ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Tου ΡΩΜΑΝΟΥ ΓΕΡΟΔΗΜΟΥ
Η παγκόσμια ισχύς δεν είναι μόνο ζήτημα στρατιωτικής υπεροχής ή επιθετικής εξωτερικής πολιτικής (η Σοβιετική Ένωση, μετέπειτα η Ρωσία, και τώρα και η Κίνα διαθέτουν και τα δύο). Δεν είναι καν μόνο θέμα οικονομικής ανάπτυξης ή τεχνολογικής πρωτοπορίας (η Κίνα τα διαθέτει πλέον και αυτά).
Η ιστορία και η θεωρία των διεθνών σχέσεων μας διδάσκει ότι, για να κυριαρχήσει μια μεγάλη δύναμη, σε συνδυασμό με τους τρεις παράγοντες της στρατιωτικής ισχύος, της οικονομικής ευμάρειας και της τεχνολογίας, απαιτείται και ένα κρίσιμο τέταρτο στοιχείο: η πολιτισμική επιρροή.
Οι ΗΠΑ πλήρωσαν με το αίμα εκατοντάδων χιλιάδων παιδιών τους στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους και με τους φόρους των πολιτών τους (Σχέδιο Μάρσαλ, ΝΑΤΟ) την προάσπιση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της ευημερίας στην Ευρώπη. Και με τη σειρά του, ο «ελεύθερος κόσμος» στη Δύση, αλλά και αλλού, δέχθηκε και επένδυσε συναισθηματικά στη μεταπολεμική πρωτοκαθεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών ακριβώς λόγω της πολιτισμικής ταύτισης με τις ιδρυτικές αξίες και τον τρόπο ζωής του Νέου Κόσμου.
Ποιες ήταν οι αξίες αυτές;
Η πίστη στην ελευθερία, τα πολιτικά δικαιώματα, το σύστημα δικαιοσύνης και το κράτος δικαίου, η ισότητα και η επιτυχής ενσωμάτωση διαφορετικών κοινοτήτων, η διάκριση και ανεξαρτησία των εξουσιών και του Τύπου -ένα μοντέλο καπιταλισμού που (για μεγάλο χρονικό διάστημα) επέτρεπε την κοινωνική κινητικότητα και την ευημερία της μεσαίας τάξης-, η επιχειρηματική, πνευματική και δημιουργική αριστεία στα πανεπιστήμια, στις επιχειρήσεις, στις τέχνες, η επένδυση και η ανάπτυξη στις υποδομές, στις μητροπόλεις, στις επιστήμες, στην εξερεύνηση του διαστήματος, η αναζήτηση της ευτυχίας του ατόμου πέραν των ασφυκτικών δεσμών του κράτους και, κυρίως, του παρελθόντος.
Η Αμερική ήταν πάντα το μέλλον.
Το Αμερικανικό Όνειρο –η αρχή ότι αν δουλέψεις σκληρά, θα πετύχεις, θα αποκτήσεις μια καλύτερη ποιότητα ζωής– μεταδόθηκε σε όλο τον κόσμο, αρχικά μέσω των στούντιο του Χόλιγουντ, μετά μέσω της τηλεόρασης και των διαφημιστικών εταιρειών της Λεωφόρου Μάντισον στο Μανχάταν, και εν τέλει, από το 1990 και μετά, μέσω των εταιρειών τεχνολογίας και της Σίλικον Βάλεϊ.
Όλοι χρειαζόμαστε ένα όνειρο, ένα όραμα το οποίο να ξεπερνάει τα όρια του μικρόκοσμού μας και του φυσικού κύκλου του σώματός μας. Η φαινομενικά αφελής αισιοδοξία, το χαμόγελο που θυμίζει διαφήμιση οδοντόκρεμας, η εξωστρέφεια και η αυτοπεποίθηση, η αέναη φιλοδοξία/απληστία για ακόμη περισσότερα –περισσότερα υλικά, περισσότερες εμπειρίες, περισσότερη ζωή–, η έμφυτη τάση για εξερεύνηση, για επέκταση, για ανταγωνισμό, για την επιτυχία, για τη διάκριση, για την επιβίωση... Το όραμα του Νέου Κόσμου διαδόθηκε και υιοθετήθηκε γιατί κωδικοποίησε τα πιο βασικά ένστικτα της ανθρώπινης φύσης.
Στις ασύλληπτα έρημες, αχανείς εκτάσεις της Άγριας Δύσης ζει ακόμη η υπόσχεση της ελευθερίας - της ελευθερίας από τους άλλους ανθρώπους, από τα δεσμά του σώματος, η ελευθερία από την έννοια και την κλίμακα του εφικτού. Στην απόκοσμη Κοιλάδα του Θανάτου (Death Valley) υπάρχουν ακόμη τα ίχνη από τα καραβάνια των πιονιέρων, στον παλιό αυτοκινητόδρομο Route 66 που διατρέχει τη μισή χώρα σε απέραντες ευθείες, εγκαταλελειμμένα βενζινάδικα και μοτέλ κάποτε εξυπηρετούσαν όσους άφηναν το Σικάγο για να κυνηγήσουν το όνειρό τους στην Πόλη των Αγγέλων, στις εγκαταλελειμμένες πόλεις-φαντάσματα υπάρχουν μόνο τα ξύλινα κτίρια των χρυσοθήρων, στα σμιλεμένα από τον χρόνο, τον ήλιο, το νερό και τον αέρα φαράγγια της Αριζόνα, του Κολοράντο και της Γιούτα αποκτάς μια διαφορετική αντίληψη της κλίμακας των πραγμάτων, της Γης και του Σύμπαντος, του χώρου και του χρόνου, στην έρημο της Νεβάδα, όταν οδηγάς σε έναν στενό δρόμο που κόβει σαν κλωστή μήκους εκατοντάδων χιλιομέτρων τον πιο αχανή, απόκοσμο τόπο που έχεις δει ποτέ σου, μακριά από τους πάντες και τα πάντα, γίνεσαι ένα με το άπειρο, βιώνεις μια πνευματική εμπειρία που σε αναγκάζει να επανακαθορίσεις τον ρόλο σου και να έρθεις αντιμέτωπος με τα απλότερα αλλά και δυσκολότερα ερωτήματα που έχει αρθρώσει ο άνθρωπος.
Δεν μπορείς να καταλάβεις την Αμερική –δεν μπορείς να καταλάβεις πλήρως την ανθρώπινη φύση– αν δεν βρεθείς τόσο μόνος σε ένα τόσο αχανές μέρος.
Στις άλλες γωνιές της χώρας αυτής, οι φουτουριστικές μητροπόλεις των αστικών κέντρων –η Νέα Υόρκη, η Βοστώνη, το Σικάγο, το Σαν Φρανσίσκο– έγιναν μοντέλα συνύπαρξης διαφορετικών κοινοτήτων απ’ όλον τον κόσμο: καραβάνια Άγγλων, Σκοτσέζων, Ολλανδών και Σκανδιναβών που σταδιακά μετοίκησαν στον Νέο Κόσμο, κοινότητες Αφροαμερικανών των οποίων οι πρόγονοι ήταν σκλάβοι που μετά διεκδίκησαν και κατέκτησαν, με αίμα και θυσίες, την ελευθερία και την ισότητα, έζησαν δίπλα στους πρώην αφέντες τους, χιλιάδες Εβραίοι και Αρμένιοι που στις αρχές και τα μέσα του 20ού αιώνα εγκατέλειψαν εν μία νυκτί τα σπίτια τους κυνηγημένοι, αναζητώντας μια νέα εστία, εκατοντάδες χιλιάδες Ιταλοί, Ιρλανδοί, Έλληνες, Βιετναμέζοι και πολλοί άλλοι, που στριμώχτηκαν σε υπερωκεάνια καράβια, αφήνοντας πίσω τους τις οικογένειες και τις ρίζες τους για να ξαναχτίσουν από το μηδέν τη ζωή τους στη Γη της Επαγγελίας. Μόνο από το 1892 μέχρι το 1924 δώδεκα εκατομμύρια μετανάστες έφτασαν στη Νέα Υόρκη μέσω του κέντρου υποδοχής και ελέγχου στη Νήσο Έλις (το «Νησί της Ελπίδας»).
Αυτή η βιοπάλη και αυτή η επιτυχής συνύπαρξη πολιτισμών δεν είναι θεωρητικά σχήματα. Το Αμερικανικό Όνειρο δεν το συναντάς (μόνο) στο μυθικό σπίτι των προαστίων με το γκαράζ, τον κήπο, τα δύο παιδιά και το σκυλί. Το συναντάς πρωτίστως στην ελληνοαμερικανική κοινότητα του Lowell στη Μασαχουσέτη, έναν από τους πυρήνες της Βιομηχανικής Επανάστασης, όπου μετανάστες δούλευαν στα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας και στο (συγκλονιστικό) Tenement Museum της Νέας Υόρκης, στις παλιές εργατικές πολυκατοικίες του Lower East Side στις οποίες στοιβάζονταν οι μετανάστες με στερήσεις και αντιξοότητες. Στα ξύλινα κουφάρια και τις ταπετσαρίες των διαμερισμάτων αυτών νιώθεις την υγρασία και τη βιοπάλη των οικογενειών που δούλευαν νυχθημερόν για ένα καλύτερο αύριο. Σαν από ώσμωση, το μανάβικο του Βιετναμέζου, το μπακάλικο του κινέζου και το εστιατόριο του Έλληνα έχουν γίνει ένα, η υφή του μητροπολιτικού αστικού τοπίου είναι ενιαία, κρύβει μέσα της πανέμορφη ποικιλομορφία, αλλά είναι ενιαία
Δεν μπορείς να καταλάβεις την Αμερική –δεν μπορείς να καταλάβεις πλήρως την ανθρώπινη φύση– αν δεν αναγκαστείς να επιβιώσεις και να συνυπάρξεις σε μια τέτοια μητρόπολη.
Υπάρχουν κι άλλες Αμερικές. Η Αμερική των αμέτρητων εκκλησιών και ναών, των συνδέσμων, οργανώσεων και ενώσεων – γειτόνων, γονέων και κηδεμόνων, μειονοτήτων, χομπιστών και καινοτόμων, ομάδων πίεσης και ομάδων συμφερόντων, ένα μωσαϊκό τοπικών συλλόγων και μια κοινωνία ενεργών πολιτών που ο Αλέξις ντε Τοκβίλ μελέτησε και θεωρούσε ότι αποτελεί το θεμέλιο της δημοκρατικής πολιτείας.
Οι ΗΠΑ δεν ήταν ποτέ «ένα ακόμη κράτος» σαν όλα τα άλλα. Ήταν ένα κράτος-πείραμα, ένα κράτος-χωνευτήρι, ένα κράτος-παράδειγμα, μια...
ομοσπονδία πολιτειών η κάθε μία με τον δικό της χαρακτήρα, ένα «κογκρέσο» κοινοτήτων που, παρά τις τεράστιες οικονομικές, πολιτισμικές, γλωσσικές, θρησκευτικές και αξιακές διαφορές τους, παρά την ταραχώδη ιστορία τόσο στο εσωτερικό (καταστροφή κοινοτήτων ιθαγενών, δουλεία, Εμφύλιος, πολιτικές δολοφονίες, σκάνδαλα), όσο και στις χώρες καταγωγής τους, εντάσσονταν και υποτάσσονταν σε ένα εθνικό αφήγημα, σε ένα πολιτικό σώμα: Ε pluribus unum («Από πολλούς, ένας»), το εθνικό μοτίβο απ’ το 1782 και μετά. Το Σύνταγμα, οι θεσμοί του κράτους –ο πρόεδρος, η κυβέρνηση, το Κογκρέσο, το Ανώτατο Δικαστήριο– και, απ’ τα μέσα του 20ού αιώνα και μετά, τα μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα, διατήρησαν τη συμβολική και ουσιαστική ενότητα της εθνικής αυτής κοινότητας.
Η φθορά του (αμερικάνικου) ονείρου
Με μια αποστροφή του λόγου του, στην ταινία Η Γέφυρα των Κατασκόπων, ο Τζέιμς Ντόνοβαν (Τομ Χανκς) απευθύνεται στον πράκτορα Χόφμαν της CIA: «Το επώνυμό μου είναι Ντόνοβαν. Ιρλανδός, κι απ’ τις δύο πλευρές της οικογένειας. Είμαι Ιρλανδός και είσαι Γερμανός. Αλλά τι μας κάνει και τους δύο Αμερικανούς; Μόνο ένα πράγμα. Ένα. Μόνο ένα. Το βιβλίο με τους κανόνες. Το λέμε Σύνταγμα, και αποδεχόμαστε τους κανόνες, και αυτό είναι που μας κάνει Αμερικανούς».
Το Σύνταγμα των ΗΠΑ (1787) και η Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που ακολούθησε (1789) είναι παρακαταθήκες του Διαφωτισμού και δύο απ’ τα θεμέλια του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. Το ενοποιητικό στοιχείο του πολιτισμού αυτού ήταν, και είναι, η πίστη στην έννοια της αλήθειας και η αέναη αναζήτηση και επιδίωξη αυτής, μέσα από την επιστημονική μέθοδο, τη δικαιοσύνη, τη δημοσιογραφία, την πολιτική σύγκρουση, τον δημόσιο διάλογο, τις τέχνες και τα γράμματα.
Ο διάλογος αυτός είναι το οξυγόνο ενός συστήματος: επιτρέπει την κάθαρση, την επιδιόρθωση, την ανάπτυξη. Ιδανική πολιτεία δεν υπάρχει, ούτε ιδανική κοινωνία. Το ερώτημα είναι πώς διαχειρίζεσαι και πώς ενσωματώνεις το λάθος και τη σύγκρουση μέσα στο σύστημα∙ πώς τα χρησιμοποιείς ως καύσιμα για την πρόοδο. Η αμερικανική κοινωνία κάθε άλλο παρά ιδανική ήταν, αλλά μας έδωσε ένα μοντέλο αναζήτησης της αλήθειας και διαχείρισης της συνύπαρξης.
Ήταν αυτή ακριβώς η ελευθερία της σκέψης που επέτρεψε την καλλιέργεια μιας κουλτούρας κριτικής και ανάδειξης των μελανών σημείων του συστήματος. Σε αντίστιξη με τις mainstream ταινίες και τηλεοπτικές σειρές που επιβεβαίωναν τη μεταφυσική πίστη στην επικράτηση του καλού, μια σκοτεινότερη, παράλληλη κουλτούρα χαρτογραφούσε συστημικές αποτυχίες, ηθικά διλήμματα και υπαρκτά ρεύματα στο κοινωνικό περιθώριο. Ο Άνω και ο Κάτω Κόσμος –του Twin Peaks και του Stranger Things, μεταξύ άλλων– συνυπάρχουν, αλληλοτροφοδοτούνται. Είναι οι δύο πλευρές της ανθρώπινης φύσης.
Ωστόσο, η συμβολική ισχύς του αμερικανικού ονείρου βασίστηκε στη μονοκρατορία του ισχυρού κράτους. Η πολιτική είναι ένα παιχνίδι, ένας χορός, του δικαίου και της ισχύος. Δεν είναι τυχαίο ότι στα περισσότερα αφηγήματα της ποπ κουλτούρας, τα όργανα αυτού του μηχανισμού –το FBI, η CIA, οι Ένοπλες Δυνάμεις, ο Πρόεδρος, εισαγγελείς και δικηγόροι– αναλαμβάνουν είτε τον ρόλο του καλού, είτε αυτόν του κακού. Τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς, οι θεσμοί των ΗΠΑ συγκέντρωσαν ισχύ, και τον φόβο/σεβασμό των πολιτών, για να επιβάλλουν τους συμφωνημένους κανόνες, είτε αυτοί ήταν το Σύνταγμα και ο «νόμος και η τάξη» (στο εσωτερικό) είτε η φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων (διεθνώς).
Οι ΗΠΑ σταδιακά απεμπόλησαν ένα μέρος της δημόσιας προσήλωσής τους στο δίκαιο, όσο και την εσωτερική και εξωτερική ισχύ του κράτους τους. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση Μπους (του νεότερου) ενεπλάκη σε καταστροφικούς πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, απαξιώνοντας όχι μόνο τον ΟΗΕ και το διεθνές δίκαιο, αλλά και την έννοια της αλήθειας ως ιδανικό.
Κατηγορούμε τον Τραμπ για την παρανοϊκή διαστρέβλωση της αλήθειας και τα «εναλλακτικά γεγονότα». Ήταν όμως η κυβέρνηση Μπους που συνέδεσε συστηματικά τον Οσάμα Μπιν Λάντεν με τον Σαντάμ Χουσεΐν προκειμένου να νομιμοποιήσει την επέμβαση στο Ιράκ. Ήταν ο τότε υπουργός Άμυνας, ο αμίμητος Ντόναλντ Ράμσφελντ, που απαξίωσε τη Γαλλία και τη Γερμανία ως «Παλαιά Ευρώπη» και στράφηκε στη «Νέα Ευρώπη» της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, που τώρα εκλέγουν ακροδεξιές, αυταρχικές κυβερνήσεις.
Οι πόλεμοι αυτοί αποσταθεροποίησαν ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, δημιούργησαν ζωτικό χώρο στο Ισλαμικό Κράτος και –μέσω αυτού– συνετέλεσαν στον εμφύλιο της Συρίας, στην προσφυγική κρίση της Ευρώπης και στην ενίσχυση της ισλαμιστικής τρομοκρατίας. Η απομάκρυνση των ΗΠΑ από τις αρχές του διεθνισμού, της εμπλοκής και της διπλωματίας του Γούντροου Ουίλσον και του Τζον Κένεντι και η στροφή προς μια κυνική Realpolitik που δεν αναφερόταν καν σε αξίες και ιδανικά, δεν ξεκίνησαν πρόσφατα, αλλά ο Τραμπ τις εμπέδωσε, τις έκανε σημαία.
Όταν ο ίδιος ο Νέος Κόσμος απαξιώνει τις αρχές στις οποίες χτίστηκε, τότε τι έχει απομείνει από το Όνειρο;
Κι όμως, ο βασικός λόγος παρακμής του Αμερικανικού Ονείρου δεν ήταν η γεωπολιτική κρίση και η στρατηγική απόσυρση των ΗΠΑ στο εξωτερικό, αλλά η φθορά και η παρακμή στο εσωτερικό.
Ενώ το Πεντάγωνο ξόδευε, επί πολλά χρόνια, μισό δισεκατομμύριο την ημέρα, κάθε μέρα, για να χρηματοδοτεί τους πολέμους σε Αφγανιστάν και Ιράκ, η ενδοχώρα διαβρώθηκε από την αποβιομηχανοποίηση, την ελλιπή συντήρηση δρόμων και υποδομών (υπάρχει πλέον ολόκληρη βιβλιογραφία που τεκμηριώνει την παρακμή στις υποδομές και τους κινδύνους που αυτή δημιουργεί ακόμη και για πυρηνικά ατυχήματα), την ανεργία, την κρίση των στεγαστικών δανείων, το εμπόριο ναρκωτικών και τα δίκτυα οργανωμένου εγκλήματος που το υποστηρίζουν (ο καρκίνος των δυτικών κοινωνιών), αλλά και από την εξάρτηση χιλιάδων ασθενών και βετεράνων από τα οπιοειδή φάρμακα (κάτι που τώρα συμβαίνει σε μικρότερο βαθμό και στη Βρετανία), τον εκφυλισμό του νομικού και δικαστικού συστήματος που συχνά έχει μικρή σχέση με την αναζήτηση της αλήθειας (συνιστώ ανεπιφύλακτα την 3η σεζόν του podcastSerial), τη μόλυνση από εργοστάσια και βιομηχανίες του εδάφους και των υδάτων που οδηγεί στην καταστροφή τοπικών κοινωνιών, τη δημιουργία μιας ολόκληρης τάξης ανθρώπων που σταδιακά απομονώθηκαν και αποκολλήθηκαν από το πολιτικό σώμα, από τον δημόσιο χώρο, από τη φαντασιακή κοινότητα· έχασαν, δηλαδή, την πολιτική τους φωνή και αντιπροσώπευση.
Ενώ τα μεγάλα αστικά κέντρα εξακολούθησαν να αναπτύσσονται οικονομικά και πολιτισμικά, το σώμα της κοινότητας σε πολλές περιοχές της ενδοχώρας διαβρώθηκε εκ των έσω, άδειασε, έμεινε μόνο το κέλυφος σπιτιών και ανθρώπων. Υπάρχουν ακόμα εκκλησίες, μαγαζιά με όπλα, βενζινάδικα, καζίνο, τράπεζες, και φυσικά εμπορικά κέντρα (malls). Λείπει όμως η ζωή και, κυρίως, η ελπίδα. Στις εξόδους των αυτοκινητοδρόμων και στα παλιά κέντρα (downtown) των πόλεων υπάρχουν μεγάλα μαγαζιά γεμάτα παλιά αντικείμενα, οικογενειακά κειμήλια, αντίκες, παιδικά παιχνίδια, κούκλες παρατημένες, ξεμαλλιασμένες, σπασμένες. Ένας ολόκληρος κόσμος από το παρελθόν.
Η άνοδος του Τραμπ και η εκλογική του επίδοση (73 εκατομμύρια ψήφοι) στις εκλογές αυτές επισημοποιεί τη διάσπαση της φαντασιακής κοινότητας και της αφοσίωσης διαφορετικών κοινοτήτων σε ένα ενιαίο σύμβολο που συγκρατούσε όλες αυτές τις αντίρροπες δυνάμεις και λειτουργούσε ως φάρος στο εξωτερικό. Δημιουργούνται δύο κόσμοι, δύο σύμπαντα, που όχι απλώς δεν συνομιλούν μεταξύ τους, αλλά η «γλώσσα» του ενός –οι κώδικες αξιών και επικοινωνίας τους– είναι εντελώς ξένοι στον άλλον.
Μπορούν οι θεσμοί του 18ου και 19ου αιώνα να επιβιώσουν;
Μπορεί να διατηρηθεί ο καταστατικός πυρήνας του κράτους;
Ποια νομιμοποίηση έχουν οι θεσμοί, εάν το μισό εκλογικό σώμα θεωρήσει ότι τις εκλογές τις έκλεψε η άλλη πλευρά, ότι δηλαδή τη χώρα την κυβερνάει μια παράνομη «χούντα»;
Η στιγμή που ζούμε μας φέρνει αντιμέτωπους με θεμελιώδη ερωτήματα όχι μόνο για τη βιωσιμότητα του αμερικανικού συστήματος ή τις τύχες της αποβιομηχανοποιημένης ενδοχώρας, αλλά για τη φύση της αλήθειας στον ψηφιακό 21ο αιώνα και για το ηθικό πλαίσιο στο οποίο πρέπει να λειτουργούμε και να συνυπάρχουμε.
Μπορεί ο Τζο Μπάιντεν να σταματήσει τη δομική παρακμή της Δύσης, να σώσει την «ψυχή της Αμερικής» και να αποκαταστήσει τον στρατηγικό ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στο παγκόσμιο σύστημα;
Μας αφορά τελικά το Αμερικανικό Όνειρο?
Mε ποια μορφή μπορεί να επιβιώσει στον 21ο αιώνα;
Ποια μαθήματα πρέπει να πάρουμε εμείς, ως Ευρωπαίοι και ως Έλληνες, από την κρίση των ΗΠΑ;
Τόσο το κίνημα του Ντόναλντ Τραμπ, όσο και πολλοί ψηφοφόροι του Τζο Μπάιντεν, αλλά και πολλοί Ευρωπαίοι (ηγέτες και πολίτες) ονειρεύονται την επιστροφή σε μια διαφορετική εκδοχή του παρελθόντος, σε μια παλιά εκδοχή του Αμερικανικού Ονείρου.
Οι οπαδοί του Τραμπ επιθυμούν την επιστροφή σε ένα ένδοξο παρελθόν στο οποίο οι ΗΠΑ ήταν η κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη (Make America Great Again), η ενδοχώρα λειτουργούσε ως ατμομηχανή της παγκόσμιας βιομηχανίας και ανάπτυξης, και στην κοινωνία επικρατούσε ο νόμος, η τάξη, γνώριμοι πολιτισμικοί κώδικες, παραδοσιακές αξίες και κοινωνικοί ρόλοι.
Πολλοί ψηφοφόροι του Μπάιντεν επιθυμούν την επιστροφή στο 2012 ή έστω στο 2000, με τις ΗΠΑ να είναι ο φάρος του φιλελευθερισμού, τόσο στο εσωτερικό (πολιτική των ταυτοτήτων, κοινωνική δικαιοσύνη), όσο και διεθνώς (ελεύθερο εμπόριο, υποστήριξη του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων).
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες είχαν βολευτεί με τις ΗΠΑ σε ρόλο διευθύνοντα συμβούλου της εξωτερικής πολιτικής της ηπείρου και προστάτη της ευρωπαϊκής ασφάλειας μέσω του ΝΑΤΟ, ούτως ώστε να μην έχουμε ούτε να πληρώνουμε χρήματα για εξοπλισμούς και κοινούς στρατούς, ούτε να αναλαμβάνουμε την ευθύνη και ηθική ενοχή παρεμβάσεων και πολέμων σε άλλες ηπείρους.
Οι Ευρωπαίοι πολίτες είχαμε βολευτεί με το να καταναλώνουμε ένα έτοιμο («απ’ το ράφι») Όνειρο με τις αξίες της ελευθερίας, της ευημερίας, της συνύπαρξης και της φιλοδοξίας.
Η πικρή αλήθεια είναι πως, ό,τι και να γίνει, ό,τι και να κάνει ο Τζο Μπάιντεν, ακόμη κι αν σκίσει το προεδρικό του κοστούμι και φορέσει τη στολή του Σούπερμαν, καμία από αυτές τις συνθήκες δεν θα αναστηθεί.
Το μέλλον δεν θα μοιάζει με το παρελθόν.
Η Κίνα είναι ήδη υπερδύναμη με ασύλληπτα επίπεδα εσωτερικού ελέγχου, παγκόσμιας επιρροής, ανάπτυξης έξυπνων και εξελιγμένων δομών και μηχανισμών διακυβέρνησης. Η φύση της οικονομικής ανάπτυξης και της βιομηχανίας έχει αλλάξει, όπως κι η αντίληψή μας για τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις της.
Οι κολοσσοί της τεχνολογίας και τα δίκτυα διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος και φοροδιαφυγής είναι πλέον ανεξέλεγκτα, καμία κυβέρνηση μόνη της δεν πρόκειται να τα ελέγξει, και άρα η «πίτα» των δημόσιων εσόδων θα είναι πάντα ανεπαρκής για τις ανάγκες των σύγχρονων κοινωνιών.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει ούτως ή άλλως να αποφασίσει τι θέλει να κάνει με το μέλλον της. Ολόκληρες γενιές παιδιών μεγαλώνουν με διαφορετικά ερεθίσματα, προβληματισμούς, ανάγκες και συνήθειες – το Αμερικανικό Όνειρο δεν σημαίνει τίποτα γι’ αυτούς. Τα εξιδανικευμένα αφηγήματα αμερικανικής υπεροχής των τηλεοπτικών σειρών της δεκαετίας του 1980 και 1990 μπορεί τότε να μας ενέπνεαν, τώρα προκαλούν αμηχανία και μια αίσθηση χαμένης παιδικότητας.
Οι θεσμοί του κράτους και τα πρόσωπα της διακυβέρνησης (όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και διεθνώς, ασχέτως της αξίας τους) μέσα από την καθημερινή φθορά των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, της σάτιρας, των viral memes, δεν προκαλούν πλέον κανένα απολύτως φόβο ή σεβασμό, αλλά πικρό γέλιο.
Για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε μπροστά, στο μέλλον, πρέπει πρώτα να αποδεχτούμε την πραγματικότητα του παρόντος, να απελευθερώσουμε τις προσδοκίες επιστροφής στο ένδοξο παρελθόν. Υπάρχει ακόμα ένα σενάριο για το μέλλον στο οποίο η προεδρία Μπάιντεν σώζει την ψυχή της Αμερικής και αναδιατυπώνει τον ρόλο των ΗΠΑ στον 21ο αιώνα· αλλά ο ρόλος αυτός είναι διαφορετικός: πιο μετριοπαθής, πιο έξυπνος, πιο συνεργατικός, πιο βιώσιμος, περισσότερο –όχι λιγότερο– παγκοσμιοποιημένος. Το Αμερικανικό Όνειρο στον 21ο αιώνα είναι η συνύπαρξη και η ενσωμάτωση σε μία πολυμερή διεθνή κοινότητα που σέβεται μεν τον χαρακτήρα των πολιτειών της, αλλά ενώνει τους πάντες υπό κάποιες πανανθρώπινες αξίες.
Στο Αμερικανικό Καπιτώλιο, όπου συνέρχεται το Κογκρέσο των HΠΑ, το νομοθετικό σώμα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης το οποίο πιθανότατα θα ελέγχεται από τους Ρεπουμπλικανούς, θα κριθεί αν θα καταφέρει ο Μπάιντεν να χτίσει συμμαχίες και πλειοψηφίες
Εάν υποθέσουμε ότι ο Μπάιντεν και η Κάμαλα Χάρις καταφέρουν να ξεπεράσουν τα εμπόδια που θέτει στο δρόμο τους ο Ντόναλντ Τραμπ, ολοκληρώσουν τη χαοτική διαδικασία μεταβίβασης της εξουσίας και ορκιστούν στις 20 Ιανουαρίου 2021, τότε θα πρέπει να προβούν σε μια σειρά από ριζοσπαστικές ενέργειες τόσο στο εσωτερικό, όσο και στη διεθνή σκηνή:
● Να σταματήσουν την αυταρχική επέκταση της Κίνας στο Χονγκ Κονγκ, στο Νεπάλ και στη Νότια Κινεζική Θάλασσα, τη νεο-αποικιακή επέκταση στην Αφρική και τον Ειρηνικό Ωκεανό, και την ανάπτυξη ενός δικτύου πρακτόρων σε δυτικούς θεσμούς και πανεπιστήμια που περιορίζουν ήδη την ελευθερία του λόγου.
● Να ασκήσουν στρατηγική αποτροπής έναντι της Ρωσίας προκειμένου να περιορίσουν την εκστρατεία παραπληροφόρησης, σύγχυσης, επιρροής και δολοφονικών επιθέσεων.
● Να αποκαταστήσουν τις διπλωματικές σχέσεις με τους Ευρωπαίους συμμάχους και την αξιοπιστία του ΝΑΤΟ, που μεταξύ άλλων προϋποθέτει τη μηδενική ανοχή στην πολιτική του Ερντογάν.
● Να ηγηθούν παγκόσμιων συμμαχιών και πρωτοβουλιών για την επίτευξη των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, να εφαρμόσουν ριζοσπαστικές πολιτικές δράσης για την κλιματική αλλαγή, και ανθεκτικότητας για τα ακραία καιρικά φαινόμενα που θα αντιμετωπίζουμε συνεχώς τα επόμενα χρόνια.
● Και να τα κάνουν όλα αυτά εν μέσω μιας παγκόσμιας πανδημίας που μόνο στις ΗΠΑ έχει ήδη προκαλέσει 250.000 θανάτους, και έχει αναδείξει τις δομικές αδυναμίες και την εξάρτηση από εθνικά συμφέροντα διεθνών θεσμών, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.
Όλα αυτά φαντάζουν ως Επικίνδυνη Αποστολή, ως Mission Impossible, αλλά τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα στο εσωτερικό.
Ο νέος πρόεδρος θα πρέπει να βρει τρόπο να διαβρώσει πολιτικά το μέτωπο της παράνοιας και των θεωριών συνωμοσίας, δημιουργώντας κανάλια επικοινωνίας, ανοχής και εμπιστοσύνης, με ένα ικανό ποσοστό του «άλλου μισού» που δεν τον ψήφισε. Θα πρέπει να διαχειριστεί το εκρηκτικό, τοξικό κοκτέιλ ρατσισμού και ταυτοτικών απαιτήσεων διαφορετικών ομάδων πίεσης, να αναστηλώσει τις εθνικές υποδομές, να σώσει το σύστημα υγείας και ασφάλισης, να δημιουργήσει εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας εν μέσω πανδημίας, να αμβλύνει τις τεράστιες οικονομικές, κοινωνικές και εκπαιδευτικές ανισότητες, να αντιμετωπίσει την κρίση με το φοιτητικό χρέος, να ανανεώσει ένα εντελώς αρτηριοσκληρωτικό και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα. Και να τα κάνει όλα αυτά με ένα Ανώτατο Δικαστήριο με συντηρητική πλειοψηφία 6-3 και μια Γερουσία που είτε θα είναι στα χέρια των Ρεπουμπλικάνων, είτε θα είναι 50-50.
Για καλό και για κακό, μέχρι να δούμε τι από όλα αυτά θα κάνουν ο Μπάιντεν και η Κάμαλα Χάρις, καλό θα ήταν ίσως να έχουμε ένα Plan B. Να αναπτύξουμε ένα δικό μας Όνειρο. Προς το παρόν δεν φανταζόμαστε έναν καλύτερο κόσμο, αλλά φοβόμαστε (και με το δίκιο μας) – φοβόμαστε την αλλαγή, την απώλεια ελέγχου, την τεχνολογία, την αυτοματοποίηση, τον ολοκληρωτισμό.
Τι μορφή έχει η ελπίδα στον 21ο αιώνα; Τι μορφή θα έχει το επόμενο Όνειρο;
Για να μπορέσουμε να περισώσουμε την ψυχή της Αμερικής ή της Δύσης ή της Ευρώπης ή της φιλελεύθερης δημοκρατίας ή της παγκόσμιας τάξης ή του πολιτισμού ή του τρόπου ζωής, θα πρέπει να αποφασίσουμε πρώτα τι θέλουμε εμείς οι ίδιοι.
Δηλαδή σε ποια πράγματα –ιδανικά, προτεραιότητες, ανάγκες– δίνουμε αξία.
Δηλαδή για ποια πράγματα είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε – να πληρώσουμε το κόστος.
Δηλαδή για ποιες αξίες είμαστε προετοιμασμένοι, εμείς ως πολίτες, ατομικά και συλλογικά, να δουλέψουμε και να θυσιαστούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου