Του Πάσχου Μανδραβέλη
Με ποδοσφαιρικούς όρους θα λέγαμε ότι το ματς στη Βουλή έληξε με 2-1 υπέρ της αντιπολίτευσης.
Ο κ. Νίκος Ανδρουλάκης έφαγε δύο υπουργούς της κυβέρνησης και ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης κέρδισε έναν βουλευτή που κάποτε ήταν στους Σπαρτιάτες του κ. Ηλία Κασιδιάρη.
Ομως το κύριο χαρακτηριστικό της τριήμερης συζήτησης για την πρόταση δυσπιστίας ήταν η σύγχυση. Δεν εννοούμε ότι συγχύστηκαν διάφοροι υπουργοί και ύψωσαν τους τόνους, αλλά αναφερόμαστε στη θολούρα που δημιουργήθηκε.
Η συζήτηση για τα Τέμπη συναπαρτίζεται από τρία θέματα, που σχετίζονται μεταξύ τους, αλλά είναι διαφορετικά.
Το πρώτο είναι το δυστύχημα αυτό καθαυτό. Επ’ αυτού δεν υπάρχει αμφιβολία: οφείλεται σε ανθρώπινο λάθος. Ναι μεν αν υπήρχε η τηλεδιοίκηση –αν δηλαδή ολοκληρωνόταν η διαβόητη σύμβαση «717»– πιθανότατα να διορθωνόταν η μοιραία κίνηση του σταθμάρχη, αλλά το λάθος υπήρξε. Συνεπώς είναι άδικο και αποπροσανατολιστικό να χρεώνεται ένας υπουργός και η κυβέρνηση τον θάνατο 57 ανθρώπων ως «δολοφονία λόγω αμέλειας» ή «με ενδεχόμενο δόλο».
Το δεύτερο θέμα είναι η τηλεδιοίκηση, η οποία ειρήσθω εν παρόδω τέθηκε σε λειτουργία τρεις μήνες μετά το δυστύχημα, ενώ πριν δεν μπορούσε να ολοκληρωθεί επί μία δεκαετία. Για την καθυστέρηση της «717» μπορεί να υπάρχουν ποινικές ευθύνες των υπουργών που τη χειρίστηκαν. Αυτές ήθελε να διερευνήσει η Ευρωπαία εισαγγελέας, αλλά βρήκε μπροστά της τον νόμο περί ευθύνης υπουργών. Οι πιθανές ποινικές ευθύνες του κ. Χρήστου Σπίρτζη μπαζώθηκαν από την παραγραφή και του κ. Κώστα Καραμανλή από την κοινοβουλευτική ομάδα της Ν.Δ., η οποία σύσσωμη αποφάσισε ότι δεν αξίζει καν τον κόπο να ελεγχθεί το ζήτημα.
Για αυτή τη σύμβαση το ΠΑΣΟΚ κατέθεσε πρόταση προκαταρκτικής επιτροπής, με βάση το αίτημα της Ευρωπαίας εισαγγελέως κ. Λάουρα Κοβέσι, αλλά η Νέα Δημοκρατία πανηγυρικώς την απέρριψε και τώρα υποκριτικώς λέει «φέρτε κατηγορητήριο να το δούμε» – και «να το απορρίψουμε», θα προσθέταμε εμείς.
Εδώ το ένα χέρι δέρνει τ’ άλλο και τα δυο την πραγματικότητα.
Η αντιπολίτευση προκειμένου να μεγιστοποιήσει τα πολιτικά οφέλη της μιλάει για «το έγκλημα των Τεμπών», όταν η αλήθεια μπορεί να είναι «οι λαδιές της “717”».
Πάνω σε αυτή τη σύγχυση πατάει η κοινοβουλευτική ομάδα της Ν.Δ. για να θάψει τις πιθανές ευθύνες του κ. Καραμανλή, χειροκροτώντας τον θορυβωδώς. Μελάνι σε αυτή τη θολούρα έριξε και ο πρώην υπουργός, παραιτούμενος της βουλευτικής του ασυλίας, όταν το πρόβλημα είναι η υπουργική ασυλία που απλόχερα τού προσφέρουν οι βουλευτές της Ν.Δ.
Το τρίτο θέμα είναι η επικοινωνιακή διαχείριση του τραγικού δυστυχήματος και η λαδιά με τους παραποιημένους διαλόγους που δόθηκαν στη δημοσιότητα. «Περί τις 4 τα ξημερώματα(!) της 1ης Μαρτίου, μόλις λίγες ώρες μετά το τραγικό δυστύχημα, ένας υπάλληλος του ΟΣΕ στα κεντρικά του οργανισμού στην οδό Καρόλου μπήκε με εντολή του προϊσταμένου του στο δωμάτιο με τους servers και κατέβασε τα ηχητικά αρχεία σε σκληρό δίσκο» («Κ», 28.3.2024). Αυτό είναι πρωτίστως ηθικό θέμα –κάποιος σκέφθηκε χαράματα της τραγωδίας να πάρει τα ηχητικά, να τα αλλοιώσει με τρόπο που να βολεύουν την κυβέρνηση και να τα δημοσιοποιήσει–, αλλά με τον… πολυσχιδή ποινικό μας κώδικα κάποιο αδίκημα θα βρεθεί.
Εν κατακλείδι:
Κάθε κυβέρνηση μετά από κάθε δυστύχημα βρίσκεται σε δυσχερή θέση, πόσο δε μάλλον όταν στα Τέμπη χάθηκαν νέα παιδιά και το δυστύχημα πιθανότατα θα είχε αποφευχθεί αν ο υπουργός έκανε αποτελεσματικώς τη δουλειά του. Το πρόβλημα όμως για αυτή την κυβέρνηση είναι ότι…
με ψέματα, δολιχοδρομίες, καταγγελίες και πολλή θολούρα κάνει τη θέση της δυσχερέστερη.
Η συμβουλή του Χάρι Τρούμαν «αν δεν μπορείς να τους πείσεις, μπέρδεψέ τους» είναι καλή, αλλά γίνεται αυτοκτονική όταν πολυχρησιμοποιείται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου