Σιγά - σιγά παθαίνουν Τζήμερο οι πάντες. Πού είναι τώρα οι γαλαζοφρουροί να μας πουν αυτά που έλεγαν κάποτε στη ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ για την τέχνη του εφικτού και για τις συνταγματικές δεσμεύσεις και μπλα μπλα μπλα. Επιμένω ότι ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ χωρίς καμμία συνταγματική μεταρρύθμιση ένας ΔΥ… pic.twitter.com/Z5muAelNcV
— Θάνος Τζήμερος (@ThanosTzimeros) May 22, 2025
Toυ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΑΣΙΜΑΤΗ
Αυτό που θα ξεχώριζα από την τελευταία συνέντευξη του Πρωθυπουργού είναι η διαπίστωση που χρησιμοποιώ και ως τίτλο: ο κ. Μητσοτάκης ψαρεύει κεντρώους.
Μέχρι τώρα, γνωρίζαμε ότι προτεραιότητα της κυβέρνησης ήταν – και είναι – να συμμαζέψει την κατάσταση στα δεξιά της, γιατί από εκεί γίνεται η διαρροή ψηφοφόρων προς τα μικρά, ακραία κόμματα, δεξιότερα της ΝΔ.
Αυτό όμως σήμαινε επίσης το τέλος κάθε απόπειρας ή έστω συζήτησης για μεταρρυθμίσεις και αλλαγές που θα ενοχλήσουν το βαθύ κράτος. Ο λόγος είναι ότι τέτοιου είδους απόπειρες προϋποθέτουν βάθος χρόνου, συγκρούσεις με κατεστημένα συμφέροντα και πολιτικό κόστος. Δεν γίνονται στο τέλος της δεύτερης τετραετίας και μάλιστα την ώρα που το κυβερνών κόμμα αγωνίζεται να αναπληρώσει τις απώλειες από τα δεξιά.
Ωστόσο, η ανάγκη για βαθιές μεταρρυθμίσεις εξακολουθούσε να υπάρχει και την υπενθύμιζαν τα διάφορα περιστατικά από την επικαιρότητα, είτε αυτά αφορούσαν διαφθορά στο Δημόσιο είτε βία στα πανεπιστήμια ή την εκτεταμένη ανομία στο οδικό δίκτυο. Η πίεση από την κοινή γνώμη εξακολουθούσε να υπάρχει, αλλά η κυβέρνηση δεν μπορούσε να κάνει τίποτα ουσιαστικό. Ούτε βέβαια να ανοίξει ένα νέο μέτωπο μπορούσε, για τους λόγους που είπαμε παραπάνω, ούτε καν να υποσχεθεί μεταρρυθμίσεις. Γιατί, τώρα πια, τέτοιες υποσχέσεις δεν έχουν την παραμικρή αξία. Ο κόσμος που κάποτε πίστεψε τις υποσχέσεις τώρα καγχάζει και το αστείο, που λέει «άντε να γίνει με το καλό Πρωθυπουργός ο Κυριάκος, για να τα κάνει όλα αυτά», έχει γίνει πια κοινός τόπος.
Η αμηχανία, με την οποία η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την πίεση να τα βάλει, επιτέλους, με τις χρόνιες παθογένειες του Δημοσίου, φαίνεται καθαρά στη φιλότιμη προσπάθεια που καταβάλλει η υπουργός Παιδείας να επινοεί γραφειοκρατικούς ελιγμούς, που παρουσιάζονται ως δήθεν λύσεις του προβλήματος της βίας, ενώ πρόκειται για μέτρα ανεφάρμοστα. Αποσκοπούν στον πρόσκαιρο εφησυχασμό της κοινής γνώμης, μέχρι να συμβεί το επόμενο επεισόδιο, για να ξαναβγεί με νέες λαμπρές, πλην ανεφάρμοστες, ιδέες η υπουργός κ.ο.κ.
Το πρόβλημα λοιπόν, για τη στρατηγική της κυβέρνησης μέχρι τις επόμενες εκλογές σε περίπου δύο χρόνια, ήταν πώς θα κατάφερνε να σχηματίσει ξανά τη συμμαχία κεντρώων και δεξιών, χάρη στην οποία κυβερνά. Με την Αριστερά σε διαδικασία αποσύνθεσης, χωρίς δηλαδή το φάσμα της Συριζοκρατίας να σκιάζει στον ορίζοντα, η συγκολλητική ουσία δεν υπήρχε πια. Το κυβερνών κόμμα δεν είχε τρόπο να απευθυνθεί συγχρόνως στους δεξιούς και τους κεντρώους ψηφοφόρους. Δεν υπήρχαν πια οι συνθήκες του 2019.
Βέβαια, οι κεντρώοι ψηφοφόροι είναι λίγο ή πολύ οι δεδομένοι για τη ΝΔ του Μητσοτάκη, για τον προφανή λόγο ότι δεν έχουν πού άλλου να πάνε. Πάντοτε, όμως, υπάρχει ο κίνδυνος να μείνουν στο σπίτι τους την κρίσιμη ημέρα των εκλογών, αν αισθανθούν ότι τους έχεις γραμμένους ως δεδομένους ή, ακόμη χειρότερα, ότι τους κοροϊδεύεις.
Επομένως, κάτι έπρεπε να κάνει ο κ. Μητσοτάκης για να τους κρατήσει να μην του φύγουν, όσο εκείνος τρέχει να μαζέψει τους δεξιούς.
Αυτό το κάτι είναι η άρση της συνταγματικά κατοχυρωμένης μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων.
Τασσόμενος υπέρ της κατάργησης της μονιμότητας, ο κ. Μητσοτάκης επιχειρεί να υπερβεί την απογοήτευση για το ισχνό έργο της κυβέρνησής του ως προς τη μεταρρύθμιση του κράτους. Εμμέσως, αναγνωρίζει ότι οι όποιες απόπειρες, ψοφοδεείς ή μη, απέβησαν άκαρπες, επειδή τις ακυρώνει πάντα η αντίσταση του βαθέος κράτους – όπως, λ.χ., συμβαίνει τώρα με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Γι’ αυτό, υπόσχεται ότι...
ο στόχος της επόμενης προσπάθειας, μέσω της αναθεώρησης του Συντάγματος, θα στοχεύει τον πυρήνα του βαθέος κράτους: τη μονιμότητα των υπαλλήλων.
Για να το πω με μια μεταφορά από τον κόσμο του ψαρέματος (για τον οποίον παρεμπιπτόντως δεν έχω ιδέα…), αφού ο κ. Μητσοτάκης καταλαβαίνει ότι με δολώματα στα ρηχά οι κεντρώοι δεν τσιμπάνε, ρίχνει ένα χορταστικό δόλωμα στα βαθιά και ελπίζει ότι θα του βγει καρχαρίας.
Επιπλέον, στριμώχνει και όποια άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν αξιώσεις στον χώρο του Κέντρου, δηλαδή το εξής ένα: το ΠΑΣΟΚ.
Για να περάσει η άρση, θα χρειαστούν 180 ψήφοι στη δεύτερη ψηφοφορία. Η πίεση, επομένως, πέφτει στο ΠΑΣΟΚ, που καλείται να αποδείξει αν παρακολουθεί την εξέλιξη των καιρών ή μένει προσκολλημένο στα προ τεσσαρακονταετίας.
Δίλημμα υπαρξιακό και ταυτοτικό για το ιστορικό κόμμα της Κεντροαριστεράς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου