"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Μια νύχτα, δυο κόσμοι

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Tης ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ ΚΑΠΟΥΛΑ

Σκηνικό: Χώρος φωτισμένος από χιλιάδες λαμπάκια, κόκκινο χαλί, έλατα που αναβοσβήνουν στην είσοδο. Merry Christmas παντού, κυρίες που κατεβαίνουν από αυτοκίνητα με σοφέρ, δίνουν ακριβά παλτό στην γκαρνταρόμπα και περιφέρονται προτάσσοντας πουδραρισμένα μάγουλα για εναέρια φιλιά.

Σκηνή πρώτη: Κυρία απαστράπτουσα, τυλιγμένη σε γούνα, περιφέρεται κρατώντας ένα ποτήρι σαμπάνιας ενώ με το άλλο χέρι που το βαραίνει ένα τεράστιο μπριγιάν δείχνει αντικείμενα σε μια γυναίκα που τρέχει πίσω της.

Μονόλογος πρώτος.

«Έχω βαρεθεί την ζωή μου πια με αυτά τα bazaar, έλεος, έχει και η φιλανθρωπία τα όρια της! Το τρίτο μέσα σε μια εβδομάδα και μάλιστα στο κέντρο! Χάθηκε η Κηφισιά, το Κεφαλάρι, το Ψυχικό; Μια ώρα μέσα στο αυτοκίνητο και ο σοφέρ το μόνο που ξέρει να λέει είναι «συγγνώμη Κυρία, έχει κίνηση», άχρηστος τελείως, απορώ γιατί τον κρατάμε. Ευτυχώς που αφήσαμε το σπίτι στο Κολωνάκι, γέμισε ο τόπος φτωχούς, καλά μου τα έλεγε η Λένα και δεν την πίστευα!

Να το πάρω τώρα αυτό το κηροπήγιο; Κακόγουστο είναι αλλά δεν βαριέσαι, θα το δώσω στην Ρέτνι ας το πάει στις Φιλιππίνες. Ο Γιάννης μού το τόνισε, πρέπει να κάνω αγορές άνω των 2.000 ευρώ, δεν είναι ώρα να μας πιάσουν στο στόμα τους οι νεόπλουτοι των βορείων προαστίων, άσε που εκπίπτουν και από την εφορία! Και αυτή η Νένη όλο το βράδυ το βλέμμα της πάνω μου είναι, να δει τι πήρα, μήπως κι έδωσα περισσότερα από το δικό της bazaar, τι γελοία.

Ουφ, πόνεσαν τα πόδια μου από την ορθοστασία και αυτές οι γόβες με πέθαναν, άσε η σαμπάνια, αίσχος!. Απορώ, τόσα λεφτά τους αφήνουμε, χάθηκε ο κόσμος να πάρουν κάτι να πίνεται; Και όσο σκέφτομαι ότι έχουμε ακόμα ένα μήνα μέχρι τις γιορτές, απελπισία με πιάνει, ποιος ξέρει σε πόσα φιλανθρωπικά θα πρέπει να παραβρεθώ ακόμα, λες και θα τελειώσουν οι φτωχοί μέχρι τις γιορτές, τι να πεις. Έχε χάρη που μου υποσχέθηκε Χριστούγεννα στο σαλέ στην Ελβετία αλλιώς την Ρέτνι θα έστελνα και ας παρεξηγιόταν η Ελπίδα.

Αυτή η υπάλληλος σέρνεται, για όνομα, μια ώρα της δείχνω το κηροπήγιο, ελπίζω να κατάλαβε η ανόητη. Ανεργία σου λέει μετά, άμα είσαι τελείως ανίκανος πώς να σε κρατήσουν σε δουλειά; Και πως είναι έτσι Θεέ μου; δες μαλλί, νύχια, θα έπρεπε να προσέχουν περισσότερο το προσωπικό που προσλαμβάνουν.. Ωχ η Λίλαν, ας πάω να την χαιρετήσω να φύγω μια ώρα αρχύτερα, με περιμένουν τα κορίτσια στην Φιλοθέη για χαρτί..»

Σκηνή δεύτερη. Υπάλληλος γύρω στα σαράντα, ντυμένη με ένα ταλαίπωρο παντελόνι και άσπρο πουκάμισο, τρέχει λαχανιασμένη πίσω από την εν λόγω κυρία κρατώντας ένα μπλοκ παραγγελιών στο χέρι.

Μονόλογος δεύτερος.


«Τα πόδια μου με έχουν σακατέψει, όρθια από τις 6 το πρωί για σαράντα ευρώ. Σκούπισε, σφουγγάρισε, γυάλισε, να είναι έτοιμα για το βράδυ, να αστράφτουν όλα. Χαμογέλα, πρέπει να χαμογελάς, για αυτό σε πληρώνουν, το ξέχασα. Να’χει άραγε ακόμα πυρετό ο Δημητράκης; δεν πρόλαβα να πάρω τηλέφωνο. Πάλι καλά που μου είπε ο Γιώργος για αυτή την δουλειά να βγάλω το μεροκάματο. Ένα χρόνο άνεργη με φάγανε οι δρόμοι..Πώς να ζήσει μια οικογένεια με ένα μισθό; Κοίτα τες, όλο μόστρα, επίδειξη και ψεύτικα χαμόγελα. Και τι μίσος στα μάτια, κομμάτια σε κόβει, φιλάνθρωπος σου λέει μετά, μωρέ αυτές ούτε νερό δεν σου δίνουν αν δεν είναι ο φωτογράφος μπροστά. Άλλος κόσμος, έτσι είναι πάντα άραγε; Το δαχτυλίδι της κοστίζει όσο το φροντιστήριο της Αννούλας για δύο χρόνια. Να’τα πάλι, πως κατάντησα έτσι; Πως έφθασα στο σημείο να κοστολογώ τους ανθρώπους, να ζηλεύω; Έχω και εγώ μίσος στα μάτια; Αλίμονo μου, παιδιά μεγαλώνω.

Φέτος δεν θα στολίσουμε δέντρο, που λεφτά; ευτυχώς που τα παιδιά μεγάλωσαν, κάνουν πως καταλαβαίνουν. Να ζητήσω φεύγοντας κανένα στολίδι, μπορεί και να μου δώσουν, τα πετάνε μετά; ποιος να ξέρει. Με πνίγει και ο αέρας εδώ μέσα, ψεύτικος και αυτός σαν όλες τους. Και αν τις ακούσεις να μιλάνε, φαρμάκι στάζει το στόμα τους. Εξαγορασμένη ανθρωπιά, να χουν τύψεις άραγε; Μπα, δεν έχουν χρόνο.

Τι δείχνει τώρα, το κηροπήγιο; Το θέλει; Ούτε να μου μιλήσει δεν καταδέχεται η γαϊδούρα, με έχει να τρέχω από πίσω. Η ανάγκη σε γονατίζει...Ας το γράψω καλού κακού. Είπαν ότι αν μείνουν ευχαριστημένοι θα με φωνάξουν και στο επόμενο, υπομονή, χαμογέλα, χρειάζεσαι τα χρήματα. Ας μην γκρινιάζω, τουλάχιστον τα λεφτά πάνε για καλό σκοπό. Θα μου πεις, τόσο που μας πληρώνουν περισσότερα δίνουμε εμείς παρά αυτές και ποιος ξέρει πού καταλήγουν.. Άρχισα πάλι, η ανέχεια σε κάνει καχύποπτο.

Πού πάει; Φεύγει; Τι ανάγωγη Θεέ μου, να προλάβω το σοφέρ να του δώσω τα πράγματα. Άντε να τελειώνουμε, δωδεκάωρο έκλεισα με περιμένουν στο σπίτι…»

Αυλαία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: