Τα δέκα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα (και όχι μόνο) σημειώθηκε ένας θρίαμβος της πολιτικής του συναισθήματος. Ως συμπεριφορά και ως θεσμική έκφραση, η πολιτική ωθείται ούτως ή άλλως από θυμική ενέργεια, πλην όμως, λόγω κυρίως της κρίσης και της ελλείπουσας αναστοχαστικότητας σε πολλούς εξ ημών, η συγκινησιακή φόρτιση λόγων και έργων συχνά εκτραχύνεται.
Η εκτράχυνση ήθους και ύφους αντλεί από τη χρόνια –πολύ πριν από την κρίση– δυσανεξία του κοινού έναντι ιδίως των πολιτικών, των κομμάτων και των ΜΜΕ. Αντλεί όμως και από τη «μνησίκακη» στάση των πολιτικών αντιπάλων της εκάστοτε κυβέρνησης, των οποίων η απομάκρυνση από την εξουσία καλλιεργεί πνεύμα ανομολόγητης ηττοπάθειας και μεταμφιεσμένης, όσο και αδιέξοδης, διάθεσης για εκδίκηση. Η συνειδητοποίηση της ανεπάρκειάς τους να επηρεάσουν τα πράγματα, εκρέει έναν διάχυτο αρνητισμό απέναντι σε κάθε τι που θα αντέκρουε την εν λόγω θυματοποιημένη και θυματοποιούσα αυτοεικόνα ορισμένων εκτός κυβερνητικής εξουσίας δυνάμεων. Η μνησίκακη πολιτική στάση μεμψιμοιρεί μεν, αλλά πρωτίστως απαρνείται ό,τι θετικό συντελείται, αφενός μεν γιατί η γενναιόψυχη αποδοχή του θα την καταργούσε, αφετέρου, γιατί τρέφεται και βολεύεται με το «όσο χειρότερα τόσο το καλύτερο».
Τι είναι όμως μνησικακία;
Με τη λέξη «μνησικακία» αποδίδεται συνήθως η γαλλική λέξη «ressentiment» με ρίζα το λατινικό «resentire» (αισθάνομαι). Μέσω του Nietzsche, ο γαλλικός αυτός όρος ενσωματώθηκε αμετάφραστος στα γερμανικά και διαδόθηκε στη γραμματεία πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών. Στην ετυμολογία του γαλλικού re-sentiment δηλώνεται η ανα-βίωση, το «ξανά» μιας θυμικής αντίδρασης, ένα ανα-συναίσθημα μιας κακής εμπειρίας ή συμβάντος για το οποίο κάποιος δεν είναι σε θέση να αντιδράσει μολονότι το επιθυμεί. Είναι ένα συναίσθημα που δύσκολα λεκτικοποιείται και μεταφράζεται. Το προτιμώ συνήθως αμετάφραστο ως «terminus technicus». Από τον Scheler, τον Dostoevsky και τον Nietzsche ξέρουμε ότι η «μνησικακία» –ως– «ressentiment» είναι ένα αρνητικό σύνθετο συναίσθημα αδιέξοδης φιλεκδικίας που θεμελιώνεται σε μια χρόνια εσωτερικευμένη αδυναμία και αίσθηση ανημπόριας. Είναι μια συναισθηματική παθητική αντίδραση στον βαθμό που το υποκείμενο προβλέπει ότι και στην επόμενη ευκαιρία δράσης πάλι θα είναι ο χαμένος.
Για τον σχηματισμό της «ressentiment» παρατηρείται μια κλιμάκωση: κακία, δυσαρέσκεια, φθόνος, ζηλοτυπία, κακεντρέχεια, μοχθηρία, ζήλια, χαιρεκακία, μίσος. Παρόλο που όλα τα παραπάνω αξιώνουν εκδίκηση ή αντίδραση, η καταλυτική αδυναμία έκφρασής τους, λόγω φόβου, ή/και φυσικής ή πνευματικής ή κοινωνικής μειονεξίας, τα μεταστοιχειώνει σε «μνησικακία». Σε ένα διάχυτο, δηλαδή, και ακαθόριστο συναίσθημα χωρίς συγκεκριμένους αποδέκτες που ριζώνει στο άγχος, σε αντίθεση προς την εκδίκηση και τον φθόνο, που έχουν συγκεκριμένο αντικείμενο και συνεπάγονται το πέρασμα στην πράξη.
Η απωθημένη τάση για εκδίκηση βρίσκει διέξοδο στην υποτίμηση των αξιών, που αναφέρονται στο αντικείμενο της πρόκλησης με αποτέλεσμα την ηθική αυτo-δηλητηρίαση του υποκειμένου. Ενώ αρχικά θαυμάζει τις αξίες και τα προνόμια τα οποία δεν διαθέτει (κύρος, μόρφωση, πλούτο, καταγωγή, ομορφιά, νιάτα, κ.λπ.), επειδή ακριβώς δεν μπορεί να τα αποκτήσει τα ακυρώνει, αξιοδοτώντας τα ακριβώς αντίθετα.
Ψυχαναλυτικά, πρόκειται για «σχηματισμό εξ αντιδράσεως», έναν μηχανισμό άμυνας σε πιέσεις που δέχεται το άτομο. Πρόκειται για μια βαθμωτή διαδικασία «μεταξίωσης», για μια αλλαγή ηθικού κώδικα καθώς οι παλιές αξίες υποκαθίστανται από νέες, οι οποίες όμως σχηματίζονται ως εξαρτημένα αντανακλαστικά. Η δειλία μετατρέπεται σε ταπεινότητα, η ημιμάθεια σε θυμοσοφία, η αγένεια σε αυθεντικότητα, η πληβειακή στάση σε λαϊκότητα, το μίσος σε ηθική αγανάκτηση, η απέχθεια για τον πλησίον σε αγάπη για την ανθρωπότητα, η ισότητα σε εξισωτισμό, η αριστεία σε ελιτισμό.
Η υποκατάσταση αυτή είναι το σύμπτωμα της ασθένειας που δηκτικά ο Nietzsche αποκάλεσε «μοραλίνη». Μια ηθική δηλαδή στάση απέναντι στη ζωή που στερείται αυτο-θεμελίωσης.
Oταν όμως η μοραλίνη κάνει τον κύκλο της, όταν η μεταξίωση ολοκληρωθεί, συμβαίνει μία ακόμα μεταβολή. Η αρχική παθητικότητα μετατρέπεται σε δι-εκδικητικότητα και η ανασφάλεια σε αυτοπεποίθηση. Τότε το «θύμα» γίνεται θύτης. Τότε αποκτά μια νέα ταυτότητα προικισμένη με ηθικό πλεονέκτημα ώστε να μπορεί επιτέλους να δράσει και να υπερ-αντιδράσει στο όνομα του Θεού, του έθνους, του λαού, της εργατικής τάξης, κ.ο.κ.
Ο μνησίκακος άνθρωπος δεν είναι υποκριτής αλλά ένα αξιακώς μεταλλαγμένο υποκείμενο που ωραιοποιεί την αυτο-απέχθειά του, δεν διαθέτει τις ηθικές αρετές και τις ψυχικές δεξιότητες (π.χ. πίστη, υψηλή αυτοεκτίμηση, μηχανισμούς μετουσίωσης), αλλά ούτε και τα κοινωνικά εφόδια προκειμένου να διαχειριστεί την πίεση που του ασκεί το κοινωνικό περιβάλλον.
Στις μαζικο-δημοκρατικές κοινωνίες, ο χαρακτήρας αυτός...
δεν διεργάζεται συμβολικά τα συναισθήματα εκδίκησης και φθόνου που τον/ην κατέχουν και ασκεί μια γεμάτη γκρίνια μνησίκακη κριτική χωρίς να προτείνει θετικούς στόχους και αλλαγές, αναγνωρίζοντας τις επιδόσεις των άλλων.
Αν δεν έχει ήδη συντελεστεί, αυτός ο «ψυχολογικός δυναμίτης» μπορεί να υπονομεύσει τα θεμέλια της δημοκρατίας και να οδηγήσει σε πολιτισμική παλινδρόμηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου