Της ΡΕΑΣ ΒΙΤΑΛΗ
Οταν πέθανε ο πατέρας μου ήμουν 14 ετών. Δεν καταλάβαινα απόλυτα. Ηταν όλα μπερδεμένα. Η αφή του κρύου μετώπου του με στιγμάτισε. Μα, δεν ήταν κρύος ο μπαμπάς μου! Ο μπαμπάς μου ήταν ο πιο ζεστός άνθρωπος στον κόσμο!
Και άλλα με στιγμάτισαν. Αυτό που λέω συχνά: «Ανέβηκα Χαλκιδική με πατέρα, μια μέρα μετά, κατέβηκα χωρίς».
Αυτό με εκπαίδευσε στο μεγαλειώδες της στιγμής. Το τώρα ως το μόνο δεδομένο. Το γραπώνω. Ισως γι’ αυτό δεν κάνω όνειρα, κάνω μόνο σχέδια. Είναι διαφορετικό πράγμα.
Σήμερα με βλέπω στο τότε μου, ότι πονούσα για τον πατέρα μου λαχανιασμένα. Με έτρεχε η ζωή. Τον έκλαιγα εν κινήσει. Τον έκλαιγα ενδιαμέσως ζωής. Ετσι συμβαίνει με την απώλεια όταν είσαι νέος.
Ομως τι νόημα έχει να σας λέω αυτά κι άλλα κι άλλα κι άλλα;
«Ο Κώστας Καββαθάς είναι ο μόνος έντιμος στον χώρο των περιοδικών αυτοκινήτου», μου είχε πει ο μπαμπάς μου.
Ο μπαμπάς μου ήξερε τι έλεγε.
Την Τετάρτη πέθανε ο Κώστας Καββαθάς. Είμαι πια 63 ετών. Καταλαβαίνω τον πόνο της απώλειας στο πετσί μου επάνω. Μου λείπει ήδη. Ως μια πατρική φιγούρα στη ζωή μου, που δεν χαμήλωσε ποτέ στα χρόνια. Μα, δεν με τρέχει η ζωή. Αυτόν τον κλαίω εν στάσει.
Πέθανε ο μάστορας. Ετσι τον αποκαλούσα.
Για να είμαι, μάλιστα, απολύτως αποκαλυπτική στους «κωδικούς» μας, λίγο πάντα κοντοστεκόμουν, ζυγίζοντας μέσα μου με δισταγμό αμηχανίας. «Δάσκαλο» να τον πω ή «Μάστορα»;
Ο δάσκαλος σε μαθαίνει.
Ο μάστορας σου δείχνει, χωρίς να σου δείχνει. Ο,τι πιάσει το μάτι σου.
Μάστορας! Μάστορας! Ο Καββαθάς «έδειχνε» χωρίς να δείχνει. Εκπαίδευε τους «Αλλους Ελληνες». Δεν πήγαινε με το ρεύμα, ούτε βέβαια του χρήματος το ρεύμα. Οσμίζονταν το αύριο, τον μάγευε να είναι στην επόμενη σελίδα μέλλοντος.
Οι 4Τροχοί δεν ήταν περιοδικό αυτοκινήτου, ήταν περιοδικό πολιτισμού. Οπως και όλα των εκδόσεών του. Μιλάμε για έναν κολοσσό.
Πρόσφατα έκανα ένα επεισόδιο για την «Κεραία» με τίτλο «Πατέρας – γιος, ιδιαίτερη σχέση», και έλεγα στον πρόλογο: «Ο κάθε πατέρας να γνωρίζει ότι ο γιος του κάποτε δεν θα ακολουθήσει ούτε τα λόγια του ούτε τις συμβουλές του, αλλά το παράδειγμά του». Γυναίκα είμαι. Ενιωθα κόρη του.
Δεν «έχω» ούτε λόγια του ούτε συμβουλές του, έχω το παράδειγμά του. Ακεραιότητα, εντιμότητα, αξιοπρέπεια. Ούτε ίχνος έπαρσης. Προσγειωμένος όσο δεν πάει. Δεν φλέρταρε με καμία Σειρήνα. Δεν λοξοδρόμησε στιγμή.
Στη ματιά του, ακόμα και νοητά, αναμετριόμουν για ό,τι έκανα στη ζωή μου. Να ενέχει ήθος. Τις αρχές του.
Εντεκα χρόνια στους 4Τροχούς ως η μόνη γυναίκα που αρθρογράφησε στις σελίδες του Αντίλογου, πες το και «Κρυφό σχολειό Καββαθά». Νίκος Δήμου ο ιδιοφυής, Σαράντος Καργάκος μαθήματα αληθινής ιστορίας, Νίκος Μάργαρης «οικολογικά», μωρέ, το 1980, ο Βασίλης Βασιλικός, ο Ριχάρδος Σωμερίτης και άλλοι, και άλλοι… Τι γειτονιά!
Ετρεμε το φυλλοκάρδι μου να σταθώ αντάξια της εμπιστοσύνης του. Και μετά… όπου ήμουν… Σαν να μη σταμάτησα ποτέ. Οι αρχές ήταν αρχές. Τι να πεις; Σε ποιους να τα πεις;
Κάποτε έγραψα ένα κείμενο για ένα ελαττωματικό μοντέλο αυτοκινήτου. Σπάνια φορά, καθώς στις σελίδες του Αντίλογου δεν γράφαμε για αυτοκίνητα. Επικοινώνησε μαζί του η εταιρεία. Ή να στρογγυλέψει η Βιτάλη το κείμενό της ή θα πάψουμε το διαφημιστικό πρόγραμμα. Αυτόματη η απάντηση: «Να σταματήσετε το διαφημιστικό πρόγραμμα».
Αυτό δεν είναι έκπληξη για όσους τον γνώριζαν. Εκπληξη είναι ότι ούτε καν μου ανέφερε το περιστατικό.
Το έμαθα. Του είπα «λυπάμαι».
«Μαστόρισσα, γιατί λυπάσαι; Σωστά έγραψες αυτό που έγραψες». Τόσο απλά.
Τι να γράψω για τον Κώστα Καββαθά;
«Γιατρέ, μην ξεχάσεις το νόμισμα στο στόμα».
«Ποιο νόμισμα;» ρώτησε ο ανυποψίαστος γιατρός σε μια από τις πάμπολλες δοκιμασίες του σε χειρουργεία τα τελευταία χρόνια.
«Το νόμισμα; Για τον άλλο κόσμο». Το σαρδόνιο χιούμορ του. Πόσο θα μου λείψει το σαρδόνιο χιούμορ του!
Ο άνθρωπος που μονίμως φρενάριζε το χαμόγελο μην και εξελιχθεί σε γέλιο, από μια βαθιά ενσυναίσθηση περίεργης ντροπής-αντίληψης για τα πόσα δραματικά συμβαίνουν στον κόσμο, άρα ενοχικός στην προσωπική χαρά-απόλαυση, ούτε κατά διάνοια ξεσάλωμα…
Ο ίδιος άνθρωπος δεν μιζέριασε ποτέ για δυστυχίας δοκιμασίες. Πονούσε με μια αξιοπρέπεια και ένα μέτρο που μου έλιωνε την ψυχή, με θαυμασμό. Πάλευε σαν λιοντάρι. Σαν να ήταν η ζωή ένας αγώνας και η κάθε etap έπρεπε να βγει πέρα. Και δώσ’ του! Η αξιοπρέπειά του, η αγωνία του να μη ζητήσει κάτι χωρίς να είναι ακραία ευγενικός. Και αυτομάτως να το βλέπεις ότι ήδη είχε μετανιώσει που κάτι ζήτησε.
Πέρασε δύσκολα, πολλά, πολλά χρόνια. Από όταν έπρεπε να παραδώσει το «Παιδί του» και μετά. Παιδιά του ήταν οι εκδόσεις του. Και οι υπάλληλοι ήταν συνεργάτες. Ισοϋψείς τους λογάριαζε, και ας αποδείχτηκαν πολλοί χαμηλοί, φθηνοί, «πάτωμα». Δεν υπήρξε πιο Κύριος από τον Καββαθά στον εκδοτικό κόσμο.
Τον παρατηρούσα, ιδίως τα τελευταία χρόνια που διένυε τη δεκαετία των 80 χρόνων του, με βαθύ ενδιαφέρον που έφτανε σε δάκρυα βαθιάς συγκίνησης-θαυμασμού. Επιζητούσε ανθρώπους έξυπνους. Να συνομιλεί. Και ήταν τόσο χαριτωμένος όταν θύμωνε για βλάκες, ιδίως όπως περιέγραφε ή μιμούνταν τη βλακεία.
Επιζητούσε εσαεί νέους, ανήσυχους. Φρέσκα μυαλά, φρέσκες ιδέες. Τον ενδιέφεραν η πρόοδος της επιστήμης, η τεχνολογία, πρωτοπόρος και σε αυτό, η μελέτη του ανθρώπινου μυαλού και σώματος. Ως μηχάνημα μαγευτικό, σπουδαίο! Τον ενδιέφεραν οι πλανήτες. Τον ενδιέφεραν… Τον ενδιέφεραν…
Ο Κώστας Καββαθάς ήταν…