ΚΟΙΝΩΝΙΑ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ - ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Μπορείς να ζήσεις με 200 ευρώ;
Όχι. Η απάντηση είναι όχι. Βεβαίως, αν το καλοσκεφτεί κανείς και αν θέλει να είναι απολύτως ακριβής, η απάντηση είναι “εξαρτάται”. Από το πώς ορίζει κανείς τη λέξη “ζήσεις”.
Τι είναι “ζωή”; Η αξιοπρεπής ζωή; Η ολοκληρωμένη, ουσιαστική ζωή ως μέλος μιας σύγχρονης κοινωνίας; Ή η με το ζόρι επιβίωση;
Πρόσφατα μια ατυχώς διατυπωμένη δήλωση του Υπουργού Ανάπτυξης στην τηλεόραση προκάλεσε μια κάποια δημόσια συζήτηση για το θέμα. Ο Υπουργός επικαλέστηκε μια μελέτη σύμφωνα με την οποία “αν έχει κάποιος εισόδημα 200 ευρώ το μήνα μπορεί να επιβιώνει”. Όπως γίνεται συνήθως, η συζήτηση που ακολούθησε ήταν πολύ πιο αποκαλυπτική του πώς αντιλαμβανόμαστε και επεξεργαζόμαστε στοιχεία και πτυχές της πραγματικότητας ως κοινωνία, από την ίδια την ουσία της δήλωσης. Αλλά και η ουσία της έχει σημασία. Το θέμα του τι σημαίνει “ζωή” και πόσα λεφτά χρειάζεται κάποιος για να τη ζήσει σε μια εποχή που όλοι μιλούν για την άδικη διανομής της ευημερίας και για τα ρομπότ που έρχονται να μας πετάξουν στην ανεργία, έχει σημασία.
Πριν από δύο χρόνια, λοιπόν, η διαΝΕΟσις δημοσίευσε μια σχετική έρευνα. Δεν ήταν μια έρευνα για το πόσα χρήματα χρειάζεται κάποιος για να ζήσει, αλλά μια έρευνα για την ακραία φτώχεια στην Ελλάδα της κρίσης. Και, καθώς ο ορισμός της λέξης “φτώχεια” είναι, όπως και της “ζωής”, θολός, οι ερευνητές της Ομάδας Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, υπό τον συντονισμό του Μάνου Ματσαγγάνη, σχεδίασαν έναν ορισμό της ακραίας φτώχειας, για να ξέρουμε για ποιο πράγμα μιλάμε.
Συγκεκριμένα, σχεδίασαν ένα “καλάθι” προϊόντων και υπηρεσιών το οποίο περιέχει μόνο τα “αναγκαία προς το ζην”, τα απολύτως απαραίτητα που χρειάζεται ένας άνθρωπος για να επιβιώσει (όχι να ζήσει γενικώς -να επιβιώσει) στη σύγχρονη κοινωνία, και μετά υπολόγισαν πόσο κοστίζει αυτό το καλάθι για διάφορα είδη νοικοκυριών.
Αυτό το κόστος είναι το όριο της “ακραίας” φτώχειας.
Η ιδέα είναι ότι, αν ένα νοικοκυριό έχει ένα μηνιαίο εισόδημα που δεν φτάνει το κόστος αυτού του καλαθιού, το νοικοκυριό αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης και βρίσκεται κάτω από το όριο της ακραίας φτώχειας. Αυτή είναι μια μεθοδολογία που χρησιμοποιείται από τα τέλη του 19ου αιώνα κιόλας, και είναι πολύ χρήσιμη για να υπολογίσει κανείς πόσα είναι τα μέλη μιας κοινωνίας που αντιμετωπίζουν πραγματικά πρόβλημα επιβίωσης, και όχι απλά μια οικονομική δυσπραγία.
Βεβαίως, το κρίσιμο σημείο σε αυτή τη μεθοδολογία είναι ο σχεδιασμός του “καλαθιού”. Πώς αποφασίζεται το τι περιέχει; Πώς εκτιμάται το τι είναι απολύτως απαραίτητο για να ζήσει κανείς;
Στις διάφορες προσεγγίσεις που έχουν δοκιμαστεί στο παρελθόν στη χώρα μας οι εκτιμήσεις καλύπτουν ένα γιγάντιο εύρος, ανάλογα με το τι ορίζει ο καθένας ως “απαραίτητο”.
Μια εκτίμηση του 2014 από ένα δίκτυο πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων της Ε.Ε., για παράδειγμα, υπολόγιζε το κόστος “συμμετοχής στην κοινωνία” (που είναι διαφορετικό πράγμα από την ακραία φτώχεια) για ένα ζευγάρι με δύο παιδιά στα 941 ευρώ μηνιαίως.
Μια άλλη, πιο μαξιμαλιστικη προσέγγιση από το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ το 2010 τοποθετούσε το όριο της “απόλυτης φτώχειας” για ένα τέτοιο νοικοκυριό στα 1.724 ευρώ το μήνα.
Αυτή τη φορά οι ερευνητές “γέμισαν” το καλάθι με προϊόντα και υπηρεσίες που αυτοί έκριναν ως απολύτως απαραίτητα, και τίποτε παραπάνω. Σε συνεργασία με διατροφολόγο και με βάση την πυραμίδα της μεσογειακής διατροφής διαμόρφωσαν μια λίστα τροφίμων που διασφαλίζει την υγιεινή και ισορροπημένη διατροφή των ατόμων (κάνοντας και κάποιες παραδοχές, όπως για παράδειγμα το ότι το 35% της διατροφής των νοικοκυριών σε αγροτικές περιοχές παράγεται από το ίδιο το νοικοκυριό), μετά πρόσθεσαν έξοδα μετακίνησης, έξοδα ένδυσης, προϊόντα υγιεινής και καθαριότητας, λογαριασμούς ΔΕΚΟ, λογαριασμό καρτοκινητού (αλλά όχι σταθερού τηλεφώνου) και άλλα μικρότερα έξοδα. Υπέθεσαν ότι τα έξοδα για εκπαίδευση και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι μηδέν (κάτι που στην θεωρία σε μια χώρα με δωρεάν παιδεία και περίθαλψη θα έπρεπε να ισχύει, βέβαια), ότι τα έξοδα αναψυχής είναι ελάχιστα και τα έξοδα διακοπών μηδαμινά.
Στη συνέχεια έκαναν δειγματοληψία σε τρεις περιοχές (την Αθήνα, την Πάτρα και τη Βαρειά Τριχωνίδας) για να καταγράψουν πραγματικές τιμές για κάθε ένα από τα περιεχόμενα του καλαθιού, και κατέληξαν με ένα ποσό για κάθε είδος νοικοκυριού.
Αυτό το ποσό αντιπροσωπεύει το όριο της “ακραίας” φτώχειας. Αν το νοικοκυριό δεν φτάνει αυτό το μηνιαίο εισόδημα, έχει πρόβλημα επιβίωσης.
Για ένα ζευγάρι με δύο παιδιά που ζει σε ενοικιαζόμενο σπίτι στην Αθήνα, αυτό το όριο για το 2016 υπολογίστηκε στα...
879 ευρώ.
Οπότε από πού προκύπτουν ποσά της τάξης των 200 ευρώ;
Για ένα άτομο που ζει μόνο του σε ιδιόκτητο σπίτι σε αγροτική ή ημιαστική περιοχή το όριο της ακραίας φτώχειας ήταν τα 176 ευρώ. Θεωρητικά, αν είσαι μόνος ή μόνη σε ένα χωριό, αν δεν χρειαστείς φάρμακα, δεν χρωστάς πουθενά, δεν πηγαίνεις σχεδόν πουθενά και δεν χρειάζεται να πληρώσεις ενοίκιο ή στεγαστικό δάνειο, μπορείς να επιβιώσεις με 176 ευρώ το μήνα. Ενδέχεται κανένας απολύτως να μην βρίσκεται σε ακριβώς αυτή την πολύ ειδική κατάσταση ζωής, αλλά αν βρισκόταν, τόσα θα χρειαζόταν.
Και πάλι, αυτός ο αριθμός πιθανότατα σας ακούγεται ελάχιστος, ακόμα κι αν διαβάσατε όλες τις παραδοχές και τους αστερίσκους στο πώς σχεδιάστηκε το “καλάθι”.
Αυτό ενδέχεται να σχετίζεται με το ότι πολλοί δεν έχουμε πραγματική εμπειρία αληθινής ανέχειας, ή πραγματική εικόνα για το πώς ζει στα αλήθεια ο κόσμος.
Αυτό δεν είναι παράλογο. Το ένστικτο του καθενός μας είναι να υποθέτουμε ότι οι άλλοι άνθρωποι είναι λίγο-πολύ σαν εμάς και οι ανάγκες τους είναι παρόμοιες με τις δικές μας. Κάποιος που δαπανά 300 ευρώ το μήνα για τα φροντιστήρια του παιδιού του ή 800 ευρώ για ενοίκιο της τετραμελούς του οικογένειας είναι δύσκολο να διανοηθεί πώς κάποιος άλλος με ένα κλάσμα αυτών των χρημάτων μπορεί να καλύψει όλες του τις ανάγκες (ή, έστω, τις απολύτως υποτυπώδεις για να μην πεθάνει) για ολόκληρο το μήνα. Πολλοί άνθρωποι ανάμεσά μας, όμως, και κυρίως από ομάδες του πληθυσμού που δεν τις βλέπουμε να διαδηλώνουν στους δρόμους (μακροχρόνια άνεργοι, μετανάστες κ.α.) υφίστανται τον εφιάλτη να περνούν με ακόμα λιγότερα.
Η έρευνα προσδιόριζε πως για το 2016 το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού που ζει με εισόδημα κάτω από το όριο της ακραίας φτώχειας στο 13,6%. Η οικονομική δυσπραγία της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού πληθυσμού μέσα στα χρόνια της κρίσης είναι σημαντικό πρόβλημα, αλλά αυτό το 13,6% που δεν έχει ούτε καν αυτά τα “200” (ή 900 ή όσα αντιστοιχούν στο μέγεθος και τη μορφή του νοικοκυριού) ευρώ το μήνα, είναι σημαντικότερο.
Όπως ίσως γνωρίζετε, πλέον, μετά από πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, το αναθεωρημένο άρθρο 21 του Συντάγματος θα προβλέπει ότι “το κράτος μεριμνά για τη διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης όλων των πολιτών μέσω ενός συστήματος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος”. Η συζήτηση για ένα καθολικό βασικό εισόδημα συνεχίζεται παγκοσμίως -στην πιο πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις παρουσιάστηκε ένα σχετικό πείραμα που έκανε η Φινλανδία, προσφέροντας ένα ποσό 560 ευρώ μηνιαίως σε 2000 τυχαίους πολίτες, χωρίς κανέναν όρο, χωρίς καν να χρειαστεί να κάνουν αίτηση. Τέτοιου τύπου λύσεις αναζητούνται παντού, καθώς είναι πια καλά κατανοητό ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού μπορεί, πράγματι, να γλιτώσει από την ακραία φτώχεια αν εφαρμοστούν καλά σχεδιασμένες πολιτικές.
Οπότε το ερώτημα του τίτλου έχει νόημα μόνο μέσα από αυτό το πρίσμα: πώς εξασφαλίζουμε ότι κανένας συμπολίτης μας δεν θα υποφέρει από την ακραία φτώχεια;
Σε μια χώρα που δαπανά 2 δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο για συντάξεις πολιτών ηλικίας κάτω των 55, πόσα θέλουμε να επενδύσουμε σε αυτό το στόχο;
* Ολόκληρη η έρευνα για την ακραία φτώχεια (PDF): https://www.dianeosis.org/wp-content/uploads/2017/05/ftwxeia_new_4_5_2017.pdf
Ετικέτες
ΕΡΕΥΝΕΣ,
ΚΟΙΝΩΝΙΑ,
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ,
ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ,
ΦΤΩΧΕΙΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου