"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Αντι-ευρωπαϊσμός και αυτο-αποικιοποίηση: Greek Lives Matter



Επειδή αποτυγχάνουμε να κυβερνηθούμε, βρίσκουμε καταφύγιο στη φαντασιακή κοινότητα των καταπιεσμένων: ακόμα κι όταν οι άλλοι (Ευρωπαίοι, Αμερικανοί) δεν μας αντιμετωπίζουν ως «εξωτικούς», κινητοποιούμε μια διαδικασία αυτο-εξωτικοποίησης. Η ψυχική μας πάθηση συνδέεται με την ταυτότητα της «περιφέρειας»: εθνικισμός, αγανάκτηση για την ασυμμετρία μεγέθους και εξουσίας έναντι των «μεγάλων» και των «ισχυρών», επιθετικά παράπονα, διεκδίκηση «διαφορετικότητας».


Νιώθουμε πιο άνετα στους κύκλους όπου αμφισβητείται η «ανεξαρτησία» και η «εθνική κυριαρχία» κι όπου γίνεται λόγος για αποικιοκρατία και ιμπεριαλισμό, παρά στους κύκλους των προηγμένων χωρών. Κι όμως, από το 1826, ο ρυθμός ένταξής μας στον προηγμένο κόσμο ήταν γοργός· φαίνεται παράδοξο το ότι βολευόμαστε στην «περιφέρεια» και, σαν την αλεπού στον μύθο του Αισώπου, απορρίπτουμε το κέντρο/μητρόπολη επειδή δεν μπορούμε να το φτάσουμε. Εξάλλου, επιμένουμε σε όλες τις διαφορές μεταξύ κέντρου και περιφέρειας: στο κέντρο κυριαρχούν οι δυνάμεις της αγοράς, στην περιφέρεια οι «ανθρώπινες» σχέσεις (οικογενειοκρατία, ευνοιοκρατία, πελατοκρατία)· oι δύο σφαίρες διαφέρουν ακόμα και στα σεξουαλικά ήθη. Έτσι, τα τελευταία χρόνια, οι Έλληνες βλέπουν τουρκικά σίριαλ και τα κρατικά τηλεοπτικά κανάλια προβάλλουν τον ρωσικό πολιτισμό, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τους μπολσεβίκους. Πολιτιστικός πλουραλισμός! Για να μη μας κατακλύζουν τα «υποπροϊόντα» του αμερικανικού πολιτισμού...


Πολλά είναι τα στερεότυπα εναντίον μας. Πολλά είναι τα στερεότυπα εναντίον όλων των λαών και των φυλών που έχουν παίξει κάποιο ρόλο στον κόσμο: οι Γάλλοι είναι σοβινιστές και ταραξίες· οι Ιταλοί είναι ψευτορομαντικοί, γλεντζέδες, με Οιδιπόδειο σύμπλεγμα· οι Άγγλοι είναι κακοί εραστές, κακοί μάγειρες και κάνουν άσχημο μεθύσι. Όσο για τους Αμερικανούς είναι αλαζονικοί και, δυνάμει, εγκληματίες πολέμου με βλέψεις πλανητικής επικυριαρχίας. (Παρ’ όλ’ αυτά, δεν είναι αυτοί που αποκαλούν τον πρόεδρό τους «πλανητάρχη»: εμείς επινοήσαμε τον όρο: είναι μέρος της δικής μας underdog κουλτούρας). Οι Έλληνες είναι τεμπέληδες, ψεύτες, απείθαρχοι και δυσάγωγοι, πράγμα που μεταφράζουμε με θετική έννοια: «ανυπότακτοι» και, βεβαίως, «υπερήφανοι». Σημειώνω ότι, στην Ιστορία, υπερήφανοι χαρακτηρίζονταν οι πολεμοχαρείς ορεσίβιοι λαοί που αδυνατούσαν να αποδεχθούν δομές και κανόνες: π.χ. Αφγανοί και Τάταροι.


Αντί να διαψεύσουμε τα στερεότυπα, τα υπογραμμίζουμε: υποδυόμαστε το πρόσωπο που μας αποδίδουν άλλοι λαοί, ηγεσίες και μέσα ενημέρωσης στη νοερή διανομή των ρόλων – κι απολαμβάνουμε τον αυτο-εξωτισμό τον οποίον χαρακτηρίζουμε «ελληνική εξαίρεση». Παραλλήλως, ενώ έχει παγιοποιηθεί αντιευρωπαϊκό –ιδιαίτερα αντιγερμανικό αίσθημα– υιοθετούμε με όλο και μεγαλύτερο πείσμα αυτή την κουλτούρα του underdog: εσωστρεφή, ξενοφοβική, αμυντική, προ-νεωτερική/προ-καπιταλιστική, επαρχιωτική. Και πάλι προσδίδουμε θετικό περιεχόμενο στην «επιστροφή στις ρίζες», στην παραδοσιακή προτροπή της αντιαμερικανικής και αντιευρωπαϊκής αριστεράς και της λαϊκής δεξιάς – χαρακτηρίζοντάς τη «ελληνικότητα».  


Τι σημαίνει αυτό; 


Μια σειρά από στερεότυπα, συν οθωμανικές παραδόσεις, Ορθοδοξία, προκαταλήψεις, δεισιδαιμονίες, ανορθολογισμό, μαγική σκέψη, ανάποδη ανάγνωση της Ιστορίας.


Οι λαοί με αυτοπεποίθηση δεν αυτοαποκαλούνται «αποικίες», ούτε φοβούνται τον πολιτιστικό «ιμπεριαλισμό»· δεν ασχολούνται με την πολιτιστική διατίμηση (ποιος είναι καλύτερος και ανώτερος), ούτε επενδύουν σε σταυροφορίες μεγαλύτερες από την εμβέλειά τους (του είδους «Θα αλλάξουμε την Ευρώπη»).  


Αντιθέτως, προσπαθούν να υιοθετήσουν ό,τι καλό έχει να προσφέρει η συναλλαγή και η αλληλεπίδραση εκτός συνόρων. 


 Εμείς ζούμε σαν αποικιοκρατούμενοι χωρίς να έχουμε τέτοια εμπειρία – η εμπειρία που επικαλούμεθα είναι φανταστική: βλέπουμε τους Ευρωπαίους σαν τον Big Other· και έχουμε σκαρώσει ένα σύνολο εικόνων που μας εμποδίζει να τον φθονήσουμε και ίσως να τον μιμηθούμε. Αμαυρώνουμε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής, διογκώνουμε τα προβλήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και νιώθουμε ανακούφιση που δεν αποτελούμε συστατικό του πυρήνα της· που βρισκόμαστε στην περιφέρεια την οποία προσφάτως ονομάζουμε «Νότο». Η διαφορά μας από τα αποικιοκρατούμενα έθνη είναι ότι εμείς προβάλλουμε την ιστορικότητά μας, κάτι που φαίνεται δυσκολότερο π.χ. για τους Αφρικανούς παρά την προσπάθεια του αφροκεντρισμού και της ανθρωπολογίας τύπου Φραντς Φανόν.


Η προσκόλλησή μας στα θύματα της Ιστορίας βασίζεται συχνά σε παραπληροφόρηση ή αδράνεια:  


Η στήριξή μας στα ευρωπαϊκά αντάρτικα πόλεων, η απροθυμία να συνεργαστούμε στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας (άλλοτε και τώρα), η φανατική ευθυγράμμισή μας με τους Παλαιστινίους και η διεστραμμένη συμπάθεια προς οποιονδήποτε επιτίθεται εναντίον της Δύσης είναι γνωρίσματα συλλογικής ανωριμότητας και αυτοκαταστροφικότητας τα οποία μοιραζόμαστε μόνο με τους Γάλλους.  


Δεν διακρίνουμε τις αποχρώσεις στις διεθνείς σχέσεις: για παράδειγμα, το 1996, η αντίδρασή μας στη συμφωνία Ισραήλ-Τουρκίας ήταν αντιπαραγωγική και βεβαίως κινητοποίησε το εβραϊκό λόμπι εναντίον μας· νευρωτική υπήρξε και η στάση μας στον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία – το 1999 στην πλατεία Συντάγματος το ΚΚΕ έστησε «λαϊκό δικαστήριο» όπου καταδίκασε τον Μπιλ Κλίντον για εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας.  


Είμαστε η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα όπου το Κομμουνιστικό Κόμμα θεωρείται συνεπές και ευυπόληπτο μολονότι η ιστορία του είναι εγκληματική και η ιδεολογία του αντιστοιχεί στις αρχές του 19ου αιώνα. Όσο για το τρομοκρατικό χτύπημα του 2001, φερθήκαμε χειρότερα από οποιαδήποτε άλλη δυτική χώρα επιδεικνύοντας χαιρεκακία, ή κρατώντας ίσες αποστάσεις, και διαδίδοντας θεωρίες συνωμοσίας.


Όπως παλιότερα ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων ονειρευόταν να ζήσει πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, σήμερα ονειρεύεται...
 μια νησιωτική ύπαρξη, μακριά από τις πολυεθνικές, παγκοσμιοποιημένες επιχειρήσεις (αν ήταν δυνατόν μακριά από όλες τις επιχειρήσεις) με μια ομοιογενή ελληνοχριστιανική κουλτούρα, βαθιά συντηρητική, πατριαρχική, με την Ελληνίδα Μάνα να ανατρέφει παραδοσιακούς Έλληνες. 


Σε ό,τι αφορά τις συμμαχίες μας, πληθαίνουν οι ρωσόφιλες φωνές –ακροδεξιές και ακροαριστερές– που προέρχονται, στην πραγματικότητα, από τα βάθη του πολιτισμού: Βυζάντιο, Ορθοδοξία, πατριαρχική εξουσία και, φυσικά, 73 χρονάκια μπολσεβίκικης ουτοπίας.


Η ευθιξία μας σχετικά με την εθνική μας κυριαρχία και υπερηφάνεια μού φαίνεται συγγενική με τη στάση της οργάνωσης Black Lives Matter. Η Black Lives Matter είναι ένα βήμα προς τα πίσω εκ μέρους των Μαύρων: αμφισβητούν οι ίδιοι ότι η ζωή τους «μετράει»· ποιος όμως ισχυρίζεται ότι δεν μετράει; Πώς μπορεί κανείς να διεκδικεί κάτι τόσο αυτονόητο προβάλλοντας στα ΜΜΕ δακρυσμένα παιδάκια που αναρωτιούνται «γιατί μας σκοτώνουν;» Αντί η πρωτοβουλία τους να απευθύνεται εναντίον της αστυνομικής βίας ή, ακόμα καλύτερα, εναντίον της οπλοφορίας των πολιτών, θέτουν φυλετικό ζήτημα – ένα ιστορικό υπόλειμμα, μια εκδήλωση underdog κουλτούρας. Οι αγωνιστές της Black Lives Matter κραδαίνουν πλακάτ με αναχρονιστικά συνθήματα: «Δεν έχουμε δικαιώματα!» Μα, πώς δεν έχουν δικαιώματα; Τα δικαιώματά τους εξασφαλίζονται από το Σύνταγμα, τους νόμους και τους θεσμούς. Όποιος τα καταπατά αντιμετωπίζει νομικές συνέπειες.


Έτσι κι εμείς, ως μονίμως αδικημένοι Έλληνες, δεν έχουμε «δικαιώματα»· νιώθουμε «ταπεινωμένοι»· διεκδικούμε τη χαμένη μας υπερηφάνεια ως εξωτικός, νότιος λαός. Greek lives matter: σύμπλεγμα κατωτερότητας, ηττοπάθεια, κουλτούρα του underdog




Η επιθετικότητα της Τουρκίας και ο τρόπος με τον οποίον την αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαίοι, ιδιαίτερα η Γερμανία, νομίζω ότι πρέπει να μας αφυπνίσει.  


Αυτοκτονούμε: ενώ βρισκόμαστε στη χειρότερη γειτονιά της Ευρώπης, δεν έχουμε σταθερές συμμαχίες· τη θέση μας επιδεινώνει το μόνιμο αίσθημα του αδικημένου (με πραγματική ή φαντασιακή βάση). Για το πρώτο δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα· για το δεύτερο έχουμε ευθύνη· αν και όχι ολόκληρη την ευθύνη. Το τρίτο οφείλεται στην πολιτική μας κουλτούρα που έχει διαμορφωθεί ήδη από τη φύση και τον προσανατολισμό της Ελληνικής Επανάστασης.


Ο αντιευρωπαϊσμός και ο αντιαμερικανισμός –των λαϊκιστικών κυβερνήσεων, άρα και του πληθυσμού–, η απροθυμία μας ως προς το περιβόητο ανήκειν στη Δύση μάς έχουν απομονώσει· ποτέ δεν αισθανθήκαμε μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας – όσο για τη νατοϊκή, τη θεωρούσαμε συμμορία αίσχους. 


Ωστόσο, οι διεθνείς σχέσεις στηρίζονται σε ισορροπίες, σε διελκυστίνδες· όχι σε συνθήματα. Εμείς πορευόμαστε με συνθήματα: ο Ανδρέας Παπανδρέου και το κόμμα του, μαζί με τους βασιλόφρονες της βαθιάς επαρχίας, αν και ζητούσε δανεικά και «βοήθεια» από τις ΗΠΑ και την ΕΕ κατέστησε τα αντιδυτικά συνθήματα επίσημη ιδεολογία του κράτους. Και η αριστερά κέρδισε τον πολιτιστικό πόλεμο υποβοηθούμενη από τη μετριότητα των ηγεσιών στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, από τις χοντράδες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής κι από την επαμφοτερίζουσα συμπεριφορά του ΝΑΤΟ, το οποίο έχει ως μέλη δύο παραδοσιακούς εχθρούς.


Έτσι, χάσαμε την ευκαιρία να ενσωματωθούμε ισότιμα και ψύχραιμα στους δυτικούς θεσμούς. Ο Ανδρέας Παπανδρέου αναζητούσε συμμαχίες σε προσωποπαγή τριτοκοσμικά καθεστώτα και σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να βρει στηρίγματα στη «Λαϊκή» δημοκρατία της Κίνας και στη Ρωσία. Μακάρι να τα βρει.


Αυτή η αντίσταση εναντίον της Δύσης –στην πραγματικότητα, εναντίον του εκσυγχρονισμού– χρονολογείται από την εποχή της Οθωμανικής κυριαρχίας και της βασιλείας του Όθωνα. Στην πιο πρόσφατη ιστορία έχει αποκτήσει τόσο ορθολογικό όσο και φαντασιακό υπόβαθρο: πράγματι, η Βρετανία και οι ΗΠΑ στήριξαν τον κυβερνητικό στρατό στον εμφύλιο πόλεμο στο πλαίσιο της πολιτικής ανάσχεσης του κομμουνισμού και της εφαρμογής της συμφωνίας της Γιάλτας· πράγματι, η χούντα των συνταγματαρχών σχετιζόταν με αμερικανικά συμφέροντα (χωρίς η ίδια να προωθεί «εξαμερικανισμό» στο εσωτερικό· αντιθέτως, στην επταετία, οι «ρίζες» εμφανίζονταν ως ασφυκτική στενοχωρία)· πράγματι, οι ΗΠΑ ευνόησαν την Τουρκία έναντι της Ελλάδας στην Κύπρο (καθώς και σε ζητήματα στρατιωτικής βοήθειας), ενώ, στη συνέχεια, επέκριναν ξανά και ξανά την Ελλάδα διότι θώπευε την αριστερή τρομοκρατία. Στο τελευταίο είχαν δίκιο. Η ΕΕ, από την πλευρά της, ενώ επί χρόνια έκανε τα στραβά μάτια στη διαχείριση των ευρωπαϊκών πόρων, το 2010 σκλήρυνε τη στάση της και μας έθεσε υπό επιτήρηση. Μας πρότεινε ορισμένες μεταρρυθμίσεις (που δεν κάναμε) και μας επέβαλε ορισμένα μέτρα φτωχοποίησης τα περισσότερα από τα οποία οφείλονται στην απουσία των μεταρρυθμίσεων. Οι ηγεσίες μας, τρομαγμένες από τα έξαλλα πλήθη –εμάς– παρέμειναν σε εκκρεμότητα ανάμεσα στην ευρωπαϊκή πίεση και στη λαϊκή κατακραυγή. Κι ενώ, σε ιδανικές συνθήκες, θα έπρεπε να αλλάξουμε το οικονομικό μας μοντέλο, εμείς το διατηρήσαμε με πείσμα, σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο, καταλήγοντας στην έσχατη πενία και στον μαχητικό αντιευρωπαϊσμό: αναδιπλωνόμαστε στον ανίσχυρο αλλά υπερήφανο εαυτό μας. 


Σήμερα, οι Έλληνες νοσταλγούν την παλιά τους φτωχογειτονιά όπου οι νοικοκυρές ζητούσαν λίγη ζάχαρη από τη γειτόνισσα «για να μην κατέβουν στον μπακάλη» κι όπου τα παιδιά έπαιζαν στην αλάνα. Αυτά είναι τα οράματά μας: oriental γραφικότητες, παρελθοντολατρία, τεχνοφοβία· και αντιδυτισμός που δεν μπορεί να ερμηνευθεί αποκλειστικά μέσω της κακής πολιτικής της Δύσης και του ανθελληνικού πνεύματος.


Η κουλτούρα του underdog υπαγορεύει απόρριψη ή και μίσος όχι μόνο γι’ αυτά που κάνουν οι ΗΠΑ και η ΕΕ, αλλά γι’ αυτά που είναι. 

 Απορρίπτουμε, με κυμαινόμενα αρνητικά αισθήματα, τους «ισχυρούς» και, παραδόξως, το οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο που τους κατέστησε ισχυρούς. Παραλλήλως, απορρίπτουμε τους δικούς μας θεσμούς χωρίς να κάνουμε τίποτα για να τους βελτιώσουμε


Επιγραμματικά, ο αντιδυτισμός μας πρέπει να αποδοθεί 


1) στο στάτους των μεγάλων δυνάμεων (εμείς είμαστε «μικροί»: size matters από την ανάποδη) 


2) σε παραπληροφόρηση ως προς τον αμερικανικό και ευρωπαϊκό τρόπο ζωής έναντι του οποίου προβάλλουμε τον «ανώτερο» ελληνικό 


3) σε συνωμοσιολογική σκέψη 


4) στα εθνικά στερεότυπα 


5) σε λανθάνουσες θρησκευτικές αντιθέσεις με τη Δυτική Εκκλησία (η Ορθοδοξία μάς οδήγησε σε φιλοσερβικές θέσεις στον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, ενώ, στη συνέχεια, όταν οι μουσουλμάνοι άρχισαν να επιδίδονται σε εγκλήματα στραφήκαμε υπέρ των μουσουλμάνων) 


6) σε αντισημιτισμό που μεταμφιέζεται σε αντίθεση στην πολιτική του Ισραήλ, το οποίο, με τη σειρά του, ευθυγραμμίζεται με τους ισχυρούς.


Όταν η εχθροπάθεια και η ρητορική μίσους κατευθύνονται προς underdogs (σαν εμάς) αποδοκιμάζονται ή και τιμωρούνται.  


Η πολιτική ορθότητα απαγορεύει την εξωτερίκευση περιφρόνησης και αγανάκτησης εναντίον Αράβων, Ιρανών, Αφρο-αμερικανών, ακόμα και Κινέζων που κάθε άλλο παρά underdogs είναι στο σύγχρονο τοπίο των διεθνών σχέσεων. 


Αντιθέτως, ο αντιδυτισμός είναι εύσημο και συχνά επιβραβεύεται· ιδιαίτερα στην Ελλάδα όπου οι ΗΠΑ και η Ευρώπη θεωρούνται συμπαγής καπιταλιστικός κορμός ―ο οποίος, επιπλέον, εμπλέκεται σε κακόβουλη ανθελληνική συμπαιγνία.


Έχουμε παγιδευτεί σε δύο σχήματα folie à deux (εφόσον όντως έχει αναπτυχθεί ανθελληνισμός) που ανάγονται στο απώτερο παρελθόν και στο γεγονός ότι δεν εννοούμε να προσχωρήσουμε στη νεωτερικότητα. Παλιότερα, η έλλειψη υπολογίσιμης αστικής τάξης και φιλελεύθερης παράταξης μάς οδήγησε σε δουλοπρεπή προσκόλληση στις ΗΠΑ και, παραλλήλως, στον εξοβελισμό του δυτικού τρόπου ζωής και στην αποθέωση της «ελληνικότητας». Ωστόσο, οι ηγεσίες μας έχουν μάθει να προσδοκούν σωτηρία από τη Δύση, ενώ, ανέκαθεν, την απέρριπταν ως τα σύγχρονα Γόμορρα. Ο ξένος μεσσιανισμός (Βαυαροί, Βρετανοί, θείοι από την Αμερική, σχέδιο Μάρσαλ, ευρωπαϊκή χρηματοδότηση κτλ) σκόνταφτε στην ελληνική εσωστρέφεια, στην πολιτιστική ανασφάλεια, στον αριστερό και δεξιό ριζοσπαστισμό.


Η συμπεριφορά μας μού θυμίζει τον συγκάτοικό μου τον Ραμπά, στο Παρίσι, στη δεκαετία του 1980. Πήγαμε με τον Ραμπά να νοικιάσουμε ένα σπίτι· το σπίτι μάς άρεσε πολύ αλλά το ενοίκιο ήταν υπερβολικά υψηλό για τα εισοδήματά μας. Οι Γάλλοι ιδιοκτήτες, αφού κοίταξαν τα έγγραφα που είχαμε προσκομίσει, αποφάσισαν να μη μας νοικιάσουν το σπίτι. Ο Ραμπά, ως Αλγερινός, έγινε έξαλλος και κατηγόρησε τους ιδιοκτήτες για «ρατσισμό»· όσο για μένα, που δεν είχα καμιά εμπειρία ρατσισμού εναντίον μου, ένιωσα ανακούφιση: οι ιδιοκτήτες δεν ήταν σίγουροι ότι θα πληρώναμε το ενοίκιο και προτίμησαν κάποιον με υψηλότερο εισόδημα. Ο Ραμπά, με την υπερευθιξία του underdog (πραγματικού ή φαντασιακού) αισθανόταν αδικημένος· εγώ αισθανόμουν ότι οι Γάλλοι ιδιοκτήτες με είχαν προστατέψει από ένα λάθος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: