"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΠΑΣΧΑ: "Ο πλούσιος και ο φτωχός"

 


Ο Δημήτρης Ψαθάς γράφει για την πασχαλινή περιπέτεια του ευσεβούς Αντωνάκη

(Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ)


Κάθε χρόνο και χειρότερα τα πήγαινε ο Αντωνάκης ο ευσεβής, αλλά φέτος  το πράμα παράγινε.

Δεν ήταν που έπαιρνε τρεις και πενήντα μονάχα και ψοφολογούσε ευλαβικά της πείνας, αλλά τον απόλυσαν κι όλας απ’ την δουλειά του κι έμεινε ο φουκαράς, επί ξύλου κρεμάμενος.

–       Όσο ευσεβής είσαι τόσο σε κυνηγάει ο Θεός! Έλεγε η πρακτική και βλάσφημη γυναίκα του. Κόψε τις εκκλησίες και τις μετάνοιες, ίσως έτσι να δης και καμμιά καλή μέρα.

Με φρίκη άκουγε αυτές τις φοβερές βλαστήμιες ο Αντωνάκης ο ευσεβής κι έκανε τον σταυρό του.

–       Μην αμαρτάνης, μωρέ γυναίκα, μην αμαρτάνης, για όνομα της Υπεραγίας Θεοτόκου! Ο Θεός είναι μεγάλος! Θα κάνη το θαύμα του.


Μπήκε η Μεγάλη Εβδομάδα, όμως παρηκολούθησε με συντριβή τα Πάθη του Κυρίου ο Αντωνάκης, έκλαψε στην Σταύρωση, πήρε κατά πόδι τον Επιτάφιο και το θαύμα δεν γινόταν.

Αύριο ξημέρωνε Μεγάλο Σάββατο, μεθαύριο ερχότανε το Πάσχα το τερπνόν, αλλά τέρψη δεν φαινόταν πουθενά.

(…)

Όπου τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής που γύριζε η γυναίκα του απ’ έξω μπήκε στο σπίτι με πρόσωπο λαμπριάτικο.

–       Αντωνάκη σωθήκαμε! φώναξε. Δίκηο είχες! Ο Θεός έκανε το θαύμα του Βρήκα στον δρόμο ένα πορτοφόλι

(…)
Θαύμα

Ο Αντωνάκης ο ευσεβής είδες εμβρόντητος ένα ωραίο πορτοφόλι.


–       Ύψιστε Κύριε! Ψιθύρισε.

–       Θα πάρουμε αρνί! Είπε η γυναίκα του.

–       Τίνος να είναι το πορτοφόλι; Ποιος να τώχασε; Ξαναμουρμούρισε ο Αντωνάκης ο ευσεβής.

–       Μας τώστειλε ο Θεός! Είπε η γυναίκα του γεμάτη καθυστερημένη ευλάβεια.

–       Θα τούπεσε κανενός στον Επιτάφιο! είπε ο Αντωνάκης.

 




Με θρησκευτική κατάνυξη άνοιξαν το πορτοφόλι και μέτρησαν τα λεφτά, που βγαίναν κάπου οχτακόσες δραχμές.

–       Θα πάρουμε ολόκληρο αρνί και θα φτιάξω φουστάνι! είπε η γυναίκα του.

(…)

Σκάλιζαν το πορτοφόλι και βρήκαν μέσα ταυτότητες, κάρτες και άλλα τέτοια. 

Το πορτοφόλι ανήκε στον κ. Ευλάμπιο, που είχε ολόκληρο τετράγωνο δικό του κι ήταν πασίγνωστος στη γειτονιά για τον παρά του.

–       Δόξα Σοι ο Θεός που δεν είναι και  κανενός φτωχού! έκανε η γυναίκα με πολλή χαρά.

–       Δόξα Σοι ο Θεός που έχει μέσα την ταυτότητα! έκανε ο Αντωνάκης ο ευσεβής. Θα το πάω αύριο στον κ. Ευλάμπιο να μου δώση μοναχός του το ρεγάλο.



Φυσικά έγινε καυγάς.
  Τσίριξε και χτυπήθηκε η γυναίκα. Ανένδοτος ήταν ο άντρας της.

–       Είμαι τίμιος!

–       Είσαι βλάκας!

–       Δεν είμαι βλάκας!

–       Είσαι χαζός


       Βρε που να σε πάρη ο δαίμονας Μεγαλοσαββατιάτικα, φώναξε η καημένη, αυτός δεν ξέρει τι έχει κι εσύ δεν έχεις ούτε ξεροκόμματο! Αφού στο στέλνη ο Θεός να κάνης τη Λαμπρή σου, τι κάθεσαι και τσαμπουνάς αυτές τις σαχλαμπούχλες!

Αλλά ο Αντωνάκης ο ευσεβής είχε τις απόψεις του:

–       Ο Θεός θέλει να με δοκιμάση, χριστιανή! Γι’ αυτό έβαλε μέσα στο πορτοφόλι κάρτες και ταυτότητες.

–       Βρε άλλη δουλειά δεν έχει ο Θεός παρά να κάθεται να δοκιμάζη την μουτσουνάρα σου! Δεν πας στα κομμάτια, λέω εγώ! Γι’ αυτό ψοφολογάμε της πείνας!
 

Όμως ο κ. Αντωνάκης ήθελε σώνει και καλά ν’ ακολουθήση τον δρόμο του Θεού:

–       Θα μου δώση ο ίδιος το ρεγάλο!

–       Πόσο, μωρέ, θα σου δώση; Ένα κατοστάρικο; Αφού έχεις οχτώ στα χέρια σου.

–       Θα μου δώση δύο!

–       Δεν θα σου δώση δύο! Είναι τσιγγούναρος!


–       Κι εγώ σου λέω ότι μπορεί να μου δώση και τρία, για να πάρω ίσα – ίσα το αρνί και να το φάμε καρδιά καθαρή.

Επάνω απ’ όλα, ο Αντωνάκης ο ευσεβής και φουκαράς, έβαζε την καρδιά του – καρδίαν καθαράν κτήσον εν εμοί ο Θεός! Νάτος, λοιπόν, που το Μεγάλο Σάββατο πρωί – πρωί απηυδησμένος από τον ολονύκτιο καυγά με την γυναίκα του αλλά γεμάτος γαλήνη κι ευτυχία για την καλή του πράξη, χτυπά την μεγάλη πόρτα του κ. Ευλάμπιου Τριτσιμπίδα και του παρουσιάζεται κατασυγκινημένος.

(…)

Κατασυγκινημένος, επίσης, ευχαρίστησε ο κ. Τριτσιμπίδας, πήρε το πορτοφόλι, ευχαρίστησε θερμότατα τον κ. Αντωνάκη για την τιμιότητά του κι ύστερα μέτρησε με προσοχή τα λεφτά.
Με το στόμα ανοιχτό

–       Ωραία, του είπε στο τέλος, μ’ ένα στριμμένο χαμόγελο…πολλά κράτησες για ρεγάλο, αλλά δεν πειράζει.

Ο κ. Αντωνάκης έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

–       Πώς είπατε;

–       Λέω ότι από το πορτοφόλι, λείπουν τετρακόσιες δραχμές. Χαλάκι σου, όμως! Άντε στην ευχή του Χριστού και…καλή Ανάσταση!


–       Μα δεν είναι δυνατόν, ψιθύρισε ο κ. Αντωνάκης, ο ευσεβής. Μαζί τ’ ανοίξαμε το πορτοφόλι με την γυναίκα μου, μαζί τα μετρήσαμε τα λεφτά. Τόσα ήταν ακριβώς! Ούτε μια πεντάρα δεν κρατήσαμε!…

Όπου αγρίεψε ο κ. Τριτσιμπίδας:

–       Έχει γούστο! Χρεμέτισε. Θα με βγάλης και ψεύτη τώρα; Άντε στο καλό σου, χριστιανέ μου! Άντε μη με κολάζης Μεγαλοσαββατιάτικα!


Όπου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι του Αντωνάκη του ευσεβή, θόλωσε το μυαλό του από το άδικο και δεν μπόρεσε πια να κρατηθή:

–       Πανάθεμά σε, τσιγγούναρε! Του φώναξε κατά πρόσωπο. Απ’ τον Θεό να τόβρης! Καλά μούλεγε η γυναίκα μου να τα κρατήσω όλα! Μη σώσης να κάνης Ανάσταση απόψε!

–       Ούξω στο διάολο! Ούρλιαξε με την σειρά του και ο Ευλάμπιος.

–       Να πας και να μη γυρίσης!
Βρυχθήκε ο Αντωνάκης.

Κι έφυγε απ’ το σπίτι του πλούσιου τσιγγκούνη βράζοντας απ’ το κακό του. Ακούς κόλπο που βρήκε ο άτιμος να του φάη το ρεγάλο!


 




Αρνάκι ήταν ο Αντωνάκης ο ευσεβής κι είχε γίνει ανήμερο θηρίο. Μόλις έφτασε στο σπίτι του η πρώτη κουβέντα της γυναίκας του ήταν:

–       Λοιπόν; Τι σου έδωσε;

–       Τίποτα ο ανεθεματισμένος! Είπε ο Αντωνάκης κι έπεσε σε μια καρέκλα.

–       Αμ τόξερα εγώ!…γρύλλισε η γυναίκα του. Καλά έκανα και...

 

…κράτησα τετρακόσες δραχμές απ’ τα λεφτά του!..

Ο Αντωνάκης ο ευσεβής, ακόμα να συνέλθη.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: