ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ...
Της ΣΩΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
Έχει περάσει σχεδόν μισός αιώνας από τότε που οι λογοκριτές εργάζονταν για τη δεξιά παράταξη προσπαθώντας να επιβάλουν τις πουριτανικές της αξίες και τα χριστιανικά της ήθη. Βεβαίως, η αριστερά, επειδή δεν εξελίσσεται διανοητικά, επειδή παλινδρομεί, πιστεύει ότι ζούμε ακόμα στον παλιό εκείνο κόσμο: οι δήθεν επαναστατικές της ιδέες διώκονται και το Κατεστημένο κελεύει συντηρητισμό και μισαλλοδοξία. Αυτή η καθήλωση στο παρελθόν είναι μέρος μιας πολιτικής σκοπιμότητας για να διατηρηθεί η ταυτότητα του ιστορικού θύματος και το ηθικό πλεονέκτημα – αλλά αποτελεί και μια μορφή ψύχωσης. Η ψύχωση εκδηλώνεται σήμερα με αυταρχισμό που διεκδικεί «ανθρώπινο πρόσωπο», ακριβώς όπως το πρόγραμμα του σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο το οποίο απέφευγε να κάνει λόγο για τα «ανθρώπινα» μέσα της επίτευξής του.
Όσα συμβαίνουν στον εκδοτικό χώρο στις Ηνωμένες Πολιτείες μού φαίνονται αποκαλυπτικά αυτής της τάξης πραγμάτων. Οι εκδοτικοί οίκοι διαθέτουν πλέον ένα ή περισσότερα στελέχη που ονομάζονται «sensitivity readers», αναγνώστες ευαισθησίας ή ελεγκτές ευαισθησίας, οι οποίοι διαβάζουν τα προς έκδοση χειρόγραφα και εντοπίζουν λέξεις, φράσεις και ιδέες που μπορούν να προσβάλουν κάποιους αναγνώστες. Για να εκδώσει το βιβλίο του ο συγγραφέας πρέπει να συμφωνήσει στη διαγραφή αυτών των προσβλητικών σημείων· να τα στρογγυλέψει ή να τα επαναδιατυπώσει.
Δεν πρόκειται για τη συνηθισμένη, και επιθυμητή, παρέμβαση των επιμελητών που, αν κάνουν σωστά τη δουλειά τους, επισημαίνουν αδεξιότητες και καλούν τον συγγραφέα να βελτιώσει το κείμενό του: πρόκειται για ιδεολογική και γλωσσική εκκαθάριση, για έλεγχο πάνω στη δημιουργία.
Ένα παράδειγμα:
Πέρυσι, η Αμερικανο-κινέζα Άμελι Γουεν Ζάο έγραψε ένα παιδικό βιβλίο με ηρωίδα μια πριγκίπισσα με μαγικές δυνάμεις η οποία κάποτε, στον μεσαίωνα, σε μια φανταστική αυτοκρατορία, έρχεται σε σύγκρουση με δουλεμπόρους παιδιών. Η συγγραφέας κατάφερε να εκδώσει το βιβλίο της αλλά βρέθηκε μπροστά σε τέτοια κατακραυγή ώστε αναγκάστηκε να ζητήσει συγνώμη δημοσίως και να παραδεχτεί, εκών άκων, τις ρατσιστικές της προκαταλήψεις (τις οποίες δεν είχε). Το βιβλίο αποσύρθηκε και επανεκδόθηκε εκκαθαρισμένο από κακές λέξεις, όπως συμβαίνει συχνά σε ροκ κομμάτια από τα οποία οι λογοκριτές αφαιρούν τις λέξεις fuck, cunt και τα τοιαύτα. Ποιο ήταν το έγκλημα της Γουέν Ζάο; Ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας της είναι κάποιος δουλοκτήτης που, αν και τον περιγράφει με γαλαζοπράσινα μάτια, οι επικριτές της τον εξέλαβαν ως «μαύρο». Δηλαδή υπήρχαν μαύροι δουλοκτήτες; Ντροπή σου Γουέν Ζάο! Η συγγραφέας υποχώρησε στις πιέσεις και διόρθωσε το βιβλίο της με τη βοήθεια των «ελεγκτών ευαισθησίας» ώστε να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο δουλοκτήτης είναι λευκός· πάρα πολύ κακός και αιμοβόρος λευκός.
Ορίστε ένα καινούργιο επάγγελμα σε ένα χώρο που ανήκει παραδοσιακά στην αριστερά. Επειδή ένα tweet αρκεί για να δημιουργήσει διαδικτυακό λιντσάρισμα, οι εκδότες αναθέτουν στους «ελεγκτές ευαισθησίας» να κοσκινίζουν τα χειρόγραφα και να τα ξεπλένουν από ό,τι θεωρείται προκατάληψη, μισογυνισμός, ρατσισμός και προσβλητικό λεξιλόγιο ως προς άτομα με ειδικές ανάγκες, ΛΟΑΤ, μουσουλμάνους και άλλες κοινωνικές ομάδες.
Στους μεγάλους εκδοτικούς οίκους οι ελεγκτές ευαισθησίας έχουν ο καθένας κάποια ειδίκευση: ένας διορθώνει ό,τι μπορεί να θίξει όσους πάσχουν από διπολική διαταραχή, άλλος διορθώνει ό,τι άπτεται των εθνικών στερεοτύπων – όχι βεβαίως των στερεοτύπων για τους Βρετανούς, τους Γερμανούς, τους Αμερικανούς ή τους Γάλλους, αλλά για τους Τζαμαϊκανούς ή τους Αϊτινούς. Η τέχνη του μάρκετινγκ, δηλαδή το πώς το προϊόν θα φτάσει στο ευρύτερο δυνατό κοινό, οδηγεί στην αναίρεση του στόχου: τα βιβλία δεν γράφονται για να αρέσουν σε όλους κι όποιο βιβλίο αρέσει σε όλους δεν αρέσει αρκετά σε κανέναν. Το ίδιο ισχύει και για τα άτομα. Κι όμως, οι εν λόγω διορθωτές παρεμβαίνουν, ατυχώς με τη συναίνεση του δειλού και παραδόπιστου συγγραφέα, αφαιρώντας από τα βιβλία μαύρους που τυχαίνει να είναι βίαιοι, γκέι που τυχαίνει να είναι παιδόφιλοι και γυναίκες που τυχαίνει να τυραννούν άνδρες. Έτσι, φτάνουμε σε ένα φαινόμενο που δεν είναι καθόλου καινούργιο αλλά που έχει πάρει διαστάσεις διανοητικής δικτατορίας.
Πρέπει να σταματήσουμε να διαβάζουμε τον «Οθέλλο» επειδή ο Σαίξπηρ δεν ήταν μαύρος, άρα δεν δικαιούται να ομιλεί για σκουρόχρωμους ζηλιάρηδες; Ή επειδή παρουσιάζει τον Εβραίο Σάιλοκ όχι μόνο ως τοκογλύφο αλλά και ως ελαφρώς κανίβαλο;
Ποια θα ήταν η μοίρα των μεγάλων κλασικών, αν επιτρέπαμε στους ελεγκτές ευαισθησίας να βάλουν το χεράκι τους;
Δεν θέλω να ξέρω. Στην πραγματικότητα, στα αμερικανικά πανεπιστήμια (είμαι insider, δικαιούμαι διά να ομιλώ) οι μεγάλοι συγγραφείς υφίστανται κριτική με σημερινά φυλετικά και φεμινιστικά κριτήρια. Είναι πάρα πολύ γελοίο.
Το δικαίωμα «διά να ομιλείς» αναγνωρίζεται στους insiders, αλλά υπό αυστηρούς όρους. Οι μαύροι ας μιλούν για τους μαύρους και οι βαριεστημένες νοικοκυρές για τις βαριεστημένες νοικοκυρές: δηλαδή, ο Φλωμπέρ δεν δικαιούνταν να ομιλεί για την Έμμα Μποβαρύ και ντροπή του που μίλησε. Το δικαίωμα τού να ομιλείς ακόμα κι αν είσαι insider αίρεται στην περίπτωση που είσαι μουσουλμάνος και καθυβρίζεις τη θρησκεία σου και την πολιτική της: τότε θεωρείσαι προδότης – η ελευθερία του λόγου σού αφαιρείται και οι εκδοτικοί οίκοι σού διαστρέφουν το κείμενο ώστε η δεύτερη έκδοση να έχει καλύτερη τύχη και, κυρίως, να γλιτώσεις τη φατουά.
Το δόγμα είναι...
ο σεβασμός της πολυμορφίας, της διαφορετικότητας (φασιστοειδής λέξη από μόνη της) και των μειονοτήτων στις οποίες κατατάσσονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο όλοι οι άνθρωποι με βάση κάποιο χαρακτηριστικό τους (παχύσαρκοι, φαλακροί, ξανθές) εκτός από τους λευκούς πλούσιους άνδρες οι οποίοι, θα επιμείνω, είναι η μοναδική μειονότητα στον κόσμο – και η πλέον ολιγομελής αν θεωρήσουμε πλουσίους το 1% του πληθυσμού του πλανήτη.
Η λογοκρισία έχει αναδρομική ισχύ.
Ο Λούκυ Λουκ είναι ο λευκός καουμπόης και σίγουρα ο Μορρίς και ο Γκοσινύ σατιρίζουν τον Τζο Ντάλτον επειδή παραείναι κοντός και τον Άβερελ επειδή παραείναι ψηλός. Δεν γλιτώνει ούτε το σκυλί, ο Ραντανπλάν: αχά, ώστε οι συγγραφείς δεν είναι ζωόφιλοι! Ή μάλλον κάνουν διακρίσεις μεταξύ των ζώων: χαζό σκυλί ο Ραντανπλάν, έξυπνο άλογο η Ντόλυ! Προπάντων, ο Λούκυ Λουκ καπνίζει και μας δίνει το κακό παράδειγμα.
Ανέκαθεν ο φασισμός είχε στοιχεία φάρσας: γελάστε, κύριοι, γελάστε, έλεγε ο Φρανκ Βέντεκιντ στο καμπαρέ «Οι έντεκα δήμιοι», γελάστε, όλα είναι τόσο τραγικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου