Του ΠΕΤΡΟΥ ΤΑΤΣΟΠΟΥΛΟΥ
Εάν καιγόταν το Λούβρο κι έπρεπε να διαλέξεις, θα έσωζες μια γάτα ή την «Τζοκόντα»;
Σε αυτό το αρχετυπικό ερώτημα που αποτυπώνει ένα διαχρονικό ηθικό δίλημμα – «τι έχει μεγαλύτερη σημασία: η ζωή ή η τέχνη;» – επιχείρησαν προ ημερών να απαντήσουν δυο νεαροί οικολόγοι ακτιβιστές με τον χειρότερο δυνατό τρόπο: άδειασαν μια κονσέρβα με ντοματόσουπα πάνω στα «Ηλιοτρόπια» (1888) του Βίνσεντ Βαν Γκογκ.
Το αποκρουστικό περιστατικό έλαβε χώρα στη National Gallery του Λονδίνου και θορυβημένη η διεύθυνσή της έσπευσε να διευκρινίσει ότι ο πίνακας δεν έπαθε απολύτως τίποτε διότι προστατευόταν από τζάμι.
Εάν όμως ο πίνακας έμεινε άθικτος, δεν συνέβη το ίδιο και με την «κακή φήμη» των απανταχού ακτιβιστών: ένα μάτσο αργόσχολα καλόπαιδα που δεν διστάζουν να προχωρήσουν ακόμη και σε εγκλήματα κατά της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς προκειμένου να μεταδώσουν ένα όχι και τόσο πρωτότυπο μήνυμα.
Εάν δεδηλωμένη πρόθεση των συγκεκριμένων ακτιβιστών ήταν να εστιάσουν την προσοχή μας στην επιδείνωση της αμετάκλητης κλιματικής αλλαγής με τη χρήση του πετρελαίου και των παραγώγων του, μπορούμε να τους διαβεβαιώσουμε ότι σημείωσαν ανάλογη επιτυχία μ’ εκείνη που θα σημείωνε η Τζέιν Μάνσφιλντ διαφημίζοντας τις χάρες του μοναστικού βίου.
Συμπτωματικά, μια εβδομάδα νωρίτερα, στο πλαίσιο των προβολών του 28ου Διεθνούς Φεστιβάλ Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας», είχα παρακολουθήσει σ’ ένα κατάμεστο «Ιντεάλ» -προπανδημικό, θα λέγαμε – μια από τις πιο συγκλονιστικές ταινίες των τελευταίων χρόνων που, από μιαν άποψη, αποτελεί κι ένα ακαταμάχητο εγκώμιο στον ακτιβισμό: το ντοκιμαντέρ «Ολη η ομορφιά και η αιματοχυσία» (2022) της Λόρα Πόιτρας. Η ταινία της Πόιτρας ήρθε στις «Νύχτες Πρεμιέρας» φορτωμένη με τον Χρυσό Λέοντα του φετινού Φεστιβάλ Βενετίας, έφυγε με προσθήκη τη Χρυσή Αθηνά στην κατηγορία του ντοκιμαντέρ, καθώς κι ένα θερμό χειροκρότημα στο τέλος της προβολής, τόσο έντονο όσο και στα αλήστου μνήμης φοιτητικά μου χρόνια. Ολως δικαίως. Σε αντίθεση με την ντοματόσουπα των καλόπαιδων στο Λονδίνο, η Πόιτρας εστιάζει στο αληθινό αίμα. Το αίμα που κυλάει μολυσμένο στις φλέβες μας.
Η ταινία αφηγείται τη ζωή και το έργο της διεθνούς φήμης φωτογράφου Ναν Γκόλντιν, για τα ακριβοθώρητα έργα της οποίας τσουρομαδιώνται τα σπουδαιότερα μουσεία της υφηλίου. Δεν θα υποστηρίζαμε ότι η Γκόλντιν έχει το τυπικό «βιογραφικό» ενός κοριτσιού της καλής κοινωνίας, τουναντίον: και από τα ναρκωτικά έχει πάρει το μερτικό της και από τα ψυχοφάρμακα, ενώ ο βιοπορισμός την έχει οδηγήσει από το pole dancing σε νεοϋορκέζικα «κωλάδικα» στα μπουρδέλα της ίδιας περιοχής. Κουβαλάει στις πλάτες της εφ’ όρου ζωής την αυτοκτονία της μεγαλύτερης αδελφής της και σταδιοδρομεί ως bisexual στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα πολλά χρόνια πριν η τελευταία βγει από το περιθώριο και την κατακραυγή. Σαν να μην έφθαναν όλα τα παραπάνω, πλακώνει κατόπιν και το AIDS για να σκοτώσει τους περισσότερους από τους φίλους και συντρόφους της· η Γκόλντιν, ωστόσο, αποδεικνύεται πολύ σκληρή για να πεθάνει.
Θα ισχυριζόταν κανείς πως, όταν η Γκόλντιν, με πατημένα πια τα εξήντα, ξεκινάει μια επίμονη ακτιβιστική εκστρατεία εναντίον ενός παγκόσμιου φαρμακευτικού κολοσσού που διοικείται από μια πάμπλουτη οικογενειακή δυναστεία, υπεύθυνου για τον θάνατο πεντακοσίων χιλιάδων ανθρώπων με τα εθιστικά του «φαρμάκια» αλλά και προκλητικά φιλότεχνου με δωρεές εκατομμυρίων δολαρίων στα μεγάλα μουσεία, άτομα με το ευάλωτο background της Γκόλντιν θα ήταν «βούτυρο στο ψωμί» του αντιπάλου.
Πράγματι, έτσι την αντιμετωπίζουν στην αρχή: ως μια ασήμαντη «γραφική» αλογόμυγα που θα την εξαγοράσουν ή/και θα τη λιώσουν.
Περιττό να προσθέσουμε...
πόσο έπεσαν έξω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου