Του ΑΡΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ
Η έννοια της ευθύνης είναι στην Ελλάδα μια ρευστή κατασκευή. Ο λόγος που δυσκολευόμαστε να την αναλάβουμε και να την αποδώσουμε έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με το ότι αδυνατούμε να τη διαγνώσουμε.
Οι λειτουργίες του κράτους διέπονται από μια χαρακτηριστική ασάφεια, και το γνώρισμα αυτό έχει μεταδοθεί στη συνείδηση των υπαλλήλων του αλλά και ιδιωτών που συμβάλλονται με αυτό. Το πολιτικό, το διοικητικό και το νομικό σύστημα ευνοούν τη σύγχυση και τον σχετικισμό, ενώ παράλληλα ναρκοθετούν τις άμεσες απαντήσεις: Ποιος είναι αρμόδιος; Ποιος φταίει; Ποιος όφειλε να προλάβει μια καταστροφή;
Η απάντηση είναι πάντα πιο σύνθετη απ’ ό,τι θα έπρεπε· η ευθύνη μοιάζει με αφηρημένη σύλληψη που μας διαφεύγει διαρκώς – μπορούμε να την προσεγγίσουμε μόνο στο περίπου και με αστερίσκους· κι επειδή τα πράγματα είναι αόριστα και συγκεχυμένα, οι τραγωδίες προκύπτουν με ευκολία μιας και κανείς δεν αισθάνεται υπόλογος ούτε πριν ούτε έπειτα από αυτές. Για την ακρίβεια, οι άνθρωποι σε θέσεις ευθύνης συχνά εκπαιδεύονται στο ανεύθυνο της ιδιότητάς τους· η εμφάνιση οποιουδήποτε προβλήματος ενεργοποιεί παβλοφικά το αντανακλαστικό της αποποίησης. Στο τέλος, είναι πράγματι πιθανό να μην υπάρχει ένας μόνο ένοχος, εφόσον αναρίθμητα πρόσωπα, υπό διαφορετικές ιδιότητες και σε διαφορετικούς χρόνους, έχουν βάλει το λιθαράκι τους σε ένα ανυπολόγιστα εκτεταμένο συστημικό ελάττωμα.
Αναρωτιέται κανείς τι µπορεί να είχε στο μυαλό του ο (παραιτηθείς πια) υπουργός Μεταφορών όταν συγκινημένος προανήγγειλε τη διερεύνηση των αιτίων της μετωπικής σύγκρουσης των τρένων στα Τέμπη. Δεν υπάρχει κάποιο μεγάλο μυστήριο προς διερεύνηση. Τα αίτια είναι ήδη γνωστά· ήταν γνωστά πριν από το τραγικό συμβάν που τον συγκίνησε, καθώς έχουν καταγγελθεί επανειλημμένα από μηχανοδηγούς, μηχανικούς, συνδικαλιστικά όργανα, ακόμη και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που παρέπεμψε την Ελλάδα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης λόγω μη συμμόρφωσης με τους κανόνες για τις σιδηροδρομικές μεταφορές. Τα ηλεκτρονικά συστήματα ασφαλείας που θα έπρεπε να λειτουργούν –και που τα έχουμε πληρώσει για να λειτουργούν– δεν λειτουργούν. Τα φωτοσήματα, η τηλεδιοίκηση και τα συστήματα επικοινωνίας είτε είναι ανενεργά είτε δυσλειτουργικά, με αποτέλεσμα η κίνηση των τρένων να βασίζεται σε αναχρονιστικές χειροκίνητες διαδικασίες, αυτονόητα ευάλωτες σε ανθρώπινα λάθη. Ποια ακριβώς είναι η απορία μας;
Αν το ζητούμενο είναι να βρούμε έναν ένοχο για να απλοποιήσουμε το έγκλημα και να κλείσουμε την υπόθεση, τότε προφανώς δεν έχουμε καταλάβει τίποτα ουσιαστικό για τη φύση του προβλήματος.
Σε περίπτωση που φταίει όντως ο σταθμάρχης, τότε πρέπει να φταίει και κάποιος άλλος για το γεγονός ότι το φταίξιμο έφτασε να είναι μόνο του σταθμάρχη· δύο τρένα που ταξιδεύουν ανεπίγνωστα στην ίδια γραμμή, σε αντίθετες κατευθύνσεις, αποτελούν απόδειξη πως κάτι πήγαινε στραβά πολύ πριν ο σταθμάρχης κληθεί να αναλάβει δράση. Το ανθρώπινο λάθος είναι πάντα πιθανό, αλλά δεν γεννιέται εν κενώ· στην εποχή μας, μάλιστα, δεν λογίζεται καν ως αξιοσημείωτη παράμετρος, δεδομένου του πλήθους μέσων που υπάρχουν ακριβώς για να ελαχιστοποιούν τη σημασία του. Τα σύγχρονα κράτη δεν βασίζονται στην τύχη και σε ευσυνείδητους σταθμάρχες, δεν ανάγουν ζωτικά ζητήματα ασφαλείας σε υπόθεση του ενός. Αντιθέτως, οικοδομούνται σε οργανωμένα συστήματα που αποσοβούν τον κίνδυνο εφόσον αυτός είναι τεχνολογικά ξεπερασμένος. Η διαθεσιμότητα των βοηθητικών εργαλείων καθιστά τις δικαιολογίες περιττές, ειδικά όταν αυτά μένουν αναξιοποίητα.
Στον καιρό της αυτοματοποίησης των πάντων και των έξυπνων εφαρμογών που καλύπτουν κάθε ανθρώπινη ανάγκη, η σύγκρουση δύο τρένων υπό αυτές τις συνθήκες δεν είναι συγγνωστό ατύχημα, ούτε σκοτεινή συνωμοσία, αλλά μια εγκληματικά μπουφόνικη πολιτισμική ανάκρουση. Η Μάνδρα, το Μάτι, τα Τέμπη είναι πάνω απ’ όλα συμβολισμοί κακής εργασιακής ηθικής, ανικανότητας, πολιτικής ολιγωρίας και προβληματικής κοινωνικής συνείδησης: το κακό επήλθε επειδή οι επιφορτισμένοι με το καθήκον αποτροπής του έχουν προαποφασίσει ότι δεν χρειάζεται να κάνουν τη δουλειά τους σωστά κι ότι η απροθυμία τους είναι μάλιστα θεμιτή. Πάντα κάποιος άλλος φταίει πιο πολύ, πιο πολιτικά, πιο τεχνικά, πιο πειστικά. Ετσι, σιγά σιγά ευθύνονται πολλοί για πολλά, κι όμως φαίνεται σαν να μη φταίει κανείς για τίποτα. Και τα χρόνια περνούν, σκεπάζοντας τη μνήμη με τη σκόνη της συλλογικής αμέλειας.
Του τραγικού ανθρώπινου λάθους προηγούνται τραγικότερα επιτελικά σφάλματα:
Ποιο πρωτόκολλο επιτρέπει σε ένα σιδηροδρομικό δίκτυο να δουλεύει στα τυφλά;
Με ποια λογική αποδίδονται σε ένα σταθμάρχη θεϊκές αρμοδιότητες χωρίς άλλη δικλίδα ασφαλείας;
Ποια είναι η δικαιολογία των αρμοδίων που εν γνώσει τους επέτρεπαν την εκτέλεση των δρομολογίων με τόσο κεφαλαιώδεις υλικοτεχνικές ανεπάρκειες;
Πού βρίσκεται η νομιμότητα σε όλα τα παραπάνω;
Η ευθύνη μπορεί να έχει πολλά πλοκάμια, αλλά έχει και αρκετά κεφάλια· και τα κεφάλια έχουν πρόσωπα και ταυτότητες. Το γεγονός ότι οι Ελληνες αξιωματούχοι τείνουν να βδελύσσονται την προοπτική μιας παραίτησης δεν σημαίνει ότι, όταν συμβαίνει, η παραίτηση είναι πράξη μεγαλειώδης· στοιχειώδης είναι. Η αναζήτηση της ευθύνης δεν εξαντλείται στην παραίτηση. Εκεί είναι που ξεκινάει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου