα τόσο ανέμελα και αμελή, ώστε κανείς μας να μην πάρει είδηση το κουσούρι που μας άφησε η κληρονομιά της δικτατορίας. 


Η πολιτικοποίηση ήταν η παγίδα που μας έστησαν οι άκομψοι και ανελλήνιστοι καραβανάδες που κάποτε τους φοβόμασταν και τώρα μας φαίνονταν γελοίοι. Οι πέντε με δέκα σφαλιάρες που μας έριξαν λειτούργησαν ως ψυχικός καταναγκασμός στο σβέρκο των παιδιών που είχαν μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον ανοχής, αποδοχής και αισθάνονταν δικαιωμένα μόνον και μόνον επειδή υπήρχαν. Αισθανόμασταν υποχρεωμένοι να είμαστε πολιτικοποιημένοι, κοινώς να συνομιλούμε με τον «πονηρό πολιτευτή» του Σαββόπουλου, να διαβάζουμε τον «Πολιτικό Καβάφη», το άτυχο έργο του μεγάλου Τσίρκα και το «Ακου, ανθρωπάκο!» του Ράιχ. 


Πολιτικοποίηση και σεξουαλική απελευθέρωση. Με μία διαφορά. Ούτε η μεν ούτε η δε ήταν δική μας επινόηση. Για εμάς ήσαν κεκτημένα δικαιώματα.  


Ποιος τα είχε κατακτήσει; 


Η Ιστορία. Υπήρξαμε οι κανακάρηδες της Ιστορίας.


Και για μεν τη σεξουαλική απελευθέρωση δεν έχω και πολλά να πω. Τα περισσότερα δεν λέγονται, εξάλλου. Απλώς να θυμίσω ότι μας την προσέφεραν καλοψημένη και ότι, στην εποχή μας, τα παραδοσιακά αφροδίσια είχαν καταπολεμηθεί, ο δε εφιάλτης του έιτζ ξύπνησε όταν αρχίσαμε να ωριμάζουμε, αρχές δεκαετίας του ογδόντα. Για πολλά χρόνια οι Ερινύες της ενοχής κοιμούνταν στο άντρο της Πυθίας, όπως στην «Ορέστεια» του Αισχύλου. Θεωρούσαμε ότι τις έχουμε εξαφανίσει από προσώπου προοδευτικής γης, με αποτέλεσμα όταν χόρτασαν ύπνο και ξαμόλησαν τις στρατιές του νεοπουριτανισμού να μην ξέρουμε πώς να αντιδράσουμε. Ούτε αυτό, ρε Μπάμπη.



Είμαστε μια πολιτική γενιά. Αυτό κανείς δεν μπορεί να μας το αρνηθεί. Εμείς στελεχώσαμε το φοιτητικό κίνημα, το μέγα πολιτικό επίτευγμα της μεταπολίτευσης, κι εμείς οργανώσαμε την ηγεμονία του στη μέση εκπαίδευση με σκοπό την αναπαραγωγή. 


Οι φοιτητές της δεκαετίας του εβδομήντα έγιναν καθηγητές στις δεκαετίες του ογδόντα και του ενενήντα, με αποτέλεσμα τις επόμενες δεκαετίες να μας κυβερνούν οι μαθητές τους. Ή και οι μπαρμπάδες τους, όπως ο Φλαμπουράρης, ο οποίος, ως γνήσιος μπάρμπας της γενιάς μας, θεωρεί ότι το παιδί έχει πάντα δίκιο.



Δεν ζήσαμε ούτε πόλεμο, ούτε εμφύλιο, ούτε πείνα. Είμαστε οι Ελβετοί της ελληνικής Ιστορίας, η γενιά του κούκου. Κι αν μας κατηγορούν ότι τίποτε καινούργιο δεν καταθέσαμε, Μπάμπη, πέρα από το μπλου-τζιν και την αγένεια της δημοτικής, ας τους υπενθυμίσουμε ότι εμείς επιβάλαμε την κυρίαρχη ιδεολογία της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Οτι η κοινωνία αποτελείται από έναν πολυφυλετικό συνδυασμό συμφερόντων τα οποία θεωρούνται κεκτημένα για την κάθε φυλή, φοιτητές, ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ κ.λπ., και ότι ο τόπος θα πάει μπροστά μόνον όταν αυτά τα συμφέροντα δικαιωθούν, αφού τα δικαίωσαν εκ προοιμίου οι σφαλιάρες που φάγαμε στη δικτατορία. 


Τρανότερο παράδειγμα, το πανεπιστημιακό άσυλο. Ταπεινότερο ότι ο πρώην καταληψίας του λυκείου ψηφίζεται για πρωθυπουργός.



Βρε Μπάμπη, εσύ που τα λες τόσο ωραία κάθε πρωί στον ΣΚΑΪ με τον φίλο μου τον Αρη, πες μου τη γνώμη σου. Μπορεί η οικονομική μας κατάρρευση να οφείλεται στους προαιώνιους εχθρούς μας, Εβραίους, μασόνους, καπιταλιστές, διεθνή κέντρα, αγορές και μανάβηδες που δεν κόβουν αποδείξεις. Ομως αυτά τα οκτώ χρόνια της αδράνειας, με τον κούκο να βγαίνει κάθε τόσο και να κακαρίζει την ώρα της δόσης, μήπως, λέω μήπως, το χρωστάμε στη γενιά του κούκου;  


Στη γενιά που μας έμαθε ότι η πολιτική είναι διεκδίκηση κεκτημένων δικαιωμάτων, ασχέτως αν μπορείς να τα κατακτήσεις ή όχι.
 


Είχε δίκιο αναγνώστης που μου έγραψε την περασμένη Κυριακή ότι δεν υπάρχει «άχρηστη γενιά». Εμείς είμαστε η γενιά της πολιτικοποίησης. Στο όνομα της σφαλιάρας που κάποτε μας έριξαν, μεταφράσαμε την πολιτική στο κεκτημένο δικαίωμα να μην τρως σφαλιάρα για ό,τι κι αν κάνεις. Κάτι είναι κι αυτό. Προσφέραμε στην κοινή μας ζωή τόσα κεκτημένα. Ακόμη και η πτώχευσή μας θεωρείται κεκτημένο δικαίωμα πια.

«Γενιά του κούκου»; 


Οι ώρες περνούν, όμως το μέτρο του χρόνου δεν αλλάζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: