"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ και ΔΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ ΟΡΘΗ ΑΡΙΣΤΕΡΟΝΕΟΦΙΛΕΛΕΔΙΚΗ Μ@Λ@ΚΙ@: Κάναμε τόσοι πολλοί τόσο λάθος; (Were so many of us wrong?)

By Christos Tsiolkas* / The Sydney Morning Herald
Μετάφραση  Ελένη Κορόβηλα

«Αυτός που δεν έχει ζήσει στα χρόνια πριν από την Επανάσταση δεν γνωρίζει τη γλύκα της ζωής». (Ταλεϋράνδος)

Διανύουμε μόλις την έκτη μέρα του αυτοπεριορισμού. Πέρασε λιγότερο από εβδομάδα από όταν προλάβαμε την πτήση Λονδίνο – Ντουμπάι και μετά Ντουμπάι – Μελβούρνη; Ο COVID-19 έχει κάνει πολλά πράγματα. Αυτό που μας στοιχειώνει και είναι το χειρότερο είναι οι ζωές που έχει πάρει, αλλά ένα από τα μεθεόρτια που με έχει ξαφνιάσει περισσότερο είναι η αλλαγή που έχει επιφέρει στην αίσθηση του χρόνου.

Πριν από τρεις εβδομάδες προσγειωθήκαμε στη Βρετανία και αν και αστειευόμασταν που χαιρετιόμασταν ακουμπώντας τους ώμους αντί να φιλιόμαστε, αγκαλιάσαμε και χαιρετίσαμε φίλους, βγήκαμε για φαγητό, μεθύσαμε κι καθίσαμε τουρτουρίζοντας πλάι πλάι δίπλα στις θερμάστρες στην παγωμένη ανοιξιάτικη αγγλική νύχτα. 


Μέρα τη μέρα, ωστόσο, η αγωνία και ο φόβος μεγάλωναν. Κατά την πρώτη εβδομάδα, και στη συνέχεια τη δεύτερη, δεχόμουν συνεχώς ιμέιλς από την πατρίδα με ανακοινώσεις για την ακύρωση του ενός φεστιβάλ μετά το άλλο. Μέσα στο τρένο για τη Γλασκώβη, καθώς προετοίμαζα τι θα έλεγα σε μια παρουσίαση, το κινητό μου χτύπησε στη δόνηση και ένα γραπτό μήνυμα με ενημέρωσε ότι ακυρώθηκε και το AyeWrite Festival. Μέσα σε τρεις μέρες στην Σκωτία, διαβάζοντας τις προειδοποιήσεις που κλιμακώνονταν, ο σύντροφος μου ο Γουέιν κ εγώ πήραμε την απόφαση να επιστρέψουμε στο σπίτι.

Είμαστε τυχεροί. Είχαμε κλείσει το ταξίδι μας μέσω ταξιδιωτικού γραφείου και μέσα σε λίγα λεπτά από όταν στείλαμε μέιλ μάς έβαλε σε πτήση που αναχωρούσε από το Λονδίνο σε δυο μέρες. 


Γνωρίζουμε πως πολλοί άνθρωποι δεν στάθηκαν τόσο τυχεροί. Οι ιστοσελίδες των αεροπορικών εταιρειών κρασάρουν. Στα τηλέφωνα δεν απαντούν. Το μόνο που θέλουμε είναι να γυρίσουμε στο σπίτι. Στην ουσία της έννοιας του σπιτιού, που εγώ προσωπικά την έχω αμφισβητήσει, και της έχω αντισταθεί και την έχω παλέψει επί τόσα πολλά χρόνια. Κι αυτή η έννοια έχει αλλοιωθεί εξαιτίας του ιού. Το ξέρω μέσα μου τώρα πως η Μελβούρνη, η Αυστραλία, είναι το σπίτι μου.

Στο αεροδρόμιο του Ντουμπάι υπήρξε μια παράξενη και θολή στιγμή. Λες και όλος ο πλανήτης συγκεντρώθηκε εκεί. Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί, Νιγηριανοί και Γκανέζοι, Πακιστανοί και Μπαγκλαντεσιανοί, Βορειοαμερικανοί και Λατινοαμερικανοί, πολλοί από εμάς κοιτάζουμε τα κινητά μας, τα λάπτοπ και τα iPads, αναζητώντας πληροφορίες για το ποια σύνορα έχουν κλείσει, για το αν πράγματι μπορούμε να πάμε σπίτι. Ορισμένοι στεκόμαστε και ατενίζουμε το κενό, αλλάζουμε συνεχώς θέση στα άβολα καθίσματα βινυλίου, προσπαθώντας να μην αγγιζόμαστε και να μην αναπνέουμε ο ένας κοντά στον άλλο.

Κάθομαι δυο θέσεις πιο μακριά από μια νεαρή γυναίκα, ποζάτη και κομψά ντυμένη με τα μαλλιά της καλυμμένα κάτω από ένα τουρμπάνι στα χρώματα του ουράνιου τόξου. Μιλά στο τηλέφωνό της γρήγορα στα γαλλικά. Τα δικά μου γαλλικά είναι μέτρια αλλά καταφέρνω να καταλάβω ότι μπόρεσε να πάρει μια πτήση για Λάγος και από το Λάγος θα κάνει ό,τι μπορεί για να φτάσει στο σπίτι. Όπου κι αν είναι το σπίτι. «Το Παρίσι ήταν παράξενο», λέει στο τηλέφωνο. «Τα πάντα ήταν κλειστά, κατεβασμένα ρολά. Δεν το έχω ξαναδεί αυτό».

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, κρυφακούγοντας όσα λέει και κοιτάζοντας γύρω μου τους ανθρώπους που κοιτάζουν τις οθόνες τους, συνειδητοποιώ πόσο περίεργο και γελοίο είναι ότι μέχρι πρόσφατα αλωνίζαμε τον πλανήτη, θεωρώντας την ελευθερία και το προνόμιο της μετακίνησης δεδομένα. Δεν είναι ζήτημα ηθικής αποστροφής αυτό που βιώνω. Δεν είναι ζήτημα σωστού ή λάθους. Είναι περισσότερο η αναγνώριση του παραλογισμού. 


Στρέφομαι προς τον Γουέιν καθώς επιστρέφει έπειτα από πολύ ώρα στην ουρά για τις τουαλέτες.
 

«Είναι τόσο άχρηστα όλα αυτά».
«Όχι, πρέπει να πάμε σπίτι. Είναι σοβαρό».
«Όχι, όχι αυτό. Όλα αυτά τα ταξίδια, όλες αυτές οι μετακινήσεις, όλα αυτά είναι άχρηστα».

 

Επιστρέφοντας στο σπίτι, βρήκα ολόκληρο κατεβατό από μέιλ από αυστραλέζικα λογοτεχνικά φεστιβάλ και καλλιτεχνικούς οργανισμούς που θρηνούν για τις βλαβερές συνέπειες του COVID-19 στον τομέα της τέχνης. Κατανοώ και συμμερίζομαι αυτούς τους φόβους. Είμαι από τους τυχερούς, μια που συντηρούμαι από το γράψιμο. Για τους περισσότερους φίλους μου όμως, η δημιουργική τους δουλειά συμπληρώνεται από δουλειές στον τουρισμό, το εμπόριο, στο δημόσιο και σε μη κυβερνητικές οργανώσεις. Η απότομη και εκκωφαντική κατάρρευση της οικονομίας, μας έχει διαλύσει όλους. Και όλοι έχουμε φοβηθεί. Τα θέατρα δεν ανεβάζουν πια παραστάσεις και οι κινηματογράφοι έκλεισαν. Οι νέες εκδόσεις σταμάτησαν και τα μαθήματα δημιουργικής γραφής ακυρώθηκαν.

Για ακόμη μια φορά, ο χρόνος έχει συρρικνωθεί και οι αντιπαραθέσεις, η πολιτική και οι συζητήσεις που μας αφορούσαν τόσο, με τόσο έντονο και παθιασμένο τρόπο, μοιάζουν εφήμερες και ασήμαντες. Η ανεργία, το πιο πιεστικό πρόβλημα που μας αφορά όλους. Υπάρχει βέβαια η επιθυμία να αποφύγουμε να μολυνθούμε από τον ιό. Αλλά οι εικόνες χιλιάδων απελπισμένων ψυχών που συγκεντρώνονται έξω από τα γραφεία του Centerlink (υπηρεσίες ασφάλισης και πρόνοιας) είναι που εντείνει τη σφοδρότητα αυτού που όλοι περνάμε και μας βυθίζει πιο πολύ στον φόβο. Οι άνθρωποι που κάνουν ουρές είμαστε εμείς –ο τρόπος που ντυνόμαστε, που χρησιμοποιούμε τα κινητά μας, η διαπραγμάτευση τόσο του ψηφιακού όσο και του φυσικού χώρου– κι όμως είναι κι αυτό ενδεικτικό ενός παρελθόντος που ποτέ δεν είχαμε φανταστεί ότι θα ξαναβλέπαμε: τον απόηχο της Μεγάλης Ύφεσης.

 
Συγγραφείς και σκηνοθέτες και καλλιτέχνες πάντοτε φαντάζονταν σενάρια Αποκάλυψης, ενώ η κλιματική αλλαγή και οι οξυνόμενες ανισότητες ήταν στο κέντρο του ενδιαφέροντος πρόσφατων έργων τέχνης και λογοτεχνίας με μεγάλη απήχηση. Είτε όμως πρόκειται για την άγρια και μηδενιστική βία του Κόρμακ ΜακΚάρθυ στον Δρόμο ή σκηνές με ζόμπι εξολοθρευτές και σαρωτικές φυσικές καταστροφές που έχουμε δει να επαναλαμβάνονται στον εμπορικό κινηματογράφο, δεν μας είχε απασχολήσει ποτέ ο ενδιάμεσος χρόνος. Γι' αυτό πιστεύω πως οι μαζικές ουρές είναι ιδιαίτερα τρομακτικές. Μας υπενθυμίζουν ότι δεν είναι ένα απότομο άλμα από το σημείο όπου βρισκόμασταν μόλις –υποθέτοντας πως το μέλλον θα ήταν πάντα σταθερά προοδευτικό και σταθερά επιτυχημένο– μέχρι τη δυστοπική Αποκάλυψη που φέρνει το τέλος του κόσμου. Η ενδιάμεση περίοδος θα διαρκέσει χρόνια. Η ενδιάμεση περίοδος θα είναι η ζωή μας.

Οπότε, ανησυχώ για τους φίλους μου που είναι συγγραφείς και καλλιτέχνες και θεατρικοί συγγραφείς και κινηματογραφιστές. Αλλά είμαι το ίδιο ανήσυχος για τους φίλους μου που είναι νοσοκόμοι και μεταφορείς και υπάλληλοι και δάσκαλοι. Όλες αυτές οι διαφορές που λατρεύαμε και εξιδανικεύαμε μόλις πριν από λίγες εβδομάδες δεν έχουν πια καμιά σημασία. Αυτή τη στιγμή, η κοινότητα αποκτά μεγαλύτερη σημασία από τη διαφορετικότητα.

Μαζί με τα μέιλ που σαν καμπανάκια ανακοινώνουν ακόμη μια ακύρωση λογοτεχνικού φεστιβάλ, ακόμη μια ακύρωση παράστασης, έρχονται και σύνδεσμοι για παραστάσεις ή καλλιτεχνικές δουλειές ανθρώπων που δημιουργούν τέχνη στο διαδίκτυο. Αυτό είναι πράγματι κάτι το αναζωογονητικό αλλά και μια πρόκληση για τη θέληση του καλλιτέχνη να συνεχίζει να παράγει. Ίσως να είναι θέμα ηλικίας ή απλώς διάθεσης αλλά αισθάνομαι μια μελαγχολία με την παραγωγή τέτοιων δουλειών. Μια ορχήστρα δωματίου παίζει σε ένα άδειο αμφιθέατρο, μια ντραγκ κάνει μιμήσεις μπροστά σε έναν DJ σε ένα άδειο δωμάτιο. Αυτό που λείπει, αυτό που είναι οικτρό, είναι πως χωρίς τη φυσική παρουσία των σωμάτων στο κοινό, οι δουλειές αυτές μοιάζουν με πρόβες. Δεν διαφέρει από τον αγώνα ποδοσφαίρου χωρίς θεατές που είδα για λίγα λεπτά. Το κενό ήταν εκκωφαντικό. Το έκλεισα. Γεμάτος ενοχή, έκλεισα τη μουσική.

Κατά κάποιον τρόπο, μου έχει κάνει εντύπωση πόσο απολαμβάνω αυτή την περίοδο επιβεβλημένης απομόνωσης. Λέγοντάς το αυτό, κατανοώ ότι είμαι τυχερός. Έχω έναν σύντροφο, ένα υπέροχο σπίτι και ράφια γεμάτα βιβλία και δίσκους και ταινίες. Έχουμε φίλους και οικογένεια και γείτονες που φροντίζουν να έχουμε φαγητό στην πόρτα μας και κρασί στο ψυγείο μας.

Δεν είμαι απόλυτως λουδίτης: το you tube και το στρίμινγκ μου κρατάνε επίσης συντροφιά. Ωστόσο οι πιο ικανοποιητικές και πιο χορταστικές απολαύσεις προέρχονται από τον αναλογικό κόσμο. Είμαι στη μέση ενός καταπληκτικού βιβλίου, Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων του Μισέλ Γκενασιά. Ένα τρυφερό ρέκβιεμ για μια γενιά ανθρώπων από την Ευρώπη που ξέφυγαν από τον ολοκληρωτισμό, αντιμετώπισαν την απώλεια και έζησαν εξόριστοι στο Παρίσι. Το είχα δύο χρόνια τώρα στο κομοδίνο μου.

Σήμερα το πρωί χόρευα με το Hiperasia, ένα χαρούμενο γεμάτο εφευρετικότητα άλμπουμ του Ισπανού καλλιτέχνη ηλεκτρονικής μουσικής El Gioncho. Όπως και με το μυθιστόρημα του Γκενασιά, είχα τον δίσκο αρκετό καιρό. Τώρα μόνο τον ακούω με προσοχή. Με τις πολλές και απότομες αλλαγές που έχει επιφέρει ο ιός, το πρόσφατο παρελθόν μοιάζει να είναι έναν αιώνα πριν. Παρόλα αυτά, είμαι ευγνώμων για το τώρα. Τον αληθινό χρόνο. Τον χρόνο που έχει λεπτά και ώρες. Τον χρόνο της υπομονής και της περισυλλογής.

Μου λείπουν οι άνθρωποι. Ο Γουέιν κι εγώ συζητάμε για την εξέλιξη του ιού, τις αντιδράσεις παγκοσμίως αλλά και σε τοπικό επίπεδο, το αβέβαιο μέλλον που έρχεται. Και στους δυο μας λείπουν οι άλλες φωνές, οι άλλες προοπτικές, η ευκαιρία να αντιπαραθέσουμε τα επιχειρήματά μας και να αντικρούσουμε των άλλων.  


Είναι βέβαια δυνατόν να γίνει αυτό αλλά το Skype πέφτει και χάνεται, ο φτενός ήχος στην άλλη άκρη δεν έχει το ηχόχρωμα της ανθρώπινης φωνής. Η ψηφιακή επικοινωνία επιτείνει τους περιορισμούς και ενισχύει την τάση να μιλάς μόνο με όσους σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο με σένα.

Θα έρθει η στιγμή που θα επιστρέψουμε στον κόσμο, όταν η κοινωνική αποστασιοποίηση θα είναι παρελθόν. Αλλά θα έχουμε μια κατεστραμμένη οικονομία και διαμελισμένες κοινωνίες. 


Αναπόφευκτα θα δούμε αυτή την καταστροφή και τον διαμελισμό στα βιβλία και την τέχνη που θα παραχθεί. Καθημερινά, τριγυρίζω στο χωλ, στα δωμάτια του σπιτιού, βγαίνω στον κήπο και σκέφτομαι πως πρέπει να γράψω. Αλλά όλες μου οι ιδέες μού φαίνονται ασήμαντες και ανούσιες. Είναι κλισέ αλλά και αλήθεια πως το γράψιμο είναι μοναχική δουλειά. Μόνο τώρα όμως που είμαι σωματικά αποκομμένος από τους φίλους και τους συναδέλφους συνειδητοποιώ πόση υποστήριξη και έμπνευση παίρνω από τις σκέψεις, τις συζητήσεις και τα επιχειρήματά τους. Χρειάζεσαι ένα «δικό σου δωμάτιο» (A room of one's own), όπως έλεγε η Βιρτζίνια Γουλφ. Αλλά δεν αρκεί. Τέτοιες συζητήσεις θέλω να κάνω.

Πολλοί από εμάς τους συγγραφείς είμαστε προοδευτικοί και αριστεροί, φεμινιστές και αντιρατσιστές. Υπό μια έννοια, ο ιός και οι συνέπειές του μας επιβεβαιώνουν. Η κυβέρνηση συνεργασίας που έχουμε, η οποία επί πολλά χρόνια πετούσε στον κάλαθο των αχρήστων τις εμπνευσμένες πολιτικές της αριστερής κυβέρνησης (Κέβιν) Ραντ, του ηγέτη του Εργατικού Κόμματος (της Αυστραλίας) κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, τώρα παίρνει νομοθετικά μέτρα με σκοπό να προστατέψει την οικονομία.

Τα δόγματα του οικονομικού φιλελευθερισμού που κυριάρχησαν ανά την υφήλιο εδώ και περισσότερα από πενήντα χρόνια έχουν καταρρεύσει υπό το βάρος του επείγοντος και της επιθετικότητας αυτού του ιού.

Ωστόσο, υπάρχει άλλη μια κανονιστική αρχή του φιλελευθερισμού που έχει καταστραφεί από τις τελευταίες εβδομάδες, και αυτό είναι η πίστη στα ανοικτά σύνορα. Καθώς περιμέναμε να φύγουμε από την Ευρώπη, οι χώρες η μία μετά την άλλη έκλειναν για τον υπόλοιπο κόσμο. Υπό αυτή την έννοια, ο ιός και οι συνέπειές του έχουν επιβεβαιώσει τις συντηρητικές φωνές που υπερασπίζονται το κράτος-έθνος.


  Δεν είναι οι υπερεθνικές δομές που έχουν αναλάβει το έργο της φροντίδας των κοινωνιών. Είναι το έθνος-κράτος.  


Τόσοι πολλοί κάναμε λάθος; Κατηγορούσαμε άλλους για τις ιδέες τους, ενώ θα έπρεπε να τους ακούμε προσεκτικότερα; Κάθε φορά που ακούγαμε ένα επιχείρημα που αμφισβήτησε τις δικές μας πεποιθήσεις το εκλαμβάναμε ως ρατσισμό και ξενοφοβία; Είχαμε απολέσει την ικανότητα να αμφισβητούμε τις βεβαιότητές μας; Και αν ναι, τι σημαίνει αυτό για τη μυθοπλασία που γράφαμε και τα επιχειρήματα στα οποία τη στηρίζαμε;

Ανησυχώ για την υπέρβαση των κρατικών εξουσιών στην αντιμετώπιση του ιού. Είναι απαραίτητη, είναι ιατρικά και επιστημονικά επιβεβλημένη, αλλά τα μέτρα παρακολούθησης και ελέγχου που εφαρμόζονται είναι βαθιά ανελεύθερα. Άπαξ και θεσπιστούν τέτοια μέτρα ίσως είναι πολύ δύσκολο να αντιστραφούν. 


Με συγκλονίζει πόσο μικρή βαρύτητα έχει...


 η έννοια της ελευθερίας για τους συνομηλίκους μου. Για μένα μια διαδικασία πολιτικής αφύπνισης ήταν οι πολιτικές για το AIDS. Ορισμένα από τα ωραιότερα βιβλία και έργα τέχνης της δεκαετίας του 1980 προήλθαν από την προκλητικότητα και την αντίσταση στη δαιμονοποίηση των φορέων και τις απόπειρες κρατικού ελέγχου πάνω στα σώματα των ανθρώπων. Αυτή η καχυποψία απέναντι στο κράτος –στα δικαστήρια, στη δικαιοσύνη, στην αστυνομία και στον στρατό, στη γραφειοκρατία και στις εξουσίες της– φαίνεται να μην απασχολεί ιδιαίτερα μια σημερινή γενιά συγγραφέων και καλλιτεχνών.
 
Ένα αντίστοιχο σοκ ήταν η σχεδόν αποσιώπηση των ευθυνών του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας. Άλλες κυβερνήσεις έχουν κάνει λάθη ή έχουν αναγκαστεί να αναδιπλωθούν από αρχικές τους αποφάσεις, αλλά το ΚΚΚ υπήρξε ο χειρότερος υποκριτής σε αυτή τη σύντομη ιστορία του COVID-19. Στην αρχική τους απερισκεψία να κάνουν ότι δεν βλέπουν τις συνθήκες εκείνες που επέτρεψαν την επώαση της νόσου όπως και στην τρομακτική καταπίεση που επεβλήθη στους ίδιους τους πολίτες τους στη συνέχεια.

Ανησυχώ για το γεγονός ότι εμείς οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες μέσα στην οργή μας υποτιμήσαμε πολλά πράγματα κατά την τελευταία δεκαετία, σκαρφαλώνοντας στους ίδιους άτιμους ανεμόμυλους. Και ίσως το πώς καταλαβαίναμε την ιστορία ήταν εξίσου θλιβερό.


 Το μεγαλύτερο δώρο που μας προσφέρει η ανάγνωση της ιστορίας είναι ότι μας προκαλεί να αμφισβητούμε βεβαιότητες. 


Ίσως αυτή είναι η συζήτηση που πραγματικά ανυπομονώ να κάνω. Μετά τους τελευταίους μήνες, μετά από αυτούς τους μετασχηματισμούς, μπορεί ένας συγγραφέας ακόμη να ασπάζεται βεβαιότητες;

Όταν θα αναδυθούμε από την απομόνωση, ο κόσμος θα είναι μικρότερος και οι ορίζοντές μας τοπικοί. Προτεραιότητα θα έχει η αλληλεγγύη και η βοήθεια στους άνεργους. Καθετί άλλο δεν θα είναι ασήμαντο, θα είναι όμως δευτερεύον.

Ελπίζω, επίσης, να αναδυθούμε πεινασμένοι για επιχειρήματα και συζητήσεις και διαφωνίες. Ελπίζω τα γραπτά μας και η τέχνη μας να θέσουν περισσότερα ερωτήματα και να μην προσποιούνται ότι έχουν όλες τις απαντήσεις.
 

 
Χρήστος Τσιόλκας γεννήθηκε στη Μελβούρνη το 1965. Παιδί Ελλήνων μεταναστών, έχει χαρακτηριστεί «ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους μυθιστοριογράφους της Αυστραλίας». Το φθινόπωρο του 2009, με το μυθιστόρημά του Το χαστούκι ("The Slap"), κέρδισε το βραβείο του καλύτερου συγγραφέα των χωρών-μελών της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, ενώ το 2010 με το ίδιο μυθιστόρημα ήταν υποψήφιος για το βραβείο Booker.

Δεν υπάρχουν σχόλια: