"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ και ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Από τις επικίνδυνες πλάνες των συνταγματαρχών στις επικίνδυνες πλάνες των ψωνισμένων τσαμπουκαλεμένων γραφικών!

ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΤΟ...
Δικηγόρος, επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Τον Αύγουστο του 1967 η χούντα των Συνταγματαρχών μετρούσε ήδη ζωή τεσσάρων μηνών. Η εύκολη επικράτησή της δεν μείωνε την επιθυμία των πρωτεργατών να καταγράψουν κάποια εθνική επιτυχία για να αποκτήσουν λαϊκή υποστήριξη. Ως προσιτός στόχος επελέγη η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. 


Οι Συνταγματάρχες ήσαν πεπεισμένοι ότι το θέμα δεν είχε λυθεί μέχρι τότε, διότι το διαπραγματεύονταν κυβερνήσεις άλλοτε αδύναμες και ασταθείς και άλλοτε με μειωμένες εθνικές ευαισθησίες που ενδιαφέρονταν περισσότερο για τη διεθνή εικόνα τους παρά για την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων.
 

Ησαν επίσης σίγουροι ότι οι Τούρκοι βρίσκονταν σε ταραχή, επειδή στην Ελλάδα υπήρχε επιτέλους μία ισχυρή κυβέρνηση που μπορούσε να λάβει αποφάσεις με γνώμονα τα εθνικά συμφέροντα και χωρίς τις αναστολές του κοινοβουλευτισμού. Οι πιο αισιόδοξοι της ελληνικής πλευράς πίστευαν ότι η Τουρκία ήταν διατεθειμένη να συζητήσει ακόμη και καταβολή αποζημιώσεως, όπως είχε κάνει το 1878 με τους Βρετανούς, πάλι για την Κύπρο. Εναλλακτικώς (ως ένα είδος plan B) θεωρούσαν ότι οι Τούρκοι θα δέχονταν την ένωση με αντάλλαγμα μία στρατιωτική βάση στο έδαφος της Κύπρου.

 

Κατόπιν ελληνικής πρωτοβουλίας, ορίσθηκε συνάντηση στις αρχές Σεπτεμβρίου 1967 στον Εβρο επί ελληνικού και τουρκικού εδάφους. Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα δεν υπήρξε προπαρασκευή της συνάντησης. Στις συνομιλίες συμμετείχαν οι πρωθυπουργοί των δύο χωρών, Κωνσταντίνος Κόλλιας και Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, οι υπουργοί Εξωτερικών, οι υπουργοί Εθνικής Αμύνης καθώς και ο ισχυρός άνδρας της Χούντας, Γεώργιος Παπαδόπουλος.

 

Η άβγαλτη στα διεθνοπολιτικά ελληνική πλευρά ξεκίνησε ζητώντας ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η τουρκική απάντηση υπήρξε άμεση και απόλυτη. Μοναδική λύση για την Κύπρο ήταν είτε η κοινή επικυριαρχία των δύο κρατών επί του νησιού είτε η δημιουργία ενός ομόσπονδου κράτους όπου οι Τουρκοκύπριοι θα ήσαν περίπου ανεξάρτητοι. 


Οι ξαφνιασμένοι Ελληνες προσπάθησαν να εξηγήσουν στους Τούρκους ότι όφειλαν να υποχωρήσουν, διότι δεν είχαν να κάνουν πλέον με μία ανίκανη και προδοτική πολιτική κυβέρνηση. Ο τότε μεταφραστής της ελληνικής πλευράς, διπλωμάτης Βύρων Θεοδωρόπουλος, είχε διηγηθεί πως προσπαθούσε συχνά να στρογγυλέψει τα όσα καλείτο να μεταφράσει από τους ανίδεους και επηρμένους χουντικούς για να αποτρέψει διπλωματικό επεισόδιο


Η αποτυχία ήταν απόλυτη. Στο κοινό ανακοινωθέν αναφερόταν «κομψά» ότι αποφασίσθηκε η συνέχιση των διμερών επαφών.

 

Σήμερα τα πράγματα είναι, προφανώς, εντελώς διαφορετικά από πλευράς νομιμοποιήσεως της ελληνικής κυβερνήσεως. Εν αντιθέσει προς τη λαομίσητη χούντα, τα κόμματα που στηρίζουν τη σημερινή κυβέρνηση απέκτησαν εντελώς πρόσφατα και έπειτα από εκλογές την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Επιπλέον, η κυβέρνηση απολαμβάνει (ή τουλάχιστον απολάμβανε μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες) ευρύτερης αποδοχής ως προς τις κινήσεις της για να ξεφύγει η χώρα από τις ολέθριες συνέπειες ενός οικονομικού προγράμματος που έγινε πρόχειρα, απέτυχε σε πολλούς από τους αρχικούς του στόχους και δεν έχει κατορθώσει να μας βγάλει από την κρίση. Μπορεί ένα μέρος της αποτυχίας να οφείλεται στην αδυναμία υλοποιήσεως συγκεκριμένων δεσμεύσεων από την Ελλάδα, αλλά όταν καταστρώνονται τέτοια προγράμματα (πρέπει να) λαμβάνεται υπ’ όψιν και η δυνατότητα του εφικτού σε μία δημοκρατία.
 

Από εκεί και πέραν, όμως, η κυβέρνηση αρχικώς, τουλάχιστον, ζούσε σε μία πλάνη. Θεωρούσε ότι θα πετύχει απλώς επειδή έχει νωπή τη λαϊκή εντολή και το ηθικό πλεονέκτημα του αδικημένου από ένα κακοσχεδιασμένο διεθνές πρόγραμμα. «Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ» σπατάλησε το θετικό κλίμα που είχε αρχικώς δημιουργηθεί γύρω από την Ελλάδα.  


Τώρα πια ξέρουμε ότι ουδεμία προετοιμασία για διαπραγμάτευση υπήρξε όλα αυτά τα χρόνια που το βασικό κόμμα του κυβερνητικού συνασπισμού φλέρταρε την εξουσία.  


Δυστυχώς το ξέρουν και οι ξένοι που εμφανώς μας περιπαίζουν


 Επιπλέον, παρ’ ότι διαπιστώνει αυτή την πλάνη και είναι σαφές ότι οι αποφάσεις των επόμενων εβδομάδων-μηνών θα καθορίσουν το μέλλον της Ελλάδος για τα επόμενα αρκετά χρόνια, δεν συνεργάζεται στοιχειωδώς με τους προηγούμενους έστω για να μάθει από τα παθήματά τους. 


Επιμένει στην αυταπάτη ότι οι άλλοι ήσαν είτε ανίκανοι να διαπραγματευθούν είτε εξωνημένοι στους ξένους.
 

Ας ολοκληρώσουμε την ιστορία του 1967: 


Η ελληνική κυβέρνηση εμφανίσθηκε να μην αντιλαμβάνεται την παταγώδη αποτυχία των συνομιλιών στον Εβρο


Εξακολούθησε να θέτει σε υψηλούς τόνους το θέμα της ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα, ιδίως μέσω συχνών επισκέψεων ανώτατων αξιωματούχων στη Λευκωσία.  


Δυστυχώς, η Τουρκία είχε πλέον αντιληφθεί την ανεπάρκεια και απειρία του δικτατορικού καθεστώτος στον χειρισμό κρίσιμων διπλωματικών θεμάτων. Αυτή τη γνώση αξιοποίησε τον Δεκέμβριο του 1967 με το επεισόδιο της Κοφίνου. Απαίτησε και τελικώς κατάφερε να αποσυρθεί η ελληνική μεραρχία από την Κύπρο που ήταν και η μοναδική αξιόλογη δύναμη αποτροπής τουρκικής επιθέσεως. Ετσι άνοιξε ο δρόμος για την εισβολή του 1974.

 
Ας ελπίσουμε ότι έστω και την ύστατη ώρα οι σημερινοί κυβερνώντες θα αντιληφθούν ότι οι πλάνες, ανθρώπινες ως ένα βαθμό, όταν γίνονται αντιληπτές, πρέπει να εγκαταλείπονται. 


Αλλιώς μπορεί να οδηγήσουν σε εθνικές συμφορές.

Δεν υπάρχουν σχόλια: