Ησαν επίσης σίγουροι ότι οι Τούρκοι βρίσκονταν σε ταραχή, επειδή στην Ελλάδα υπήρχε επιτέλους μία ισχυρή κυβέρνηση που μπορούσε να λάβει αποφάσεις με γνώμονα τα εθνικά συμφέροντα και χωρίς τις αναστολές του κοινοβουλευτισμού. Οι πιο αισιόδοξοι της ελληνικής πλευράς πίστευαν ότι η Τουρκία ήταν διατεθειμένη να συζητήσει ακόμη και καταβολή αποζημιώσεως, όπως είχε κάνει το 1878 με τους Βρετανούς, πάλι για την Κύπρο. Εναλλακτικώς (ως ένα είδος plan B) θεωρούσαν ότι οι Τούρκοι θα δέχονταν την ένωση με αντάλλαγμα μία στρατιωτική βάση στο έδαφος της Κύπρου.
Κατόπιν ελληνικής πρωτοβουλίας, ορίσθηκε συνάντηση στις αρχές Σεπτεμβρίου 1967 στον Εβρο επί ελληνικού και τουρκικού εδάφους. Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα δεν υπήρξε προπαρασκευή της συνάντησης. Στις συνομιλίες συμμετείχαν οι πρωθυπουργοί των δύο χωρών, Κωνσταντίνος Κόλλιας και Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, οι υπουργοί Εξωτερικών, οι υπουργοί Εθνικής Αμύνης καθώς και ο ισχυρός άνδρας της Χούντας, Γεώργιος Παπαδόπουλος.
Η άβγαλτη στα διεθνοπολιτικά ελληνική πλευρά ξεκίνησε ζητώντας ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η τουρκική απάντηση υπήρξε άμεση και απόλυτη. Μοναδική λύση για την Κύπρο ήταν είτε η κοινή επικυριαρχία των δύο κρατών επί του νησιού είτε η δημιουργία ενός ομόσπονδου κράτους όπου οι Τουρκοκύπριοι θα ήσαν περίπου ανεξάρτητοι.
Σήμερα τα πράγματα είναι, προφανώς, εντελώς διαφορετικά από πλευράς νομιμοποιήσεως της ελληνικής κυβερνήσεως. Εν αντιθέσει προς τη λαομίσητη χούντα, τα κόμματα που στηρίζουν τη σημερινή κυβέρνηση απέκτησαν εντελώς πρόσφατα και έπειτα από εκλογές την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Επιπλέον, η κυβέρνηση απολαμβάνει (ή τουλάχιστον απολάμβανε μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες) ευρύτερης αποδοχής ως προς τις κινήσεις της για να ξεφύγει η χώρα από τις ολέθριες συνέπειες ενός οικονομικού προγράμματος που έγινε πρόχειρα, απέτυχε σε πολλούς από τους αρχικούς του στόχους και δεν έχει κατορθώσει να μας βγάλει από την κρίση. Μπορεί ένα μέρος της αποτυχίας να οφείλεται στην αδυναμία υλοποιήσεως συγκεκριμένων δεσμεύσεων από την Ελλάδα, αλλά όταν καταστρώνονται τέτοια προγράμματα (πρέπει να) λαμβάνεται υπ’ όψιν και η δυνατότητα του εφικτού σε μία δημοκρατία.
Από εκεί και πέραν, όμως, η κυβέρνηση αρχικώς, τουλάχιστον, ζούσε σε μία πλάνη. Θεωρούσε ότι θα πετύχει απλώς επειδή έχει νωπή τη λαϊκή εντολή και το ηθικό πλεονέκτημα του αδικημένου από ένα κακοσχεδιασμένο διεθνές πρόγραμμα. «Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ» σπατάλησε το θετικό κλίμα που είχε αρχικώς δημιουργηθεί γύρω από την Ελλάδα.
Ας ολοκληρώσουμε την ιστορία του 1967:
Ας ελπίσουμε ότι έστω και την ύστατη ώρα οι σημερινοί κυβερνώντες θα αντιληφθούν ότι οι πλάνες, ανθρώπινες ως ένα βαθμό, όταν γίνονται αντιληπτές, πρέπει να εγκαταλείπονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου