Του ΜΙΧΑΛΗ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗ
Στις εκλογές του 2017 για τον ανώνυμο ακόμη φορέα της Κεντροαριστεράς, ένα στέλεχος ήταν βέβαιο για τις ιδιότητες του υποψηφίου που αναζητούσε ο «χώρος»: «Ο κόσμος ο δικός μας», έλεγε το στέλεχος, «θέλει τραγί» (προφέρεται και «τραζί»).
Η ζωολογία επιστρατευόταν για να τονιστεί η διαφορά που χώριζε τους φλου κεντροαριστερούς υποψηφίους εκείνης της αναμέτρησης (Καμίνης, Θεοδωράκης) από τους σκληραγωγημένους αιγάγρους που ενδημούσαν στους πασοκικούς λειμώνες.
Το αποτέλεσμα εκείνης της κάλπης δικαίωσε τη βουκολική διαίσθηση: «Χώρος» ήταν το ποίμνιο του ΠΑΣΟΚ. Οι άλλοι ήταν λίγοι και παραπληρωματικοί. Η κομματική βάση μπορεί να είχε συρρικνωθεί, αλλά δεν είχε χάσει τα ταυτοτικά της χαρακτηριστικά. Το αντίθετο. Η απειλή της εξαφάνισης είχε οξύνει τα ένστικτα του σοβινισμού της.
Αυτό το ανθεκτικό ακροατήριο το γνώριζε και το γνωρίζει πολύ καλά ο Νίκος Ανδρουλάκης. Δεν το γνώρισε σαν παρατηρητής ή σαν επαγγελματίας της πολιτικής. Ανατράφηκε και έζησε μέσα σε αυτό τουλάχιστον από τα φοιτητικά του χρόνια – αφότου, δηλαδή, ξεκινάει και η γνωστή κομματική του σταδιοδρομία.
Η υπαρξιακή του ταύτιση με το κόμμα εξηγεί έως ένα βαθμό και την ανέλιξή του ως αυτοδημιούργητου αστέρα του πασοκικού στερεώματος, που έκτισε μεθοδικά το δίκτυό του χωρίς πλάτες.
Με μια κάπως ταλαιπωρημένη φράση, θα έλεγε κανείς ότι ο Ανδρουλάκης έχει αποδείξει ότι ξέρει να μιλάει στην ψυχή του ΠΑΣΟΚ. Το ερώτημα πλέον είναι αν έχει βρει φωνή και έξω από την περίφραξη αυτού του ψυχικού μαντριού.
Τι κάνεις την ψυχή του κόμματος αφού την κερδίσεις;
Είναι ένα ερώτημα που οξύνεται από την υπόθεση των παρακολουθήσεων. Από τη στιγμή που έπεσε θύμα θεσμικής βλάβης, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ανοίχτηκε σε ένα νέο αντιπολιτευτικό πεδίο. Είχε –και έχει έκτοτε– την προσοχή ενός ακροατηρίου που πριν από τη δημοσιοποίηση της επισύνδεσης έμοιαζε ταγμένο στον Μητσοτάκη.
Πώς έχει αξιοποιήσει μέχρι σήμερα αυτό το πεδίο;
Η ομιλία του στο Βελλίδειο είχε πολύ από το φορτίο του παρελθόντος.
Είχε την αποστασία του ’65 και το βρώμικο ’89.
Είχε αναφορές στο DNA της παράταξης και στον Ανδρέα Παπανδρέου.
Είχε, βεβαίως, τόνο αδιάπτωτης οργής. Οργής που δεν εξατμίστηκε ούτε στη συνέντευξη Τύπου της Πέμπτης, ακόμη κι όταν ο Ανδρουλάκης μιλούσε για την ενέργεια ή για τα σενάρια μετεκλογικών συνεργασιών. Ο πρόεδρος απευθυνόταν πάλι στην ψυχή, σαν να μην την είχε κερδίσει. Σαν να χρειαζόταν να συσπειρώσει τους ήδη συσπειρωμένους.
Και στους υπόλοιπους;
Στους ψηφοφόρους που, χωρίς να δονούνται από τη δική του οργή, θα ψάξουν στο παραβάν μια επιλογή διακυβέρνησης;
Ποια κυβέρνηση προτείνει;
Ρωτήθηκε ξανά και ξανά. Και είπε...
να «μη βιαζόμαστε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου