Πολλοί φίλοι, γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι μου ἀναγνώστες, μοῦ παραπονοῦνται
γιὰ τὴν ἔξαρση τῆς βωμολοχίας ποὺ παρατηρεῖται τὰ τελευταῖα χρόνια.
Κάποτε ἡ βωμολοχία ἦταν προνόμιο τῶν ἀνδρῶν. Τώρα ἔγινε καὶ τῶν
γυναικῶν, ἴσως σὲ ὑπέρτερο βαθμὸ.
Κάποιοι διανοητὲς τῆς πλάκας ἔχουν
ὀνομάσει ἐπιστημονικῶς τὸ φαινόμενον «καθημερινοποίηση τοῦ ὑβριστικοῦ»!
Λὲς καὶ τὸν παλαιὸ καιρὸ οἱ ὕβρεις ἦσαν γιὰ τὶς Κυριακὲς καὶ γιὰ τὶς
μεγάλες ἐθνικὲς καὶ θρησκευτικὲς ἑορτὲς! Ἐπειδὴ πιστεύω στὴν ἀρχὴ, τὴν
ὁποὶα ὁ φιλόσοφος Ἐπίκτητος ἀπέδωσε στὸν παλαιότερο φιλόσοφο Ἀντισθένη, «ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», ὅτι δηλαδὴ προϋπόθεση γιὰ τὴ μάθηση εἶναι ἡ γνώση τῆς σημασίας τῶν λέξεων, τοὺς ἐξηγῶ ὅτι οἱ λέξεις «βωμολοχία» καὶ «βωμολόχευμα» ξεκίνησαν ἀπὸ μιὰ θρησκευτικὴ λειτουργία. Καὶ αὐτὸ τὸ ἐξηγῶ στὴν τρίτομη «Ἱστορία τῶν ἀρχαίων Ἀθηνῶν» καὶ
μάλιστα ἐκτενῶς.
Πρόκειται γιὰ σύνθεση δύο λέξεων: τοῦ βωμὸς καὶ τοῦ
λόχος, ποὺ σημαίνει ἐνέδρα.
Ἀρχικὰ βωμολόχος λεγόταν αὐτὸς, ποὺ, ὅταν
γινόταν θυσία, παραμόνευε γιὰ ν’ ἁρπάξει τὸ κρέας. Κι ἐπειδὴ παραμόνευαν
πολλοὶ καὶ τὸ κρέας δὲν ἔφθανε γιὰ ὅλους, ἀντάλλασαν, ἐκτὸς ἀπὸ
γροθιὲς, καὶ ὕβρεις φοβερὲς. Ἔτσι ἡ βωμολοχία πῆρε τὴ σημασία τῆς
αἰσχρολογίας, τῆς χυδαιολογίας καὶ ἄλλων συναφῶν λέξεων ποὺ
προσκρούουν γενικὰ πρὸς τὴν ἐπιβαλλόμενη αἰδὼ.
Ἡ βωμολοχία σταδιακὰ πέρασε καὶ στὴν λογοτεχνία μὲ ἀποκορύφωμα τὶς
κωμωδίες τοῦ Ἀριστοφάνη. Ὑπῆρξε ὅμως παλαιότερος αὐτοῦ ποιητὴς, ποὺ,
παρότι λεγόταν Πολύμνηστος, δὲν εἶναι καθόλου ἀείμνηστος, καὶ ὁ ὁποῖος
ἔγραψε ἄσεμνα ποιήματα. Καὶ γι’ αὐτὸ ἡ φράση «πολυμνήστεια ποιεῖν»
ἐσήμαινε τὸ γράφειν αἰσχρὰ ποιήματα. Ὁ ἐν λόγῳ Πολύμνηστος ἦταν
Κολοφώνιος (ἡ λέξη προσφέρεται λεκτικὰ γιὰ ὑπαινιγμούς μὲ λίγη
ἀνορθογραφία), εἶχε γεννηθεῖ δηλαδὴ στὴν Κολοφῶνα τῆς Ἰωνίας καὶ ἔζησε
στὰ τέλη τοῦ 7ου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου π.Χ. αἰώνα. Ἀνῆκει δηλαδὴ στοὺς
ἀρχαιότερους Ἕλληνες ποιητὲς, ὅπως ὁ ἐπίσης κακολόγος Πάριος ποιητὴς ὁ
Ἀρχίλοχος. Ὁ πατέρας τοῦ Πολύμνηστου λεγόταν Μέλης ἀλλὰ ἀπὸ τὸ στόμα καὶ
τὴ γραφίδα τοῦ Πολύμνηστου μόνο μέλι δὲν ἔρρεε. Ἀφοῦ μαθήτευσε κοντὰ
στὸν Τεγεάτη ποιητὴ καὶ μουσικὸ Κλονᾶ καὶ τελειοποίησε τὴν αὐλωδία
(μουσικὴ μέσῳ αὐλοῦ), συνέθεσε πολλὰ ἄσεμνα ἄσματα εἰς βάρος τοῦ
δασκάλου του. Ἔτσι προέκυψε τὸ «Πολυμνήστεια ποιεῖν».
Ὡστόσο, ἡ προσφορὰ του στὴν ἀρχαία μελικὴ ποίηση δὲν εἶναι ἀσἠμαντη.
Σὲ αὐτὸν ἀποδίδεται ὁ «τριμερὴς» ἤ «τριμελὴς νόμος» (ἄλλοι τὸν
ἀποδίδουν στὸν Ἀργεῖο Σακάδα), ὅπου ἡ πρώτη καὶ ἡ τρίτη στροφὴ εἶχαν
λυδικὴ μελωδία, ἐνῶ ἡ δεύτερη φρυγική. Μετεῖχε τρεῖς φορὲς στοὺς
Πυθικοὺς ἀγῶνες τῶν Δελφῶν στὸ μουσικὸ ἀγώνισμα τῆς αὐλωδίας, ἀλλὰ μετὰ
τοὺς ἀγῶνες τοῦ 578 π.Χ. οἱ ἀμφικτίονες ἔκριναν τὸ ὕφος τῆς μουσικῆς
αὐτῆς γοερὸ καὶ σπαρακτικὸ σὰν τὰ «καψούρικα» ποὺ εὐδοκιμοῦν στὸν
παρόντα καιρὸ, καὶ σὰν τέτοιο δὲν ταίριαζε στὸν χαρούμενο χαρακτῆρα τῆς
ἑορτῆς. Ἔτσι κατάργησαν τὸ ἀγώνισμα αὐτὸ, «καταγνόντες οὐκ εἶναι τὸ ἄκουσμα εὔφημον»,
ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ περιηγητὴς Παυσανίας.
Πάντως, ἡ αἰσχρολογία, ποτὲ
δὲν ἔπαυσε νὰ ὑφίσταται στὴν ἀρχαία κοινωνία, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸν
περίφημο Θερσίτη, ποὺ ἔψαλλε τὸν «ἀναβαλλόμενο» στὸν Ἀγαμέμνονα, μέχρι
ποὺ ὁ Ὀδυσσέας τὸν ὑποχρέωσε μὲ ἕναν ὑγιεινὸ ραβδισμὸ νὰ σιωπήσει.
Εἶναι
ἰδιαίτερα ἐντυπωσιακὸ ὅτι...
στὴν ἀρχαία Ἀθήνα ἡ κορυφαία στιγμὴ τῆς
αἰσχρολογίας συνδεόταν μὲ τὸ τέλος τῆς πιὸ ἱερῆς ἴσως θρησκευτικῆς
ἐκδηλώσεως, τὰ Ἐλευσίνεια Μυστήρια! Ὅταν οἱ προσκυνητὲς καὶ οἱ μύστες,
μετὰ τὸ τέλος τῆς ἑορτῆς, ἐπέστρεφαν στὴν Ἀθήνα διὰ τῆς Ἱερᾶς Ὁδοῦ, στὴ
γέφυρα τοῦ Κηφισοῦ, ὅπου σήμερα ὑπάρχει τὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Σάββα,
τοὺς ὑποδεχόταν μὲ ὕβρεις χυδαῖες ἤ σκωπτικὲς ἕνα μεγἀλο πλῆθος
Άθηναίων. Οἱ ἐπιστρέφοντες ἀπαντοῦσαν καὶ αὐτοὶ μὲ ἀνάλογα σκώμματα κι
ἔτσι γινόταν τῆς μουρλῆς ἤ τῆς... Βουλῆς! Οἱ ὕβρεις, ποὺ δῆθεν γίνονταν
πρὸς τιμὴν τῆς Ἴαμβης, λέγονταν «Γεφυρισμοὶ». Ἐπειδὴ δὲ
οἱ ἐπιστρέφοντες ἀπὸ τὴν Ἐλευσίνα ἐπέβαιναν σὲ ἅμαξες καὶ μποροῦσαν νὰ
βρίζουν ἀπὸ ψηλὰ, καθιερώθηκε τὸ μέχρι σήμερα λεγόμενο «τὰ ἐξ ἁμάξης»,
προκειμένου περί ὕβρεων.
Οἱ ὕβρεις τότε –κατ’ ἔθιμο– λέγονταν μιὰ φορὰ
τὸ χρόνο.
Σήμερα, δυστυχῶς, ἔχουν γίνει καθημερινὸ... φαγητὸ!
Πηγή: Κόντρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου